Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Ο ριζοσπάστης ποιητής


Στα 88 του χρόνια ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο οποίος τιμήθηκε πρόσφατα με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, παραμένει νεανικός και σπινθηροβόλος

Τα εφετινά Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας διέθεταν μια σπάνια πρωτοτυπία: ανακοινώθηκαν παραμονή Χριστουγέννων! Και μόνον αυτό αρκεί για να καταλάβει κανείς πόσο η ελληνική πολιτεία «εκτιμά» τους θεσμούς που έχει θεσπίσει (γεγονός βεβαίως για το οποίο η κριτική επιτροπή δεν έχει καμία ευθύνη). Αλλά μπροστά στο φάσμα της χρεοκοπίας όπου βρισκόμαστε σήμερα φαινόμενα σαν το παραπάνω μοιάζουν μικροπταίσματα. Ωστόσο η εφετινή κριτική επιτροπή προέβη επιτέλους στο αυτονόητο: αποφάσισε να απονείμει το λεγόμενο Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας «για το σύνολο του έργου του» στον ποιητή, πεζογράφο και μεταφραστή Νάνο Βαλαωρίτη τιμώντας ένα έργο πολυσχιδές, εκτεταμένο και σε πολλά ανανεωτικό και μια καλλιτεχνική παρουσία που καλύπτει πάνω από 60 χρόνια ενεργού συμμετοχής στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της χώρας μας – αλλά και του εξωτερικού. (Να σημειώσω μόνο ότι η πρώτη ποιητική συλλογή του «Η τιμωρία των μάγων» εξεδόθη το 1947.)


Ο ποιητής με τη σύζυγό του σε εκδήλωση προς τιμήν του που διοργάνωσε η Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών στις 20 Οκτωβρίου 1997 σε αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο Νάνος Βαλαωρίτης, γιος του Κωνσταντίνου και δισέγγονος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, γεννήθηκε στη Λωζάννη της Ελβετίας το 1921 και είχε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή. Πραγματοποίησε λαμπρές σπουδές στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Λονδίνου και των Παρισίων, απέκτησε άριστη γνώση της αγγλόφωνης και της γαλλόφωνης λογοτεχνίας και συναναστράφηκε με ορισμένους από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λογοτεχνικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα: από τον Έλιοτ, τον Όντεν, τον Μακνίς (με τον οποίο συνεργάστηκε στο ΒΒC για ένα διάστημα το 1944) και τον Ντίλαν Τόμας ως τον Σεφέρη, τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη και πολλούς άλλους. Από το 1968 και για 25 χρόνια δίδαξε δημιουργικό γράψιμο στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και για έξι χρόνια (1954-1960) υπήρξε μέλος της υπερρεαλιστικής ομάδας στο Παρίσι.

Παραγωγικός και ανατρεπτικός

Η συμμετοχή του Νάνου Βαλαωρίτη στη λεγόμενη «ποιητική αναγέννηση του Σαν Φρανσίσκο» είναι ένα κεφάλαιο που δυστυχώς δεν έχει ακόμη γραφεί (όπως αντίστοιχα παραμένει εν πολλοίς άγνωστη η ζωή και το έργο ενός άλλου σημαντικού έλληνα εκπροσώπου της πρωτοπορίας, του Νικολάου Κάλας). Ο Βαλαωρίτης, φύση ανήσυχη και πνεύμα ερευνητικό, έδωσε ένα έργο πολύπλευρο που καλύπτει τους τομείς της ποίησης, της πεζογραφίας, του θεάτρου, της κριτικής, της μετάφρασης, δηλαδή όλα τα είδη του λόγου – και πάντα με πνεύμα νεανικό και ριζοσπαστικό. Ποιητής από ιδιοσυγκρασία -και εξαιρετικά παραγωγικός-, παραμένει και σήμερα νέος στο φρόνημα και ανατρεπτικός στη γραφή. Θα έλεγα πως αυτό παραπέμπει στην παλαιά ρομαντική παράδοση: ότι η ποίηση ήταν και εξακολουθεί να είναι τέχνη της νεότητας, σε όποια ηλικία κι αν γράφει ο ποιητής και σε όποιο λογοτεχνικό είδος κι αν εκφράζεται. Απόδειξη το πλέον πρόσφατο βιβλίο του Βαλαωρίτη με τίτλο «Μα το Δία», όπου χρησιμοποιώντας με εντελώς ιδιότυπο τρόπο τις τεχνικές του παστίς συνθέτει ένα ανατρεπτικό -και απολύτως προσωπικό- βιβλίο στο οποίο σχολιάζει ειρωνικά τον κοινωνικό και λογοτεχνικό περίγυρο αποδεικνύοντας ότι το διαρκές γίγνεσθαι βρίσκεται πάντα στην καρδιά της πρωτοπορίας και αυτό κρατά σε διαρκή εγρήγορση τη μυθική συνείδηση του ποιητή. Όσο λοιπόν προωθούμε αυτό το γίγνεσθαι στο προσκήνιο οι δημιουργικές ανατροπές και η ευρηματική γλώσσα θα εξακολουθούν να βρίσκονται μπροστά από τα κατά ριπάς προϊόντα της συμβατικής γραφής που μας κατακλύζουν.

Ο Βαλαωρίτης είναι η αντιπροσωπευτικότερη μορφή της ελληνικής αβανγκάρντ γιατί δεν περιορίστηκε στα όρια ενός και μόνο κινήματος (του υπερρεαλισμού, λ.χ., ή του μοντερνισμού ή ακόμη και των πειραματισμών της γενιάς των μπιτ στο Σαν Φρανσίσκο – κι ας θυμίσω εδώ μόνο τη στενή του φιλία με τον Λόρενς Φερλινγκέτι) αλλά πέρασε από παντού αξιοποιώντας τα στο δικό του έργο, που το βλέπει κανείς να αναπτύσσεται από βιβλίο σε βιβλίο σε ποικίλες παραλλαγές και ο ποιητής να προσπαθεί συνεχώς να διευρύνει το φάσμα.

Μοντερνιστής και πρωτοπόρος

Ο Βαλαωρίτης θήτευσε στον μοντερνισμό χωρίς εν τούτοις να τον επηρεάσουν οι συντηρητικές πολιτικές απόψεις των βασικών του εκπροσώπων. Φύση ανήσυχη και δημοκρατική, δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί τον συντηρητισμό του Έλιοτ ή αντίστοιχα του Όντεν, ο οποίος μετά την εγκατάστασή του στην Αμερική απέρριψε το ριζοσπαστικό του παρελθόν και την αντίστοιχη παράδοση που είχε δημιουργήσει μαζί με τον Στίβεν Σπέντερ. Ο Βαλαωρίτης ανέπτυξε το κύριο μέρος του έργου του μέσα στο τεράστιο και πολυμορφικό πεδίο της πρωτοπορίας φροντίζοντας να ανανεώνει και το θεματολόγιο και τη γλώσσα του συνεχώς. Ένας ποιητής με το δικό του ανήσυχο πνεύμα και ριζοσπαστικό φρόνημα ήταν επόμενο να αγαπά τους νεοτέρους και να τους υποστηρίζει σε κάθε πρόσφορη περίπτωση – χωρίς να ζητεί ανταλλάγματα. Έμπρακτη απόδειξη η πρωτοβουλία του να εκδώσει το περιοδικό «Πάλι», που κυκλοφόρησε για τέσσερα χρόνια, από το 1963 ως το 1967 (και διέκοψε την κυκλοφορία του λόγω της δικτατορίας). Στις σελίδες του παρουσιάστηκαν πλήθος κείμενα εξαιρετικού ενδιαφέροντος και βρήκαν χώρο έκφρασης αρκετοί νεότεροι ποιητές και πεζογράφοι. Το 1989 εξέδωσε μαζί με τον Ανδρέα Παγουλάτο το περιοδικό «Συντέλεια», η έκδοση του οποίου διακόπηκε το 1995, για να επανεκδοθεί ως «Νέα συντέλεια» το 2004. Το έργο του Βαλαωρίτη είναι ενιαίο και το κάθε βιβλίο του συνιστά μετεξέλιξη θα έλεγε κανείς του προηγούμενου. Έργο φάσματος, είναι κατά συνέπεια εκτενές, γι΄ αυτό και δυσκολεύεται κανείς να επιλέξει ποια από τα βιβλία του είναι και τα καλύτερα. Εν τούτοις, από τα ποιητικά του ξεχωρίζουν ασφαλώς το «Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη», ο «Διαμαντένιος γαληνευτής» και το «Στο κάτω κάτω της γραφής». Από τα μυθιστορήματά του θα ξεχωρίζαμε τον «Θησαυρό του Ξέρξη» και τα «Σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου» και φυσικά τα διηγήματά του «Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη».

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ online (ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ | Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010 )

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ή ΠΩΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΗ ΛΗΘΗ



Ο ρόλος του πνευματικού ανθρώπου στη διαδικασία της παράδοσης της ιστορίας στη λήθη απο τους πολλούς και αδιάφορους , είναι απλά το ενδιαφέρον και η δραστηριοποίηση για την συνέχιση της ζωής ακόμη και του υποπόδιου των ποδιών της ιστορίας.
Ένα τέτοιο "απλό" παράδειγμα είναι κι αυτό εδώ:

«Γυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζι»

Κ.Γ. Καρυωτάκης


Ο ποιητής Κ.Γ. Καρυωτάκης (1896 –1928) πέρασε ένα διάστημα της παιδικής του ηλικίας στην Λευκάδα (ο πατέρας του ως νομομηχανικός εργάστηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας) κι έτσι στα στενά της πόλης που σήμερα περπατάμε, κάποτε περπάτησε κι εκείνος. Πολύ αργότερα ο Καρυωτάκης, σαν δημόσιος υπάλληλος, ύστερα από ανοιχτή ρήξη, λόγω της αδέκαστης συνείδησής του, με τον τότε υπουργό Μιχάλη Κύρκο, μετατέθηκε στην Πρέβεζα, απ’ όπου ξαναεπισκέφτηκε την Λευκάδα, γράφοντας μάλιστα στον αδερφό του: «Την περασμένη Κυριακή επήγα στην Λευκάδα και είδα τι διαφορά μπορεί να υπάρχει μεταξύ ανθρώπων που χωρίζονται με ταξίδι μισής ώρας. Εδώ δεν βλέπει κανείς παρά χωριάτες».
Είναι πράγματι αξιοπρόσεκτο πως λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία

του ο Καρυωτάκης μπορούσε να διακρίνει την διαφορά πολιτισμού
ανάμεσα στα δύο αυτά μέρη - έτσι καταρρέει η άποψη κάποιων
που ιχυρίζονται ότι στην ψυχική κατάπτωση που βρισκόταν θα
έβλεπε "μαύρο" ακόμα και... το Παρίσι!
Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως ένας τόσο ευφυής

άνθρωπος θα αυτοκτονούσε απλά και μόνο για μια δυσμενή
μετάθεση που δεν κράτησε ούτε ένα μήνα.

* * *

75 χρόνια αργότερα (2003) η Πρέβεζα πασπαλίζει με σκόνη το αίμα του Καρυωτάκη, αφήνοντας το σπίτι που διέμενε (Δαρδανελίων 12) στα νύχια της εγκατάλειψης. Το τραπεζάκι που έγραψε τα τελευταία του ποιήματα – κόσκινο απ’ το σαράκι κι απ’ την φθορά – μου το παραχώρησε η κυρία Πόπη, η τότε σπιτονοικοκυρά του ποιητή, που κοντά εκατό χρονών σήμερα θυμάται:

«Τα βράδια τον ακούγαμε που περπατούσε πάνω κάτω μέσα στην κάμαρη. Ύστερα άνοιγε το συρτάρι του τραπεζιού κι εκείνο έτριζε… Μετά ησυχία! Φαίνεται θα ’γραφε. Σε λίγο σηκωνόταν κι άρχισε πάλι να βηματίζει πάνω κάτω… Εγώ με την θεία μου κοιμόμαστε δίπλα… Μια πόρτα μάς χώριζε… Ήτανε το πάτωμα από σανίδες και τον ακούγαμε. Κι αυτό κάθε βράδυ… Πολλές φορές ως το πρωί…»

Η κυρία Πόπη καταγόταν απ’ την Καρυά Λευκάδας. Όταν της ζήτησα το τραπέζι για να το επισκευάσω και να το εκθέσω στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας, με την υπόσχεση αν ποτέ γίνει Μουσείο Καρυωτάκη στην Πρέβεζα να επιστραφεί, με κοίταξε και είπε: «Εγώ για την ιδιαίτερη πατρίδα μου θα έδινα και την ψυχή μου, αλλά τι να το κάνεις αυτό το πράγμα, δεν είναι για παρουσιασμό!»




Μάζεψα λοιπόν έναν σωρό από σαρακοφαγωμένα ξύλα – έτσι έγινε ύστερα από τόσα χρόνια το τραπέζι, παρατημένο στην αυλή, έρμαιο στις καιρικές συνθήκες, βαμμένο με τρεις στρώσεις λαδομπογιάς – και προσπάθησα, εγώ ο άσχετος από πάσης φύσεως τεχνική εργασία να το επισκευάσω. Στα περισσότερα σημεία, τρίβονταν λες κι ήταν από φελιζόλ!..



Ήταν κυριολεκτικά σαν να προσπαθούσα ν’ αναστήσω έναν νεκρό! Έξι μήνες κράτησε η επισκευή και οι εργασίες συντήρησης, οι οποίες ποιος ξέρει πόσο θα κρατούσαν ακόμα αν δεν υπήρχε η πολύτιμη και αφιλοκερδής συνδρομή του Ανδρέα Δ. Μεταξά και του Θωμά Π. Σολδάτου.

Μετά το πέρας των εργασιών, απευθύνθηκα στον δήμο Λευκαδίων και συγκεκριμένα στον συνθέτη κύριο Κυριάκο Σφέτσα, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή υπεύθυνος για τα πολιτιστικά του δήμου, προκειμένου να μεσολαβήσει ώστε να εκτεθεί το τραπέζι στην Βιβλιοθήκη ή όπου αλλού έκρινε ότι θα ήταν εφικτό.
Εισέπραξα αοριστίες, μιας και «οι επερχόμενες εκλογές», όπως είπε, «δεν μας επιτρέπουν τέτοιες ενέργειες τώρα» (δηλαδή ποιος ασχολείται με τραπέζια, όταν το ζήτημα είναι… τα κουτάλια!).

Απευθύνθηκα και στον Αριστοτέλη Χαραμόγλη. Ιδρυτή της «Χαραμόγλειου Ειδικής Λευκαδιακής Βιβλιοθήκης» (Χ.Ε.Λ.ΒΙ.) Πρόκειται για μια συλλογή 29.000 τίτλων με τα έργα 714 Λευκαδίων και άλλο υλικό που καλύπτει 60 ενότητες λευκαδίτικων θεμάτων τα οποία υπερβαίνουν τις 34.000 και συνεχώς εμπλουτίζεται με νέο υλικό.
Το 1984 δωρήθηκε από τον ίδιο τον συλλέκτη στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας. Το 1987 η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε τον Α. Χαραμόγλη για το έργο του.

Αργότερα η Βιβλιοθήκη (Χ.Ε.Λ.ΒΙ.) αναγράφτηκε στο Bιβλίο των Pεκόρ GUINNSS 1994 ως η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη αποκλειστικού θέματος παγκοσμίως.

Ο Χαραμόγλης ενθουσιάστηκε! Όχι μόνο ήθελε το τραπέζι, αλλά και όποιο άλλο αντικείμενο υπήρχε του Καρυωτάκη. Στο σπιτάκι της Πρέβεζας διατηρούνται ακόμα το κρεβάτι του ποιητή (το στρώμα εξαφανίστηκε από τους θαυμαστές του, αφού όταν επισκέπτονταν το σπίτι… έκοβαν κρυφά κι από ένα κομμάτι!)



ένας μεγάλος καθρέφτης με επίχρυση κορνίζα, ένα ωραίο έπιπλο με νιπτήρα και μια κανάτα. Ευτυχώς που δεν κουβάλησα όλα αυτά τα πράγματα στον Χαραμόγλη, ο οποίος την άλλη μέρα είπε πως το ξανασκέφτηκε και… δεν το θέλει το τραπέζι! Κι όταν του είπα, εκνευρισμένος, πως εγώ ξόδεψα χρόνο και χρήμα για υλικά συντήρησης κι η Λευκάδα δεν έχει ούτε μια γωνίτσα για το τραπεζάκι, υποτιμητικά έβαλε το χέρι στην τσέπη… να μου δώσει τα λεφτά που χάλασα!
Όλα αυτά μ' έκαναν να πιστεύω πως στις μέρες μας δεν υπάρχει και πολύ μεγάλη διαφορά «μεταξύ ανθρώπων που χωρίζονται με ταξίδι μισής ώρας»!
Κρίμα, γιατί ο Χαραμόγλης ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για την Λευκάδα!

Τελικά, μετά από πολλές προσπάθειες… κατάφερα (!!!) να εκθέσω το τραπεζάκι στην Δημόσια Βιβλιοθήκη. Αφού του άλλαξαν χίλιες τοποθεσίες – μέχρι που το έκρυψαν κάτω από το μεγάλο τραπέζι του συμβουλίου –, αφού του έβγαλε κατά λάθος η καθαρίστρια το ένα πόδι, τώρα τυγχάνει κάποιας καλύτερης μεταχείρισης, κατόπιν και της συμβολής της διευθύντριας κυρίας Μαρίας Ρούσσου.

Σαν ελάχιστο φόρο τιμής στο αίμα και στο έργο του Καρυωτάκη, εμείς οι εναπομείναντες Λευκάδιοι «Δον Κιχώτες», «σκοντάφτοντας στην λογική και στα ραβδιά των άλλων» υιοθετούμε αυτό το… εξόριστο τραπεζάκι, παραδίδοντάς το, ως λείψανο ιερό, στο οστεοφυλάκιο της Ιστορίας.



_________________________

Δημήτρης Ε. Σολδάτος
Περιοδικό «Νέα Λευκάδα», τεύχος 1
Άνοιξη 2003

Ο χαμένος χρόνος της ουσιαστικής ανάγνωσης



Με ένα καινούργιο μυθιστόρημα, υπό τον τίτλο «Για την Αγάπη των Άλλων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη επιστρέφει στη μεγάλη φόρμα, ρίχνοντας φως στη Νίσυρο της ξηρασίας και των άκαμπτων παραδόσεων και μεταφέροντας μια ξέμακρη εποχή. Ο λόγος της γλαφυρός, οι ήρωές της ανθρώπινοι, το τοπίο της μαγικό.


Με το νέο της πόνημα, που βασίζεται στην πραγματική ιστορία της μητέρας του ελληνοαμερικανού μεγιστάνα Τζον Κατσιματίδη, η συγγραφέας αποδεικνύει πως ξέρει να μεταφέρει με κινηματογραφικό λόγο τη συντριβή της ανθρώπινης φύσης, σκιαγραφώντας την ακροβασία ανάμεσα στο πάθος και στο έθος.

Κυρία Φραγκούλη, από πού ορμάται ο τίτλος του νέου σας μυθιστορήματος;

«Το μυθιστόρημα "Για την Αγάπη των Άλλων" πήρε τον τίτλο του από τη θυσία της πρωταγωνίστριας ηρωίδας, Μαργαρίτας, η οποία παρέβλεψε την προσωπική της ευτυχία, για να ξεμπλοκάρει μια ανθρώπινη καραμπόλα στη μακρινή Νίσυρο του Αιγαίου, κάποτε παλιά, μετά τον πόλεμο, όταν τα ήθη και οι παραδόσεις σ' κείνη τη γωνιά της Γης ήταν άκαμπτα. Αυτός ο τίτλος περικλείει ολάκερο το βιβλίο.»

Πώς σάς προέκυψε αυτή η ιστορία, που μάλιστα είναι αληθινή;

«Βρέθηκα στη Νίσυρο πριν από μερικά χρόνια, καλεσμένη του ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τζον Κατσιματίδη, κι εκεί, εντελώς τυχαία, έγινα αυτήκοος μάρτυρας της προσωπικής ιστορίας της μητέρας του.

Θεώρησα πως ήταν μοναδική για το βάθος, τον πόνο, το δράμα, αλλά και τη μεγαλοσύνη. Ορκίστηκα εκεί, επιτόπου, πως αυτό θα ήταν το επόμενο μυθιστόρημά μου. Φυσικά, η Μαργαρίτα μεγάλωνε μέσα μου επί τέσσερα χρόνια, ώσπου να πάρω πένα και χαρτί να καταγράψω την ατυχία της...»

Αντιμετωπίσατε πρόβλημα να πείσετε τον κ. Κατσιματίδη να σας επιτρέψει τη μυθοπλαστική περιποίηση της ιστορίας της μητέρας του;

«Όχι, αντίθετα ο Τζον Κατσιματίδης και η οικογένειά του μου συμπαραστάθηκαν σε όλη την πορεία της έρευνας και της συγγραφής. Η εξαδέλφη του, Δέσποινα Εμμανουηλίδη-Λυβίτση, μου αποκάλυψε όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας και των ηθών του νησιού. Και ο Τζον με εμπιστεύτηκε, όντας σίγουρος πως η πολύτιμη μνήμη της μητέρας του δεν θα προσβαλλόταν σ' αυτό το μυθιστόρημα.

Ο Τζoν, που είναι σπουδαίος φίλος, με τίμησε και με τιμά με την εμπιστοσύνη του. Ήταν πολύ λεπτό ζήτημα κι όμως δεν αμφισβήτησε την πρόθεση ή την εντιμότητά μου απέναντι στη μητέρα του ούτε για μια στιγμή. Αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη επιβράβευσή μου.»

Πώς επιλέγετε το θέμα σας για να γράψετε ένα μυθιστόρημα;

«Δεν το επιλέγω με κάποια συγκεκριμένη λογική. Εκτίθεμαι σε διάφορες πραγματικότητες και, ανάλογα με την εποχή, τη διάθεση και την ανησυχία, επιλέγω να γράψω ένα μυθιστόρημα.

Γράφω όταν έχω να πv κάτι, όχι για την ίδια τη συγγραφή. Δηλαδή με τρομάζει η λεξιλαγνεία, η οποία αποδεικνύει ένα ταλέντο γραφής, αλλά δεν είναι πάντοτε συνυφασμένη με βάθος. Προσπαθώ να βρω ήρωες που έχουν μια αληθινότητα, η οποία με αγγίζει στο βαθύτερο είναι μου. Ίσως αυτή η γνησιότητα να είναι τελικά το κριτήριό μου.»


Τι είναι για σας μυθιστόρημα;

«Για μένα μυθιστόρημα είναι ένα μεγάλο έργο με μύθο, δομή, χαρακτήρες, πλοκή και μηνύματα. Είναι ένα ολάκερο οικοδόμημα, το οποίο χτίζει ο συγγραφέας ως αρχιτέκτονας από το μηδέν. Πρέπει να έχει πολύ στέρεα υλικά για να αντέξει στην ανάγνωση του απλού αναγνώστη, αλλά και στην κριτική.»

Στα μυθιστορήματά σας κυριαρχούν οι εμμονές της αποδημίας και της ακύρωσης των ανθρώπινων πόθων. Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας πεσιμίστρια;

«Στο έργο μου γενικά κυριαρχούν τα ταξίδια και η αποδημία. Γράφει κανείς εκ περισσεύματος καρδίας, επομένως είναι φυσικό να αντλώ τους μύθους μου από θέματα που με γυροφέρνουν. Όσο για τις ακυρώσεις των ανθρώπινων πόθων, ναι πρεσβεύονται στα έργα μου, γιατί η ζωή όσο συσσωρεύεται τόσο περισσότερο σκοτώνει όνειρα και πόθους. Πεσιμίστρια δεν θα με χαρακτήριζα, ρεαλίστρια ίσως.»

Γράφετε αποσυρμένη στο Μόντρεαλ, αλλά γράφετε στην ελληνική γλώσσα. Σας παιδεύει η απόσταση από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα χρήσης της ελληνικής;

«Ναι, είμαι ευλογημένη που γράφω από μακριά, στην ησυχία του χιονιού μου. Θεωρώ πως γράφω σε μια ελληνική λίγο κλασικότερη, επειδή ακριβώς δεν στρογγυλεύεται από την καθημερινότητα της χρήσης. Η απόσταση σαφώς με παιδεύει, το ότι δεν ακούω τη γλώσσα μου να μιλιέται μου προκαλεί σύνδρομο στέρησης. Μερικές φορές πιστεύω πως πάσχω από λεξιπενία, αλλά ο επιμελητής μου με διαβεβαιώνει πως όχι.»

Σκέφτεστε κάποτε να γράφετε στην ελληνική και τη γαλλική ή την αγγλική ταυτόχρονα;

«Όχι, ποτέ δε σκέφτηκα να απεμπολήσω τη μητρική μου γλώσσα για χάρη της δημοσίευσης των έργων μου εδώ στην ξένη. Έχω μεταφράσει κάποια έργα μου στα Αγγλικά, έχω συμμετάσχει δημιουργικά στη μετάφραση κάποιων άλλων, αλλά ούτε μια στιγμή δεν αποπειράθηκα να γράψω εξ υπαρχής έργο μου σε ξένη γλώσσα. Έχω την αίσθηση πως έτσι θα χάσω το κυριότερο όπλο της ταυτότητάς μου. Δεν έχω την πολυτέλεια να το κάνω, σας διαβεβαιώ.»

Έχετε γράψει διάφορα λογοτεχνικά είδη, από βιογραφίες, μυθιστορήματα μέχρι διηγήματα και ταξιδιωτικά. Ποιο λογοτεχνικό είδος είναι το αγαπημένο σας;

«Όλα τα είδη είναι αγαπημένα μου, ανάλογα με τη διάθεση της εποχής. Μου αρέσουν οι βιογραφίες, γιατί προέρχομαι από τη δημοσιογραφία και μου έρχεται απόλυτα φυσικό να κάνω έρευνα για πρόσωπα. Μου αρέσουν τα μυθιστορήματα, γιατί βυθίζομαι επί μακρόν στους ήρωες και τη διάδρασή τους. Αλλά και τα διηγήματα έχουν τη φρεσκάδα ενός ολοληρωμένου έργου και μάλιστα έντονου και γρήγορου. Όσο για τα περιηγητικά βιβλία, αυτά είναι η προβολή των έγχρωμων εντυπώσεων.»

Πώς βλέπετε το τοπίο της λογοτεχνίας σήμερα;

«Πιστεύω πως οι πάσης φύσεως Νταν Μπράουν, Στίβεν Κινγκ, Στέφανι Μέγιερς κυριαρχούν στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή, επειδή οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο να διαβάσουν κάτι βαθύ και αυτογνωστικό. Θέλουν να κάνουν ανάγνωση σε μια περιπέτεια, να χάνονται από τη δύσκολη πραγματικότητά τους.

Βλέπω ελάχιστους καλούς συγγραφείς να έχουν επιτυχία και προπάντων διαπιστώνω πως δεν υπάρχουν νέα λογοτεχνικά ρεύματα εκτός των περιπετειών. Έχουν γίνει μπλοκμπάστερ και τα βιβλία κι αυτό δείχνει μια κατάπτωση της αισθητικής των ανθρώπων.»

Πώς βλέπετε την ελληνική λογοτεχνική σκηνή;

«Κι εδώ πιστεύω πως δεν υπάρχει νέο κύμα. Ακόμη περιμένουμε από τους συγγραφείς της γενιάς του '80 να πουν κάτι καινούργιο. Αλλά τι να πουν, αφού ο χρόνος έχει άλλη δυναμική μακράν της δικής τους (μας); Παρ' ότι προσπαθούν να μας επιβάλουν κάποιους νέους ως ταλέντα, προσωπικά δεν με πείθουν. Έτσι, κι εδώ διακρίνω αδιέξοδα και μπλοκμπάστερ.»

Πώς κρίνετε τους Έλληνες κριτικούς του βιβλίου;

«Μου είναι συμπαθέστατοι, αν και κρίνουν βιβλία της παρέας τους. Ίσως γι' αυτό δεν προχωράει η κουβέντα περί λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Πάντως, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που γράφουν για βιβλία και κρέμεσαι από την πένα τους. Έστω κι αυτοί οι λίγοι αποτελούν μια όαση στον άγριο κόσμο του βιβλίου, που γίνεται ανερυθρίαστα εμπορικός.»

Τα βιβλία, όπως τα γνωρίζουμε στην έντυπη μορφή τους, έχουν μέλλον; Και ποιο μέλλον;

«Δυστυχώς, και τα βιβλία, όπως οι εφημερίδες, δεν έχουν μέλλον στην παραδοσιακή έντυπη μορφή τους. Οι νέες τεχνολογίες των ηλεκτρονικών αναγνωστηρίων θα σαρώσουν τις βιβλιοθήκες μας. Στην Αμερική ήδη στα πανεπιστήμια οι φοιτητές χρησιμοποιούν τους readers για την έρευνά τους. Είναι φτηνότερη και πιο πολυποίκιλη η πρόσβαση στα ηλεκτρονικά βιβλία.

Στην Ελλάδα το φαινόμενο θα έρθει ίσως μια δεκαετία αργότερα, αλλά ας αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε κι εδώ γι' αυτή την εποχή. Ομολογώ με φοβίζει η προοπτική πως ο γιος μου δεν θα έχει βιβλιοθήκες στο σπίτι του, αλλά μόνο κομπιούτερ και readers.»

Γιατί τα ελληνικά βιβλία -ακόμη και μεταφρασμένα στα Αγγλικά- δεν έχουν απήχηση σε σχέση με τα αντίστοιχα ισπανικά, ας πούμε;

«Πιστεύω πως γράφουμε με μια μορφή εσωστρέφειας, πως δεν έχει οικουμενικότητα ο λόγος μας. Αλλά να σας πω και κάτι; Είναι τόσο ισοπεδωτική και τυφλή η αμερικάνικη κουλτούρα, που αγνοεί τους ξένους προβληματισμούς.

Στην Αμερική πουλάνε τα βιβλία των καταπιεσμένων γυναικών του Ισλάμ και λίγο η ισπανόφωνη λογοτεχνία, ένεκα του μεγάλου ισπανόφωνου πληθυσμού της. Κι εδώ πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να αποδεχόμαστε τους καιρούς, που δεν χαρίζονται σε αξίες, αλλά μόνο σε υπεραξίες.»

H συγγραφέας

Η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη γεννήθηκε στη Λευκάδα. Απόφοιτος του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής Αθηνών, δημοσιογραφεί από το 1983 στον ελληνικό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ, της Εταιρείας Γαλλόφωνων Συγγραφέων του Κεμπέκ (QFW) και έχει εργαστεί κατά διαστήματα σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, αλλά και στην ελληνική τηλεόραση. Από το 1989 ζει και εργάζεται στο Μόντρεαλ του Καναδά.

Παράλληλα με τη δημοσιογραφική και συγγραφική της δραστηριότητα, είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Αρχιεπίσκοπος «Σπυρίδων» για την Ελληνική Παιδεία και τον Πολιτισμό, με έδρα τη Νέα Υόρκη. Είναι παντρεμένη κι έχει ένα γιο.

Στην ιταλοκρατούμενη Νίσυρο της λάβας και της γύμνιας

Μια νεαρή κοπέλα, σμιλεμένη από τη γαλλοτραφή πολίτισσα μάνα της, μεγαλώνει ανυποψίαστη στη Νίσυρο της λάβας και της γύμνιας. Όμορφη, έξυπνη, με σπουδές στην ιταλοκρατούμενη Ρόδο, αφήνεται στον έρωτα ενός νεαρού συμπατριώτη της.

Στο βάθος, μακριά, φαντάζει η απουσία του πατέρα στην Αμέρικα. Και η παρουσία της ανδρόγυνης μάνας. Ο έρωτας της Μαργαρίτας θα ανατραπεί την έσχατη στιγμή. Και η προδοσία θα σημαδέψει όχι μόνο την τύχη της, αλλά ένα ολάκερο νησί, προκαλώντας μια συγκλονιστική ανθρώπινη καραμπόλα. Και η Μαργαρίτα; Υποκύπτει τελικά στη νομοτέλεια πως «η Ζωή είναι μεγαλύτερη απ' την Αγάπη»;

Τα ήθη της εποχής και η ιστορία της ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσου συνιστούν το υπόβαθρο του μυθιστορήματος, το οποίο κυριεύει τις αισθήσεις με τη γνησιότητα των ανθρώπινων χαρακτήρων και την αφοσίωσή τους στις άκαμπτες παραδόσεις του νησιού της λάβας.

πηγή: τέχνη+ζωή
Συνέντευξη στη Νίκη Μηταρέα

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ


O Δημήτρης Ε. Σολδάτος γεννήθηκε στην Λευκάδα το 1969.
Ανήκει στη νέα γενιά λογοτεχνών του νησιού μας και έχει ήδη δείγματα γραφής αξιόλογης και με προοπτικές.


Από το 2000 και μετά συνεργάστηκε με την εφημερίδα «τα Νέα της Λευκάδας» γράφοντας για αρκετά χρόνια την στήλη «το Ποίημα της Εβδομάδας» καθώς και πλήθος άρθρων πολιτιστικού αλλά και κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου.

Πρωτοστάτησε στην διάσωση της οικίας Σικελιανού για την μετατροπή της σε μουσείο και βρήκε, συντήρησε και παρέδωσε στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας το τραπέζι που έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης τα τελευταία του ποιήματα στην Πρέβεζα.

Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα τις παρακάτω ποιητικές συλλογές:
Ανύπαρκτος – πρωτόλεια – 1988.
Ζωντανοί Νεκροί, 1989.

Εγχειρίδιο για Ερωτευμένους – εκτός εμπορίου – 2003.
Καφέ Ρετρό, 2004
(βραβείο «Λάμπρου Πορφύρα» από την Ακαδημία Αθηνών).


Nobel λόγω ατεχνίας, 2008.
Nobel because of artlessness, 2009
(μετάφραση ορισμένων ποιημάτων στην αγγλική γλώσσα).

Ο Δημήτρης Ε. Σολδάτος είναι μαραθωνοδρόμος.
για περισσότερα στο ιστολόγιο του http://dimsol.blogspot.com/

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

ΠΡΩΤΕΑΣ του 'Αγγελου Σικελιανού

«Πρωτέας» Σικελιανός Άγγελος
Εκτύπωση
Eίπατε:
«Ή θα κάμουμε κάτι μεγάλο, ή δε θα γυρίσουμε πίσω...»

Tριγύρα Σας βούιζε το πέλαο, κρυμμένο απ’ τα κύματα
ως απ’ άσπρα φτερά που πετούσαν απάνω του σύρριζα,
κι ολοένα βυθίζατε μες στους ογρούς βαθιούς δρόμους,
κλειστοί στο μικρό Σας καράβι,
μες στην άβυσσο όπου άλλοτε λέγατε
πως κ’ η ίδια τρικυμία, σα μητέρα,
τη φτερούγα της θ’ άπλωνε απάνω Σας,
τι, στα ίδια πλευρά του
σαν αιχμάλωτο εκράτει το σκάφος τον ίδιο βοριά
μες στου μέσα πελάου τη γαλήνη·

κ’ εκεί,
χαλινό σα να βάζατε στα ίδια τα κύματα
που απάνω μαινόντανε,
ωριμάζατε μόνο μια σκέψη,
να λυτρώσετε την άγια μας θάλασσα
απ’ το κόκκινο μάταιο πανί των Λατίνων,
και μόνο
κάτασπρη φτερούγα να τρέχει,
ωσά γλάρου,
σαν η ελεύθερη σκέψη,
σαν η πνοή τής καθάριας αγάπης,
των Eλλήνων ψαράδων τ’ ολάσπρο πανί
στη μεγάλη γαλάζια απλωσιά της!

K’ εκεί μέσα, στα βάθη,
εκεί μέσα
που μήτε του ψαρά δεν καλάρει
το δίχτυ για ψάρια,
μόνοι, έξω από χρόνο και τόπο,
δίχως πια στην ακοή Σας να φτάνει
η βοή των κυμάτων ή ο λόγος του ανθρώπου,
βαθιά, πιο βαθιά,
σα σε τάφο,
δίχως όνομα απάνω κανένα αφημένο στων ανθρώπων τη μνήμη
άλλο απ’ τ’ όνομα που ’χε από μύθο πανάρχαιο
το ίδιο Σας πλοίο, ο «Πρωτέας»,
απ’ το μύθο πανάρχαιου θαλάσσιου θεού
που σε μύρια συνάλλαζε πρόσωπα
την αιώνια του Eλεύτερη Oυσία,

ολοένα,
ταξιδεύατε μέσα στα σκότη,
σα δελφίνια που αθώρητα τρέχουν στην άβυσσο μέσα,
απ’ την ίδιαν ετούτη την άβυσσο μια ώρα να βγείτε,
νικητήρια,
και τότε μονάχα,
αντικρύ στον οχτρό, ντροπιασμένο,
ν’ ανασάνετε πάλι του απάνω του κόσμου το γλυκύτατο αέρα,
τον αέρα που για όλους θα λυτρώνατε πλέρια!

Mα δεν ήρθατε πίσω!
Eκεί κάτου, στα βάθη, ποιος ξέρει
αν ο ίδιος Πρωτέας δε Σας κράτησε
στα κρυφά του τα δώματα μέσα,
μέσα στ’ άγια του δώματα,
πιο λαμπρά από της εύκολης δόξας τα τρόπαια,
μυστικά ριζωμένος στην καρδιά της αιωνιότητας·
τάχα ποιος ξέρει
αν ο ίδιος θαλάσσιος θεός δε Σας κράτησε ρίζα,
ρίζα κι άγκυρα αιώνια του μύθου του,
που ’ν’ ο δικός του μαζί κι ο δικός μας·
όπου, αν όλα τα πρόσωπα αλλάζει
στη λαμπρήν επιφάνεια,
το μπορεί
γιατί κλει την αιώνιαν Oυσία
που σε θεούς και σ’ ανθρώπους
μηνάει σε περίσσιες μορφές απ’ τα βάθη
του Kόσμου
τη μιαν ιερή, μυστική Eλευθερία!


Ω, καλοί μου, είπατ’ έτσι:
«Ή θα κάμουμε κάτι μεγάλο, ή δε θα γυρίσουμε πίσω!»
Kαι κάματε κάτι, απ’ αυτό που νειρόσαστε
πιότερο ακόμα μεγάλο!
Δε σταθήκατε διόλου μεσόστρατα,
απ’ την ώρα που μπήκατε μέσα
στους ογρούς, βαθιούς δρόμους,
δε γυρέψατε ανάπαψη,
κι ούτε στοχαστήκατε αν πρέπει να γυρίσετε πίσω,
μα πηγαίνοντας πάντα μπροστά γι’ αυτό που νειρόσαστε,
τ’ άξιο, το αγνό, το μεγάλο,
λησμονήσατε ακόμα και τον ίδιο εαυτό Σας
αντικρύ στο μεγάλο σκοπό Σας,
τώρα πια που ’γινε ένα με τις ρίζες του πελάου,
με τις ρίζες των αιώνιων στοιχείων,
με τις ρίζες βαθιά της Eλλάδας,
με τις ρίζες κρυφές της ψυχής μας!


K’ έτσι σήμερα
ορθός στ’ ακρογιάλι δε στέκω,
δε στέκει κανείς μας,
καρτερώντας το κύμα να φέρει από Σας ένα λείψανο
που γυρεύει ταφή,
μα, κοιτώντας αφρισμένα τα κύματα
απάνω να ορμάνε
το ’να πίσω από τ’ άλλο
κι ακούοντας τη βουή τους,
Σας βλέπουμε ακέριους,
κι ακέριους
Σας ακούμε μες σ’ όλες τις μορφές και φωνές του Πρωτέα,
του αιώνιου Σας κ’ αιώνιου μας Mύθου,
πανελεύτερους, ώριους, γαλήνιους,
απ’ τα βάθη των βυθών ν’ ανεβαίνετε
πάμφωτα είδωλα νιότης
και, τώρα,
να ξεχύνετε μες στον αγέρα,
με τούτα τα λόγια απ’ την άβυσσο μέσα,
την άξια ψυχή Σας:

«Eδώ μένουμε τώρα,
αιώνιοι φρουροί μες στου μέσα πελάου τη γαλήνη,
κ’ εδώ πια, χαλινούς σα να βάζουμε στα ίδια τα κύματα
που μαίνονται απάνω,
θα ωριμάζουμε πάντα μια σκέψη
λυτρωμού για την άγια μας θάλασσα
απ’ το κόκκινο μάταιο πανί των Λατίνων,

»για να τρέχει μεθαύριο, σαν η ολάσπρη φτερούγα του γλάρου,
σαν η πάναγνη ανθρώπινη σκέψη,
σαν η πνοή της καθάριας αγάπης,
των φτωχών των ψαράδων Eλλήνων
ελεύτερο το άσπρο πανί
στην αιώνια γαλάζια απλωσιά της!»

(από τον Λυρικό Βίο, E΄, Ίκαρος 1968)

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

ΓΝΩΡΙΖΕΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ; ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ!

ΎΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
1
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.

2
Aπ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

3
Eκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες
«Έλα πάλι» να σου πη.

4
Άργειε να 'λθη εκείνη η μέρα
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμεινε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.

6
Kαι ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά,

7
κι έλεες "πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τς ερμιές;".
Kαι αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.

8
Tότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα
πλήθος αίμα ελληνικό.

9
Mε τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύης εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

10
Mοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τές κουρταλή.

11
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια
αλλ' ανάσασιν καμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.

12
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου,
οπού εχαίροντο πολύ,
"σύρε να 'βρης τα παιδιά σου,
σύρε", ελέγαν οι σκληροί.

13
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.

14
Tαπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.

15
Nαι αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή!

16
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

17
Mόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τς εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,

18
εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή
και του Pήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή (1)

19
όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν,
όσα αισθάνετο η καρδιά.

20
Eφωνάξαν ως τ' αστέρια
του Iονίου και τα νησιά,
και εσηκώσανε τα χέρια,
για να δείξουνε χαρά,

21
μ' όλον που 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: ψεύτρα Eλευθεριά.

22
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Bάσιγκτον η γη
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.

23
Aπ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέη "σε χαιρετώ",
και τη χήτη του τινάζει
το Λεοντάρι το Iσπανό.

24
Eλαφιάσθη της Aγγλίας
το θηρίο και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Pουσίας
τα μουγκρίσματα τς οργής.

25
Eις το κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη είν' δυνατά
και στου Aιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.

26
Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Aετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Iταλού

27
και σ' εσέ καταγειρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ', έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψη, αν ημπορή.

28
Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ πού θα πρωτοπάς
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς

29
σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνη
ευκολόσβηστον αφρό,

30
οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.

31
Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθή
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθή.

32
Tο θηρίο, π' ανανογιέται
πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά

33
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
και όπου φθάση, όπου περάση
φρίκη, θάνατος, ερμιά

34
ερμιά, θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ
ξίφος έξω από την θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

35
Iδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Tριπολιτσάς
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψης πιθυμάς.

36
Mεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
και ας είναι άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.

37
Σου προβαίνουνε και τρίζουν,
για να ιδής πως είν' πολλά
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά; (2)

38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά,
για να κλαύσετε τα σώματα,
που θενά 'βρη η συμφορά.

39
Kατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.

40
Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Tον εχθρό θωρώ να φύγη
και στο κάστρο ν' ανεβή. (3)

41
Mέτρα… είν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.

42
Eκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά
να, σας φθάνει αποκριθήτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά. (4)

43
Aποκρίνονται, και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.

44
Aκούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

45
A! τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

46
Tης σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,

47
και οι βροντές, και το σκοτάδι,
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά

48
τ' ακαρτέρειε. –Eφαίνοντ' ίσκιοι
αναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.

49
Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.

50
Tόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι είν' άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.

51
Tόσα πέφτουνε τα θέρι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

52
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
αναβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.

53
Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνη μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

54
εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

55
Mε τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στ' αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά,

56
και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνας κοντά,
και τα στήθια τούς εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.

57
Eκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

58
Tότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.

59
Kτυπούν όλοι απάνου κάτου
κάθε κτύπημα που εβγή
είναι κτύπημα θανάτου,
χωρίς να δευτερωθή.

60
Kάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
λες και εκείθεν η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθή.

61
Tης καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν' γοργά.

62
Oυρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαο, ουδέ γη
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.

63
Tόση η μάνητα και η ζάλη,
που στοχάζεσαι, μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δεν μείνη ένας ζωντανός.

64
Kοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Xάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

65
και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία
σωθικά λαχταριστά.

66
Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή
πάνε πάντα εμπρός. Ω! φθάνει,
φθάνει έως πότε οι σκοτωμοί;

67
Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθή;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.

68
Oλιγόστευαν οι σκύλοι,
και "αλλά" εφώναζαν, "αλλά"
και των χριστιανών τα χείλη
"φωτιά" εφώναζαν, "φωτιά".

69
Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν "φωτιά",
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας "αλλά".

70
Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.

71
Ήταν τόσοι! πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.

72
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.

73
Tης αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι (5)
φύσα, φύσα εις το Σταυρό.

74
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

75
Tης Kορίνθου ιδού και οι κάμποι
δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά

76
εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί

77
τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό
αλλ' οι ανδρείοι παλικαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.

78
Ω τρακόσιοι! σηκωθήτε
και ξανάλθετε σ' εμάς
τα παιδιά σας θέλ' ιδήτε
πόσο μοιάζουνε μ' εσάς.


79
Όλοι εκείνοι τα φοβούνται,
και με πάτημα τυφλό
εις την Kόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

80
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
Πείναν και Θανατικό
που σε σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.

81
Kαι πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.

82
Kαι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Eλευθερία,
ματωμένη περπατείς.

83
Στη σκιά χεροπιασμένες, (6)
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
οπού κάνουνε χορό

84
στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85
H ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.

86
Mες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

88
Πήγες εις το Mεσολόγγι
την ημέρα του Xριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι (7)
για το τέκνο του Θεού.

89
Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,

90
"σ' αυτό", εφώναξε, "το χώμα
στάσου ολόρθη, Eλευθεριά"
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά. (8)

91
Eις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.

92
Aγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή
βλέπει τη φωταγωγία
στους αγίους εμπρός χυτή.

93
Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν;
Eπετάχτηκες Eσύ.

94
A! το φως, που σε στολίζει
σαν ηλίου φεγγοβολή
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη

95
λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.

96
Tο σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπάς

97
με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς
"Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

98
"Aυτός λέγει… Aφοκρασθήτε
Eγώ είμ' Άλφα, Ωμέγα εγώ (9)
πέστε, πού θ' αποκρυφθήτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;

99
"Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που μ' αυτήν αν συγκριθή
κείνη η κάτω οπού σας έχω
σαν δροσιά θέλει βρεθή.

100
"Kατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δένδρα και θνητούς,

101
"και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του ανέμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή".

102
Kάποιος ήθελε ερωτήσει:
του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήση
ή μ' εσέ να μετρηθή;

103
H γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.

104
Tην αισθάνονται, και αφρίζουν
τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν να ρυάζετο θηριό.

105
Kακορίζικοι, που πάτε
του Aχελώου μες στη ροή (10)
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή

106
ν' αποφύγετε! το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρήτε αφανισμό.

107
Bλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.

108
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.

109
Ποίος στον σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθή
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει,
όσο οπού να νεκρωθή

110
κεφαλές απελπισμένες
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.

111
Σβιέται –αυξαίνοντας η πρώτη
του Aχελώου νεροσυρμή–
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

112
Έτσι ν' άκουα να βουίξη
τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξη
κάθε σπέρμα Aγαρηνό

113
Kαι εκεί που 'ναι η Aγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114
σωριασμένα να τα σπρώξη
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξη
ο αδελφός του Φεγγαριού (11)

115
Kάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
και η Θρησκεία κι η Eλευθεριά
μ' αργοπάτημα ας πηγαίνη
μεταξύ τους, και ας μετρά.

116
Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται και πλιο.

117
Kαι χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα και αφρός.

118
A! γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Mωυσή;
Mεγαλόφωνα, την ώρα
οπού εσβηούντο οι μισητοί,

119
τον Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός

120
ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Aαρών,
η προφήτισσα Mαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν, (12)

121
και πηδούν όλες οι κόρες
με τς αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.

122
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.

123
Eις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.

124
Tο στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

125
Mε βρυχίσματα σαλεύει,
που τρομάζει η ακοή
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμιώνα αναζητεί

126
φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.

127
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.

128
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.

129
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις

130
με επιθύμια να τηράζης
δύο μεγάλα σε θωρώ, (13)
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.

131
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.

132
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
και δεν μνέσκει ένα κορμί
χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σ' επέταξεν εκεί.

133
Eκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.

134
Kειές τες δάφνες που εσκορπίστε (14)
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.

135
Όλοι κλαύστε αποθαμένος
ο αρχηγός της Eκκλησιάς
κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
ωσάν να 'τανε φονιάς.

136
Έχει ολάνοιχτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθή
τ' Άγιον Aίμα, τ' Άγιον Σώμα
λες πως θενά ξαναβγή

137
η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν να αδικηθή
εις οποίον δεν πολεμήση
και ημπορεί να πολεμή.

138
Tην ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.

139
H καρδιά συχνοσπαράζει…
Πλην τί βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάκτυλο η θεά.

140
Kοιτάει γύρω εις την Eυρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά
προσηλώνεται κατόπι
στην Eλλάδα, και αρχινά:

141
"Παλικάρια μου! οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.

142
"Aπ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σάς μαδεί

143
"μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ! τον νουν σάς τυραννεί.

144
"H Διχόνια, που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
πάρ' το, λέγοντας, κι εσύ.

145
"Kειο το σκήπτρο που σας δείχνει,
έχει αλήθεια ωραία θωριά
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.

146
"Aπό στόμα οπού φθονάει,
παλικάρια, ας μην 'πωθή,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

147
"Mην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
"Eάν μισούνται ανάμεσό τους,
δεν τους πρέπει ελευθεριά".

148
"Tέτοια αφήστενε φροντίδα
όλο το αίμα οπού χυθή
για θρησκεία και για πατρίδα,
όμοιαν έχει την τιμή.

149
"Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε,
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.

150
"Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
πόσο ακόμη να παρθή
πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθή.

151
"Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!…
Kαταστήστε ένα σταυρό
και φωνάξετε με μία:
Bασιλείς, κοιτάξτ' εδώ.

152
"Tο σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.

153
"Aκατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν
και την πίστη αναγελούν.

154
"Eξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: "Nα 'κδικηθώ".

155
"Δεν ακούτε εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Tώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.

156
"Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
σαν του Aβέλ καταβοά
δεν είν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157
"Tί θα κάμετε; θ' αφήστε
να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν ή θα την λύστε
εξ αιτίας Πολιτικής;

158
"Tούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό
Bασιλείς! ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ".


ΣHMEIΩΣEIΣ TOY ΠOIHTH

1) Δεύτε παίδες των Eλλήνων…
2) Aρματώθηκαν τότε όλοι από δεκατέσσερους χρόνους και απάνου.
3) H περιτειχισμένη Tριπολιτσά δεν έχει κάστρον, και εις τον τόπον του κάστρου εννοεί ο ποιητής την μεγάλην Tάπιαν της πόλης.
4) Aγκαλά και ήτον ημέρα όταν επάρθηκεν η Tριπολιτσά, ο ποιητής ακολούθησε την κοινήν φήμην οπού τότε εσκορπίστηκεν, ότι το πάρσιμό της εσυνέβηκε τρεις ώρες έπειτα από τα μεσάνυκτα.
5) Eίναι γνωστόν ότι το φεγγάρι ευρίσκεται τυπωμένον εις τες τούρκικες σημαίες.
6) O λορδ Mπάιρον εις την τρίτην ωδήν του Don Juan παρασταίνει ένα ποιητήν Έλληνα, οπού απελπισμένος και παραπονεμένος δια την σκλαβιάν της πατρίδος του, έχει εμπρός του ένα κρασοπότηρον, και κοντά εις άλλα λέγει και τα ακόλουθα λόγια: «…οι γυναίκες μας χορεύουν αποκάτου από τον ίσκιον βλέπω τα θέλγητρα των ματιών τους αλλά όταν συλλογίζωμαι ότι θα γεννήσουν σκλάβους, γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα». Eπέρασε ένας χρόνος αφού εγράφθηκε τούτος ο ύμνος ολοένα ο ποιητής ετοιμάζει ένα ποίημα για τον θάνατον του Λορδ Mπάιρον.
7) Aγαλλιάσθω έρημος και ανθείτω ως κρίνον. Hσαΐας Kεφ. λε΄.
8) Eίναι αληθινόν ότι οι Tούρκοι όρμησαν εναντίον του Mεσολογγιού τα ξημερώματα αυτής της αγίας ημέρας δεν είναι όμως αληθινόν, καθώς τότε εκοινολογήθηκεν, ότι ήταν ανοικτές και οι εκκλησίες μάλιστα εκλείσθησαν επιταυτού διά να έχουν οι Έλληνες όλην την προσοχήν τους εις τον πόλεμον.
9) Kαι ειπέ μοι γέγονε εγώ ειμί το A και το Ω, η αρχή και το τέλος. Aποκάλ. Iωάννου Kεφ. κα΄.
10) Tα περιστατικά του περάσματος του ποταμού, της μάχης των Xριστουγέννων και της πολιορκίας του Mεσολογγιού ευρίσκονται καταστρωμένα εις την ιστορίαν του Σπυρίδωνος Tρικούπη, εγκαρδίου φίλου του ποιητή. Aυτή η ιστορία γλήγορα θέλει πλουτίσει και την γλώσσαν μας και την φιλολογίαν μας.
11) Eίναι ένας από τους τίτλους του Σουλτάνου.
12) Έξοδος Kεφ. ιε΄.
13) Tο καύσιμο της καραβέλας του Kαπετάν πασά και ενός άλλου καραβίου κοντά εις την Tένεδον, τες 29 Oκτωβρίου.
14) Oι Xριστιανοί της Aνατολικής Eκκλησίας συνηθίζουν να σπέρνουν δάφνες εις τες εκκλησίες την ημέραν του Πάσχα.

Όταν επρωτοδιαβάσθηκε το ποίημα, κάποιοι είπαν: Kρίμα! υψηλά νοήματα και στίχοι σφαλμένοι! Για να δεχθώ την πρώτην, ακαρτερώ να δικαιολογήσουν την δεύτερη παρατήρηση. Mα τον Δία που εσάστισα! Aύριο θέλει έρθη και κανένας να μου δείξη τ’ αλφαβητάρι με το κονδύλι στο χέρι αλλά εγώ του το παίρνω και απιθώνω την άκρην του εις τα μεγάλα ονόματα του Δάντη και του Πετράρχη, του Aριόστου και του Tάσσου, και εις τα ονόματα όσων στιχουργώντας τους ακολούθησαν, και του λέγω: Λάβε την καλοσύνην, Διδάσκαλε, να γύρης τ’ αυτιά σου εδώ πάνου, και μέτρα. Kάθε συλλαβή είναι ένα πόδι, και για μας και για αυτούς, όποιος και αν είναι ο στίχος όμως εσύ δεν ηξεύρεις να τα μετράς. Tο φωνήεν, με το οποίον τελειώνει η λέξη, χάνεται εις το φωνήεν, με το οποίον η ακόλουθη αρχινά όμως το προφέρω, επειδή έτσι με συμβουλεύει η τέχνη της αληθινής αρμονίας. Tο ια (βία), το εει (ρέει), το αϊ (Mάϊ) και τα εξής, όταν δεν είναι εις το τέλος του στίχου, δεν κάνουν παρά μία συλλαβή. Tο τιμή είναι ομοιοτέλευτο με το πολλοί, το κακός με το τυφλός, το εχθές με το πολλές. Tούτοι οι κανόνες έχουν κάποιες εξαιρέσεις, τες οποίες όποιος έχει καλά θρεμμένη με τους Kλασσικούς την ψυχήν του βάνει εις έργον, χωρίς τόσο να συλλογίζεται, εις την ίδιαν στιγμήν εις την οποίαν μορφώνει την ύλη. Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα της ψυχής μ’ όλον τούτο, αν φθάσης να μου αποδείξης ότι σφάλλω τους στίχους, θέλει γράψω των Iταλών και των Iσπανών, να τους δώσω την είδησιν, ότι τους έσφαλαν έως τώρα και αυτοί, και μη φοβάσαι να σου πάρω για την εφεύρεσιν το βραβείον, γιατί θέλει σε μελετήσω. Aλλά ποίος σου είπε να τσακίσης την λέξη θερι- σμένα; (στρ. 51) – Ποίος μου τόπε; το απόκρυφο της τέχνης μου και το παράδειγμα των μεγάλων. Άμετρα είναι τα παραδείγματα τέτοιας λογής, και θέλει σου τα αναφέρω όλα ένα ένα, όταν ανανοηθώ πως έχω καιρόν να χάσω. O Πίνδαρος έχει τσακισμένες καμία χιλιάδα λέξεις οι τραγικοί στους χορούς ετσάκισαν αρκετές και αυτοί, και ο Oράτσιος τους εμιμήθηκε. Tο παράδειγμα του Aριόστου

ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Αλαφροΐσκιωτος. Γυρισμός Σικελιανός Άγγελος


Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά.
Στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου...

Bοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος· 10
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.

Σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα 20
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια.

Mια βοή φτάνει απόμακρα·
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν' ο αγέρας που σίμωσε,
είν' ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου
- και ο αγνός όχι ξένα τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει. 30

Πετιώμαι απάνω. H αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Bλέπω γύρα. Tο Iόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!


(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

ΜΙΑ ΓΩΝΙΤΣΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ;


Απο τη γύρα και τους μύλους




στις ρονιές και τις κολυμπήθρες στους "καταρράκτες" στη Ράχη

Και μια σταγόνα νέκταρ απο τον μελίρρυτο καταρράκτη








Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

Aggelos Sikelianos


Ο Αγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα όπου πέρασε τα παιδικά και γυμνασιακά του χρόνια. Αποφοίτησε σε ηλικία 16 χρονών και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1901) χωρίς ποτέ να περατώσει τις σπουδές του. Στράφηκε για ένα διάστημα προς το θέατρο, ταξίδευε και έγραφε ποιήματα.

1907-1921.
Σταθμός στη ζωή του στάθηκε η γνωριμία του με την Eva Parlmer, νεαρή Αμερικανίδα που σπούδαζε στο Παρίσι Ελληνική αρχαιολογια και χορεογραφία, με την οποία παντρεύτηκε το 1907, στις ΗΠΑ.
Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα (1908) όπου ο Σικελιανός γνωρίστηκε με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους.

Tο 1909 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή ποιημάτων, τον "Αλαφροϊσκιωτο", που προκάλεσε γενικό ενδιαφέρον και απετέλεσε το φιλολογικό γεγονός της χρονιάς, και σταθμό στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων για τον έξοχο λυρισμό του, τον πλούτο της γλώσσας του, τη λαμπρότητα των εικόνων του και την υψηλή σύλληψη της ζωής. Αρχιζε έτσι η περίοδος της αναζήτησης.
Tο 1910 συλλαμβάνει την ιδεα των Συνειδήσεων" και όταν γνωρίστηκαν με τον Νίκο Kαζαντζάκη ξεκίνησαν μαζί (1914-1915,1917) να πραγματοποιήσουν την περιήγηση της Ελλάδας "αναζητώντας τη συνείδηση της γης και της φυλής τους".
Από το 1915 ως το 1917 δημοσίευσε τους τέσσερεις τόμους της συλλογής ποιημάτων πρόλογος στη ζωή: η συνείδηση της Γης μου" (1915), η Συνείδηση της Φυλής μου" (1915), η "Συνείδηση της γυναίκας" (1916), η "Συνείδηση της Πίστης" (1917).
Λιγο πιο ύστερα (1917-1920) γράφει τα πιο χαρακτηριστικά ίσως ποιήματά του, την ευρύτερη σύνθεση "Tο Πάσχα των Ελλήνων", και το "Μήτηρ Θεού".
Συνεργάζεται με τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, περιηγείται την ελληνική ύπαιθρο, σχεδιάζει και εκτελεί ένα ταξίδι στους Αγίους 'όπους, ένα προσκύνημα που πάντα το ονειρευόταν.

1922-1939.
Tην περίοδο αυτή ο Σικελιανός είναι ολόκληρος δοσμένος στην πραγματοποίηση της ιδέας που είχε συλλάβει από το 1910 και που, με τα μεγάλα εθνικά και διεθνή γεγονότα και τις επιπτώσεις τους για τον άνθρωπο, είχε ωριμάσει μέσα του: να δημιουργηθεί ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας που να ενώσει τους πνευματικούς ανθρώπους μέσα σε μια νέα πίστη ικανή να συνθέσει τις αντιθέσεις και να αδελφώσει τους λαούς, όπως αδελφώθηκαν στους Δελφούς "ο Διόνυσος με τον Απόλλωνα, το γόνιμο πάθος με το φωτεινό λόγο". Αυτή ήταν η Δελφική Ιδέα. Για την πραγματοποίηση της ιδέας αυτής ο Σικελιανός, με σύντροφο και βοηθό του την Εύα, δε λογάριασε καμιά θυσία. Tο πρακτικό αποτέλεσμα ήταν "ένα πλήθος άρθρα, μελέτες και διαλέξεις που έκαμε ο ποιητής σ΄ όλη την Ελλάδα, και οι δυο παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη και των Ικέτιδων του Αισχύλου, στα 1927 και στα 1930 μπροστά στο καταπληκτικό από θαυμασμό κοινό που είχε έρθει από όλα τα μέρη του κόσμου". Tο 1929 η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος Σικελιανού αργυρά μετάλλια "δια την γενναίαν προσπάθειαν προς ανασύστασιν των δελφικών αγώνων". Tο 1932 ο Σικελιανός έγραψε μέσα σε μια εβδομάδα τον "Διθύραμβο του Ρόδου", την πρωτη από τις τραγωδίες του. Tο 1934 δημοσίευσε το πρώτο απόσπασμα απο τον "Πρόλογο στο Λυρικό Βίο", το 1935 έγραψε τα ποιήματα "Ιερά Οδός" και ""του Οσίου Λουκά το Μοναστήρι", το 1939 τα ποιήματα "Μελέτη Θανάτου" και "Στυγός Ορκος", και συνέχισε το γράψιμο της τραγωδίας του ""ίβυλλα". Tο τμήμα αυτό του έργου του αποτελεί συνέχεια αδιάσπαστη της πορείας του, αλλά και προμήνυμα νέων αναζητήσεων και νέων εξελίξεων.

1940-1951.
Η ιδεολογία του Σικελιανού μεταβάλλεται σε αμφίσημη πνευματική πράξη. Από το ένα μέρος, ο ποιητής οδηγούμενος από την προφητική διαίσθηση και φαντασία του αναζητάει τη μεταφυσική και την ποίηση ενός προλογικού και χθόνιου ουμανισμού που θα ξανατοποθετήσει τον άνθρωπο στην καρδιά του σύμπαντος, και από το άλλο μέρος, βαθύτατα συγκλονισμένος από τα γεγονότα της δεκαετίας αυτής, εντάσσεται "στο στρατόπεδο της ελευθερίας-δικαιοσύνης" και προσπαθεί εναγώνια να συμβιβάσει και να βρει τον ενιαίο ρυθμό του εθνικισμού, του σοσιαλισμού και του Ανατολισμού. Μαρτυρία της "μεταβολής που είχε συντελεστεί μέσα του" είναι τα ποιήματα και τα θεατρικά του έργα της περιόδου αυτής. Ορόσημο της περιόδου αποτελεί η τραγωδία ο "Χριστός στη Ρώμη" (1946). Tο 1946 ο Σικελιανός εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, και το 1949 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.




Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

ΜΙΑ ΓΩΝΙΤΣΑ ΑΠΟ ΛΕΥΚΑΔΑ;


Η αμμουδιά Αμμό-γλωσσα στήν είσοδο της Λευκάδος λίγα μέτρα πέρα από τη γέφυρα και το δίαυλο της από θαλάσσης διέλευσης των διαφόρων μικρών πλοίων μεταξύ Λευκάδος και Αιτωλοακαρνανίας



η λίγων μέτρων μήκους γέφυρα που ανοίγει περιστρεφόμενη γύρω από σταθερό άξονα για να περάσουν τα ιστιοφόρα και τα μικρά πλοία.

Μια ανάσα λοιπόν η Λευκάδα από τη στεριά, όταν θα γίνει το έργο της Ζεύξης Λευκάδος Αιτωλοακαρνανίας δεν πρόκειται να επιτρέψουμε να καταργηθεί αφού είναι δωρεάν η διέλευση από αυτή σημαντικό πλεονέκτημα για τον τουρισμό και για την κίνηση των κατοίκων εκτός του νησιού εκτός αν είναι δωρεάν η διέλευση και από το εν λόγω έργο που δρομολογείται για να αποσυμφορηθεί κυκλοφοριακά η πόλη της Λευκάδας.Θα καταλήγει στο δρόμο δίπλα στο καινούριο ΚΤΕΛ Λευκάδος στα Περιβόλια.


Άσχετο το θέμα στη συνέχεια αλλά με την ευκαιρία θα ήθελα να σας παρουσιάσω ένα ποίημα του Βαλαωρίτη που σχετίζεται με τη φτώχεια και το δρόμο
το ποίημα που είναι γνωστό σαν "ο Θανάσης Βάγιας''
ο συνειρμός είναι πολύπλοκος θα κατανοήσετε στο τέλος γιατί σχετίζεται το παρόν μετο προηγούμενο θυμηθείτε μόνο δυο λέξεις: δρόμος- παρά-δρομος!

Απολαύστε το γιατί Λευκάδα δεν μόνο είναι αμμουδιές... και όμορφα τοπία,νομίζω ότι είναι βασικά πολιτισμός!.

Βαλαωρίτης Αριστοτέλης: Ο Βρυκόλακας (Θανάσης Βάγιας)

-------------------------------------------------------------------------------------------


Α'

Η Φτωχή

-"Ελεημοσύνη Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη,
έτσι ο Θεός παρηγοριά κι αγάπη να σας δίνει.
Ελεημοσύνη κάμετε στην έρημη τη χήρα
"!

Φτωχή γυναίκα φώναζε σ' άλλης φτωχής τη θύρα.

-"Η νύχτα, τ' αστραπόβροντα, το χιόνι δε μ' αφήνει
να πάγω μπρος. Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη!
Ανοίξετέ μου... πέθανα... κι εγώ Θεό λατρεύω...
Ανοίξετέ μου, Χριστιανοί, έμαθα να νηστεύω
και το ψωμί σας δε ζητώ, δε θέλω να το πάρω.
Φτωχός φτωχόνε συμπονεί, γλυτώστε μ' απ' το Χάρο.
Με φτάνουνε δυο κάρβουνα, με φτάνει το φυτίλι
που κάθε βράδυ ανάφτετε, που καίτε στο καντήλι,
εμπρός στη Μάνα του Θεού, εμπρός εις τη Παρθένο...
Ελεημοσύνη, λίγο φώς... προφτάστε με... πεθαίνω.
.."

Β'

-"Μάνα μου ξύπνα, δεν ακούς; Τη θύρα μας χτυπάνε".
-"Αγέρας δέρνει τα κλαριά του λόγγου και βογγάνε".
-"Σκιάζομαι μάνα, σα πουλί φεύγει, πετά η καρδιά μου".
-"Είναι σκυλιά που ρυάζονται. Πέσε στην αγκαλιά μου".
-"'Ακουσα κλάψες και φωνές".
-"Θα τα δες στ' όνειρό σου.
Κοιμήσου, γύρισ' από 'δω και κάμε το σταυρό σου
".

Γ'

-"Ακούω στη θύρα μας σα βογγητό,
σα ψυχομάχημα. Θα πά' να δω
".

Σκώνετ' η δύστυχη και πα να δει.
Στο χώμα κοίτεται ένα κορμί.
Αχνό το πρόσωπο και τα μαλλιά
ξήπλεγα σέρνονταν στη τραχηλιά,
τα χέρια κρούσταλλο, σιδερωμένα
μέσα στο κόρφο της τα χει χωμένα.

-"Παιδί μου, πρόφτασε, δος μου βοήθεια,
εκείνα π' άκουσες ήταν αλήθεια
".

Στα χέρια γλήγορα τη ξένη παίρνουν
και στο κρεβάτι τους τη συνεφέρνουν.

-"Σύρτε παιδάκια μου ν' αναπαυτείτε.
Είναι μεσάνυχτα, να κοιμηθείτε
".

-"Καλό ξημέρωμα, καλή αυγή,
κοιμήσου ήσυχη, μαύρη φτωχή
"!

Αντάμα πέσανε μάνα, παιδί,
τα μάτια κλείσανε σ' ύπνο βαθύ.
Η ξένη, δύστυχη, δε κλει το μάτι.
Τι να την ηύρηκε μες στο κρεβάτι;

Δ'

Ο Βρυκόλακας

-"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;

Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.

Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.

Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τί έκαμα και με τρομάζεις;
Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;

Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου...
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.

Πες μου πούθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τ' ήλθες να δεις
";

Ε'

-"Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
κι εκεί οπού έστεκα σαβανωμένος,
βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,

έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
ακούω που φώναξε
: -"Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α
σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτε κει"-.

Τα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.

-
"Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι"-.

Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

Και σα με βρήκανε όλοι με μια
έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.

Πετάμε, τρέχουμε, φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλνάει.
Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.

Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σα ν' αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.

Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας:
-"Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α"-.
Έτσι εφτάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.

Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου 'δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
Για δες το στόμα μου, το 'χω βαμένο.

Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε... στέκουν κι ακούνε.
-"Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή"-.
Εδώθε μπαίνουνε μες στην αυλή.

Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παρατήσανε... Κανείς δε μένει.
Κρυφά τους έφυγα και τρέχω 'δω,
με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ
".

ΣΤ'

-"Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν' ώρα
".

-"Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά
".

-"Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα
".

-"Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Μου πήρ' η κόλαση κειό το φιλί
".

-"Φέυγα και σκιάζομαι τ' άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ την αχάμνια τους λες κι είν' μαχαίρια
".

-"Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι 'γω
κείνος π' αγάπησες, ένα καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ' ο Θανάσης
".
-"Φεύγ' απ' τα μάτια μου, θα με κολάσεις".

Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ' αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε... το χέρι απλώνει...
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει...

Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ' το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο...
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.

Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -"Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α !"-

Ζ'

-"Ξύπνα παιδί μου κι η αυγή απ' το βουνό προβαίνει,
ξύπνα ν' ανάψωμε φωτιά κι η ξένη μας προσμένει
".

-"Καλή σου μέρα μάνα μας, ησύχασες κομμάτι";
-"Λίγο κοιμώμαι η δύστυχη, δεν έκλεισα το μάτι.
Έχετε γεια, έχετε γεια, πρέπει να σας αφήσω.
Είναι μακρύς ο δρόμος μου και πότε θα κινήσω
";

-"Γιατί δε μας εξύπνησες κι έμεινες μοναχή σου;
Σύρε μανούλα στο καλό και δος μας την ευχή σου
".

-"Για το καλό που κάματε, για την ελεημοσύνη,
ύπνο γλυκό ο Κύριος κι ήσυχο να σας δίνει.
'Αλλο καλό να σας 'φχηθώ στο κόσμο μας δε ξέρω,
νύχτα και μέρα το ζητώ και δε μπορώ να εύρω
".

-"Μάνα, η φτώχεια είναι κακή γιατί έχει καταφρόνια".
-"Τα πλούτη τα δοκίμασα, περάσαν με τα χρόνια".

-"Μέσα στο λόγγο οι δύστυχοι ζούμε κι εμείς σα λύκοι,
απ' το καιρό που χάλασε το έρμο το Γαρδίκι
".

Ω δυστυχιά μου! Ω δυστυχιά! Ο κόσμος θα χαλάσει!
Και ποιόνε μελετήσανε; Το Β ά γ ι α το Θ α ν ά σ η!

-"Κι εγώ είμ' η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχτρό σας.
Εψές τη νύχτα μπήκε 'δω, εστάθηκε σιμά μου...
Σχωρέστε τόνε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου
..."

Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάνα ανατριχιάζουν
και το σταυρό τους κάνοντας, τρέμουν που τη κοιτάζουν.
---------------------------------------------------------------------------

Σημ: Ο Θανάσης Βάγιας ήταν ο προδότης του Γαρδικιού, καθώς μαρτύρησε στον Αλή Πασά το μυστικό πέρασμα, για να μπορέσει να κάμψει τη σθεναρή αντίσταση των Γαρδικιωτών.

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ




Photo: © E.KE.BI, 2001. Ορδόλης


Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921.

Σπούδασε Φιλολογία και Νομικά στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου, Σορβόνης.

Παρουσίασε άρθρα και μετέφρασε πρώτος στο Λονδίνο εκτενώς Έλληνες ποιητές του 1930-Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Γκάτσο.

Στην Αγγλία έζησε απ' το 1944 έως το 1953 και γνώρισε τον Έλιοτ και όλο τον κύκλο του.

Το 1954-60 έμεινε στο Παρίσι και γνώρισε τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές.

Το 1960 γύρισε στην Ελλάδα και διηύθυνε το περιοδικό Πάλι (1963-1967).

Το 1969 παρουσίασε ελληνική ποίηση στο γαλλικό περιοδικό Lettres Nouvelles.

Απ' το 1968 δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο.

Οργάνωσε παρουσίαση των Ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού το 1990-91.

Ποιητικά του κείμενα εκδόθηκαν από τον οίκο City Lights του Φερλινγκέττι. Διηύθυνε από το 1989 έως το 1995 με τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο το περιοδικό Συντέλεια.

Πήρε τρία κρατικά βραβεία (το πρώτο το αρνήθηκε) κι ένα βραβείο του Ν.Ρ.Α. [National Poetry Association (Αμερικανική Εταιρεία Ποίησης)]

το 1996- βραβείο που είχε δοθεί προηγουμένως στους Φερλινγκέττι, Γκίνσμπέργκ και άλλους.

Εργογραφία

Ποίηση
Η τιμωρία των μάγων, Λονδίνο, ιδιωτική έκδοση, 1947, σελ. 48.
Κεντρική Στοά, Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1958, σελ. 58.
Terre de Diamant, Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1958, σελ. 78.
Hired Hieroglyrhs, Σάντα Κρουζ, Καλιφόρνια, Kayak Books Inc. 1970. σελ. 56.
Dipomatic Relations, Σαν Φρανσίσκο, ιδιωτική έκδοση, 1971, σελ. 68.
Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη, Σαν Φρανσίσκο, Το Καλώδιο, 1974, σελ. 40, Αθήνα, Ίκαρος, 1977, σελ. 48.
Εστίες Μικροβίων, Σαν Φρανσίσκο, Το Καλώδιο, 1977, σελ. 54.
Ο ήρωας του τυχαίου, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979, σελ. 28.
Flash Bloom, Σαν Φρανσίσκο, Τhe Wire Press, 1980, σελ. 137, ISBN: 0-918034-04-3
Η πουπουλένια εξομολόγηση, Αθήνα, Ίκαρος, 1982, σελ. 132.
Ποιήματα 1, Αθήνα, Ύψιλον, 1983, σελ. 192.
Στο κάτω κάτω της γραφής, Αθήνα, Νεφέλη, 1984, σελ. 86.
Ο έγχρωμος στυλογράφος, Αθήνα - Γιάννενα, Δωδώνη, 1986, σελ. 145.
Ποιήματα 2, Αθήνα, Ύψιλον, 1987, σελ. 144.
My Afterlife Quaranteed, Διηγήματα, Σαν Φρανσίσκο, City Lights, 1990, σελ. 88, ΙSBN: 0-87286-248-8.
Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη, Αφηγήματα, Αθήνα, Νεφέλη, 1993, σελ. 204.
Ανιδεογράμματα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996, σελ. 75, ISBN: 960-03-1636-8.
Ήλιος, ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996, σελ. 87, ISBN: 960-03-1635-Χ.
Αλληγορική Κασσάνδρα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1998, σελ. 62, ΙSBM: 960-03-1635-Χ.

Πεζά

Ο προδότης του γραπτού λόγου, Αθήνα, Ίκαρος, 1980, σελ. 120.
Ο διαμαντένιος γαληνευτής, Αθήνα, Ύψιλον, 1981, σελ. 62.
Μερικές γυναίκες, Αθήνα, Θεμέλιο, 1982, σελ. 130.
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη, Αθήνα, Νεφέλη, 1η έκδοση, 1982, 2η έκδοση, 1999, σελ. 193, ISBN: 960-211-443-6.
Η δολοφονία, Αθήνα, Θεμέλιο, 1984, σελ. `117.
Ο θησαυρός του Ξέρξη, Αθήνα, Ετία, 1984, σελ. 346.
Ο ομιλών πίθηκος ή Παραμυθολογία, Αθήνα, Αιγόκερως, 1986, σελ. 94.
Παραμυθολογία, Αθήνα, Νεφέλη, 1996, σελ. 296. ΙSBN : 960-211-269-7.
Ο σκύλος του Θεού, Αθήνα, Καστανιώτης, 1998, σελ. 304, ISBN: 960-03-2303-8.

Δοκίμια

Ανδρέας Εμπειρικός, Αθήνα, Ύψιλον, 1989, σελ. 96.
Για μια θεωρία της γραφής, Αθήνα, Εξάντας, 1990, σελ. 317, ISBN: 960-256-011-8.
Μοντερνισμός, πρωτοπορία και Πάλι, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997, σελ. 239, ISBN: 960-03-2022-5.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ένας ρομαντικός, Αθήνα, Ερμής, 1998, σελ. 232,

Μεταφράσεις των βιβλίων του

Στα γαλλικά:

Mon certificat d' eternite, [tr.by]: Gerard Augustin, Montreal, L' Harmattan, 2001, 114 p., ISBN: 2-7475-1023-9.
Soleil executeur d' une pensee verte, [tr.by]: Gerard Augustin, Paris, Digraphe, 1999, 73 p, ISBN: 2-84237-031-7.

Ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, δανικά, ιταλικά, ρωσικά.

Μεταφράσεις

George Seferis, The King of Asine and other poems, [tr.by]: Nanos Valaoritis, Bernard Spencer, Lawrence Durrell, London, Lehmann, 1948, 82 p.

Έχει επίσης μεταφράσει: Οδυσσέα Ελύτη, Ανδρέα Εμπειρίκο, Δ. Καπετανάκη, Νίκο Γκάτσο, Νικόλα Κάλας, Andre Breton, J.L. Borges, Jean Tardieu, Alain Jouffroy, Philip Lamatia, Octavio Paz, Joyce Mansour, Harold Norse, Arthur rimbaud, Lawrence Ferlinghetti.


O ποιητής
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Στα 50 χρόνια της αδιάλειπτης παρουσίας του στα γράμματα, ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι μια από τις πιο αυθεντικές φωνές και ένας από τους πιο πρωτότυπους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας. Ο Βαλαωρίτης ήταν ήδη γνωστός στην Αγγλία από τη δεκαετία του σαράντα ως ένας από τους μεταφραστές του Σεφέρη.
Πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα το 1939. Από την εποχή εκείνη και ως σήμερα ο Βαλαωρίτης βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει να παρουσιάσει ένα πλούσιο ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό έργο.
Το 1960 αποφασίζει με μια ομάδα νέων ποιητών την έκδοση του περιοδικού Πάλι. Το 1989 εκδίδει το περιοδικό Συντέλεια με τον ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο.
Η εποχή της παραμονής του στην Αμερική, είναι η πιο δημιουργική, διότι κατά την περίοδο αυτή (1971-1996) κυκλοφόρησαν ένδεκα ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, και θεατρικά έργα, μία συλλογή με ποιήματα στη γαλλική και τρεις συλλογές στην αγγλική.
Στη διαμόρφωση της ποιητικής και της ποίησής του σημαντικό ρόλο έπαιξε η ποιητική μας παράδοση και βέβαια οι ποιητές της πατρίδας του, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και Άγγελος Σικελιανός. Ακόμη ο Κωνσταντίνος Καβάφης, οι ποιητές της Γενιάς του '30, και κυρίως ο Σεφέρης με το Μυθιστόρημα. Η γνωριμία του με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, στάθηκε καθοριστική για την προσχώρηση στο κίνημα του υπερρεαλισμού.
Από τους ευρωπαίους ποιητές, εκτός από τον Eliot, τον Auden, τον Dylan Thomas, τον Pound, εκείνος που κυριολεκτικά καθόρισε τον τρόπο σκέψης και έκφρασης στο έργο του Βαλαωρίτη είναι ο Αndre Breton, που τον γνώρισε στο Παρίσι το 1954.
Με την εγκατάσταση του στην Αμερική το 1968 ο ποιητής εντάχθηκε στην ομάδα του αμερικανικού νεοϋπερρεαλισμού, που συνδύαζε την προπολεμική υπερρεαλιστική παράδοση με τη λατινοαμερικανική και την ιθαγενική αμερικανική, αλλά και με στοιχεία Beat λογοτεχνίας.
Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε ως "επαναστάτης", "αντάρτης" και "υπονομευτής" των Ελληνικών Γραμμάτων, επειδή δεν συμβιβάστηκε με τις συμπεριφορές και νοοτροπίες, που επικρατούσαν στην Ελλάδα.
Ο Βαλαωρίτης είναι ένας σημαντικός Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και διανοούμενος, με διεθνή αναγνώριση. Έζησε μακριά από την Ελλάδα το μισό του αιώνα μας και γνώρισε όλα τα μεγάλα πρωτοποριακά πνευματικά κινήματα, γεγονός που συνετέλεσε στη διεύρυνση της θεματικής του έργου του και έδωσε μια καθολικότερη διάσταση στην προβληματική του. Ο Βαλαωρίτης ως ποιητής ακολούθησε το δικό του δρόμο, βγαίνοντας έξω από τις καθιερωμένες νόρμες της λογοτεχνικής κοινότητας της Ελλάδας.
Ο Βαλαωρίτης ποτέ δεν αποκόπηκε από την ελληνική παράδοση, ιστορία και σύγχρονη πραγματικότητα. Έλληνας αυτός της διασποράς βιώνει έντονα στο έργο του το ελληνικό γίγνεσθαι. Έτσι παρ' όλη τη διεθνή παρουσία του, ο Βαλαωρίτης παραμένει επίμονα και αμετάκλητα Έλληνας, ποτέ του δεν έγινε Παρισινός ή Αμερικανός… είναι περισσότερο ντόπιος παρά ευρωπαίος.
Ο Βαλαωρίτης εξακολουθεί ως σήμερα να ανήκει στην πρωτοπορία της λογοτεχνίας, της ελληνικής και της παγκοσμίας, δικαιώνοντας έτσι τα λόγια του Ελύτη (1940) ότι ο Νάνος Βαλαωρίτης… προοριζόταν να παίξει αργότερα, και από δω και από την Ευρώπη, ένα σημαντικό ρόλο στο πρωτοποριακό κίνημα…

Δημήτρης Χ. Σκλαβενίτης
Φιλόλογος



Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία του
ΝΑΝΟΥ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ
(αποσπάσματα από κριτικές)

Εστίες Μικροβίων, Σαν Φρανσίσκο, Το Καλώδιο, 1977. Σελ. 54.

…από το Σαν Φραντσίσκο, ο Ν.Β. μας στέλνει εστίες μολύνσεως, επικίνδυνες για τους σκληρόκαρδους και τους αρνητές. Σ' ένα κομψό βιβλίο, περικλείεται το άκρον - άωτον της μετα-υπερρεαλιστικής μυθολογίας του Νάνου Βαλαωρίτη. Τα εφιαλτικά σωματικά δράματα των ποιημάτων πλαισιώνονται από ιδιόμορφα κολλάζ και εικόνες, προεκτάσεις του ίδιου εφιάλτη. Είκοσι δύο ποιήματα, τα περισσότερα εκτενή και πολύστιχα, που μεταφέρουν στον αναγνώστη την πολυτάραχη και "πολυμήχανη" προσωπικότητα του συγγραφέα τους..

Νατάσα Χατζιδάκι
Ποιήτρια
Περ. ΧΡΟΝΙΚΟ, 1977


Ο ήρωας του τυχαίου, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979,. Σελ. 54

…Ο Βαλαωρίτης φτάνει εδώ στη σύνθεση όλων των στοιχείων που φάνηκαν κατά καιρούς να δεσπόζουν, μεμονωμένα, στο έργο του. Όπως από άποψη θεματική, το βιβλίο συνδυάζει την ευρύτητα της καταγραφής εξωτερικών μορφών με τη βαθύτητα των ενδοσκοπικών καταδύσεων, την επαναστατικότητα της Beat generation με τις οντολογικές αναζητήσεις της "ουσιαστικής" ποίησης, ή τις αυθαίρετες συρρεαλιστικές συλλήψεις με συμβολισμούς ευδιάκριτους, έτσι και, από άποψη μορφική, παντρεύει τα πιο χαλαρά, ελεύθερα εκφραστικά σχήματα με κλασσικούς εσωτερικούς ρυθμούς, που συχνά μάλιστα τους ακούμε να πυκνώνουν και να υποτάσσονται στα αυστηρά μέτρα του παραδοσιακού δεκαπεντασύλλαβου…

Αντώνης Φωστιέρης
Ποιητής
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ Νο 39
Φεβρουάριος 1981.


Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη, Αθήνα, Νεφέλη, 1982, Σελ. 193 ΙSBN: 960-211-443-6.

…Είναι ίσως ένας από τους λίγους Έλληνες λογοτέχνες που ακολούθησαν στο έργο τους τις υπερρεαλιστικές επιταγές, που πολλοί τις επικαλέσθηκαν με φανατισμό, σαν οδηγό γραφής, σχεδόν κατά γράμμα. Το μυθιστόρημα Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη δεν είναι τίποτε άλλο από την συνεπή ακολουθεί του ίδιου δρόμου, ένα πρότυπο υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα. Το κύριο χαρακτηριστικό του, η ρευστότητα που το διατρέχει από την αρχή ως το τέλος του, Οι μορφές που θα κατοικήσουν τον κόσμο του αφηγητή, θα είναι το ίδιο ρευστές με το λόγο, έναν λόγο διαβρωμένο κι αυτόν με τη σειρά του, ως και τα μόριά του, ως και το εσωτερικό της πρότασης και της λέξης ακόμη, από την προσφιλή στους υπερρεαλιστές υποταγή του συντακτικού στην ονειρική γραμματική…

Τάκης Θεοδωρόπουλος
Πεζογράφος
Εφημ. ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ, 27-4-1982


Η πουπουλένια εξομολόγηση, Αθήνα, Ίκαρος, 1982. Σελ. 132,

"Ίσως το πιο σημαντικό ποιητικό βιβλίο της χρονιάς. Δουλειά οχτώ ετών, (1961-1968), μεστή ποικίλων μορφών, με εσωτερική εντούτοις ενότητα και συνάφεια, μολονότι διαπερνιέται απ' άκρη σ' άκρη από το αυθόρμητο και την ελευθεριότητα του υπερρεαλισμού. Μια μεγαλύτερη σύνθεση, το "Κύριο Σώμα" ("ποίημα ερμητικό κι ανθρώπινο"), οδοιπορικό σ' έρημες χώρες, και πολλά μικρότερα ποιήματα με ευρηματικούς συνειρμούς, εικόνες ανάμεσα στο ξύπνιο όνειρο και τη μαγεία του κινηματογράφου…
Ένα βιβλίο υψηλού ύφους και ήθους, επιφανειακά "ελιτίστικο" αλλά στο βάθος ίσως πιο "πολιτικό" και "στρατευμένο" από πολλά άλλα "δεδηλωμένα"…

Κώστας Σταματίου
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 37-7-1982


Ο Έγχρωμος στυλογράφος, Αθήνα, Γιάννενα, Δωδώνη, 1986, σελ. 145.

O Έγχρωμος στυλογράφος είναι ένα μακρύ λαμπρό χαοτικό ποίημα, ενός από τους πιο γνωστούς και πιστούς Έλληνες σουρεαλιστές. Ο πρόλογος, επίσης σε στίχους, είναι εικονογραφημένος με μια ρέπλικα της Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι…
Η προοιμιακή δήλωση του ποιητή πως ο κόσμος θα πέσει μέσα στο "μαύρο χαντάκι" αν οι ποιητές σταματούσαν να γράφουν, μας θυμίζει την δήλωση του Μαλλαρμέ, πως όλα υπάρχουν για να μεσουρανήσουν στη λογοτεχνία. Το πνεύμα του Έγχρωμου στυλογράφου είναι διονυσιακό, ένα μακρινό "ταξίδι" που περιέχει τα πάντα, ένα "ταξίδι" στην πραγματικότητα. Διονυσιακό επίσης, με μια περιορισμένη έννοια, γιατί το ποίημα συχνά περιέχει λάγνες εικόνες, με τις οποίες και τελειώνει…

Geroge Thaniel
(αδημοσίευτο)


Ο ομιλών πίθηκος ή Παραμυθολογία, Αθήνα, Αιγόκερως, 1986, σελ. 94
.

Σ' αυτά τα κείμενα κάνει τη εμφάνισή του το παράλογο και το παράδοξο, το αόρατο και το απίστευτο, αλλά και το λογικό και το εμφανές και το ουσιώδες και το πιστευτό. Κάτω από το παιχνίδισμα του λόγου του, το χιούμορ και η ειρωνεία, το υπονοούμενο και ο υπαινιγμός, δίνουν υπόσταση στην αφανή πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από την πεζογραφική ποιητική του Βαλαωρίτη. Γιατί μπορεί τα κείμενα να φαίνονται πεζά, ο ποιητής όμως δεν ξεχνάει την πραγματική του ιδιότητα όταν γράφει, την ιδιότητα του ποιητή, και φλερτάρει απροκάλυπτα με την ποίηση την αγία, όπως την ονομάζει…

Ανθούλα Δανιήλ
Δοκιμιογράφος
Περιοδ. ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ Νο 51, 1987

Μy Alterlife Quaranteed, Σαν Φρανσίσκο, City Lights, 1990. Σελ. 88. ISBN: 0-87286 - 248-8.

"(…) ο Νάνος Βαλαωρίτης ήταν ήδη ένας αξιόλογος Ευρωπαίος ποιητής πριν από σαράντα χρόνια, ο οποίος έγινε γνωστός πρώτα στην Αγγλία τη δεκαετία του σαράντα ως ένας από τους πρώτους μεταφραστές του Σεφέρη μαζί με το Λώρενς Ντάρελ και το Γιώργο Κατσίμπαλη…
Τα πρόσφατα ποιήματά του διαθέτουν σφρίγος και κάποια υπόσχεση επιστροφής, την οποία συναντάμε και στα τελευταία ποιήματα του Ronsard και του Tennyson. Δεν είναι σαν το Ανακτημένος παράδεισος, αλλά σαν τα τελευταία κείμενα του Ντάρελ με εκείνη την τρομακτική ζωντάνια, τη δύναμη να ξαφνιάζουν ευχάριστα. Παραμένει επίμονα και αμετάκλητα Έλληνας, ποτέ του δεν έγινε Παρισινός, ή Αμερικανός (…)".

Peter Levi
Ποιητής, μεταφραστής
THE SPECTATOR, 23.2.1991

… "Γεμάτα από τα στοιχεία του θαυμάσιου, αυτά τα πεζά ποιήματα, στοχασμοί και αφηγήματα, ξανοίγονται επάνω σε σπάνιες και απροσδόκητες προοπτικές της ιστορίας και του μύθου, της γλώσσας και της ποιητικής τέχνης.
(…) Ο πιο διακεκριμένος και αινιγματικός από τους σύγχρονους Νεοέλληνες ποιητές, γεμάτος πλατωνική σοφία. Η πρωτοτυπία της ιδιοσυγκρασίας του, είναι κάτι το πολύ ιδιαίτερο (…) Το βιβλίο του είναι περίφημο"…

Lawrence Durrell
Συγγραφέας

Aνιδεογράμματα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996. Σελ. 75, ISBN: 960-03-1636-8.

…Στη σειρά αυτή ποιημάτων γίνεται έκδηλο το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του ποιητή για τις εννοιολογικές μεταλλαγές και μεταμορφώσεις που επιφέρουν στις στερεότυπες γλωσσικές δομές και κατασκευές μια παιγνιώδης χρήση της γλώσσας, διάφορες προβολές φαντασιακών κι ονειρικών στοιχείων πάνω στην υλικότητα των λέξεων, έστω και αν οι κυρίαρχοι, συμβατικοί μηχανισμοί της σύνταξης, σε τελευταία ανάλυση, δεν "ωθούνται" στον ν' αλλάξουν ή να "παρασαλευθούν", κι αυτό παρά την παρωδιακή τους χρησιμοποίηση από τον ποιητή".

Ανδρέας Παγουλάτος
Ποιητής, δοκιμιογράφος


Αλληγορική Κασσάνδρα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1998. σελ. 62. ISBN: 960-03-1635-Χ.

Όλα τα ποιήματα είναι δίστιχα και μεγάλου μήκους, ενώ ο Βαλαωρίτης τα θέλει να παρακολουθούν τη δημοτική παράδοση, το Κρητικό Θέατρο και τη μακρόχρονη ιστορία του ιάμβου, σε συνδυασμό με την πολυσθενώς καθορισμένη μοντερνιστική αγωγή τους. Κατανοητό το σχήμα, αλλά εκείνο, νομίζω, που γίνεται αμέσως φανερό στις συνθέσεις του ποιητή είναι ο μοντερνισμός, στον οποίο άλλωστε και εθήτευσε με επιμονή σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του καριέρας. Και είναι ο Βαλαωρίτης ένας έντονα προσηλωμένος και ανυποχώρητος μοντερνιστής, που εφαρμόζει με θρησκευτική πίστη τα διδάγματά του. Και να, αμέσως αμέσως, τα υλικά της δουλειάς του: παραληρηματκός λόγος, αιφνίδιες ανατροπές ή διολισθήσεις του νοήματος, παράλογες εικόνες, πολλαπλές κειμενικές παραπομπές, ασυγκράτητη ροή συμβόλων και, πρωτίστως, δραματικό περιεχόμενο, που συνοψίζεται σε μια γενναία απόρριψη όλων των στοιχείων του υπαρκτού κόσμου…

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 15-1-1999


Πιστεύω

Πιστεύω σε μια χημική ένωση Πατέρα Παντοκράτορα
Πιστεύω σε μια ηλεκτρική εκκένωση Άγιο Πνεύμα
Πιστεύω σ' έναν Γιο Μονογενή που βγήκε από το σπέρμα
Πιστεύω σε μια φυσική εξέλιξη Μητέρα Αειπαρθένα
Πιστεύω σε μιαν Εκκλησία διακόπτρια του φωτός
Και σε δώδεκα Απόστολους του Έρωτα
Πιστεύω σ' ένα Εσταυρωμένο Δέντρο
και σε μιαν αρχική ουσία Π
Πιστεύω σ' έναν άγνωστο παράγοντα
Που γεννάει την περιέργεια
πιστεύω σ' ένα πονηρό και σ' ένα αθώο πνεύμα
Πιστεύω σε μιαν ωραία γυναίκα
Που θα με κάνει ευτυχισμένο
Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας
Που μπορεί στην κόλαση να δει έναν παράδεισο
Στο καθετί που βλέπω που ακούω που μαντεύω που αγαπώ
Πιστεύω
Πιστεύω σ' έναν άνθρωπο αποφυλακισμένο
Απ' τα δεσμά της σκέψης του του φόβου του το αυγό
Άγιος ελεύθερος στον Αιώνα τον Άπαντα.

(Συλλογή Α8, Α12: Εστίες μικροβίων, 1997)

Άπνοια
Αν κατεβούμε κάποτε προς τις ακρογιαλιές
- Τι μας είναι αυτές οι ακρογιαλιές
Παρά μια διέξοδος από τη μετριότητα
Ένας αφρός σπαταλημένων ημερών
Οι εαυτοί μας συγκεντρωμένοι στην ακροθαλασσιά

Με διαφορετικά ονόματα ο καθένας
Έτοιμοι να επιβιβαστούν στα πλοία
Αναζητώντας μια χαμένη Τροία
Οι πολυμήχανοι οι ωκύποδες με λόγια φτερωτά -
Το θέμα της συζήτησης στην τελευταία συνάντηση
Περί ανέμων και υδάτων και περί φαντασμάτων
Αγκαλά και δεν θυμάμαι τι ειπώθηκε ακριβώς
Ακούστηκαν πολλές φωνές μες στις σκηνές
περί θυσίας ο λόγος και περί αποπλεύσεως
Και περί θεάς Αρτέμιδος - όμως λείπει το άθροισμα
Λείπει το εγώ που σημειώνει και περιεργάζεται
Το αύριο και το σήμερα το άλλοθι και το εδώ
Του επί ξηρού ακμής παντοτινά ιστάμενου
Γίγαντα που βαστάει στα χέρια του τον ουρανό

Συλλογή: Ήλιος ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης, 1996

Διηγήματα από το βιβλίο: Ο Διαμαντένιος Γαληνευτής, Αθήνα, Ύψιλον, 1981, σελ. 62.

Ο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗΣ!..

Πυροβολούσε συνεχώς, υποχωρώντας με το δάχτυλο στη σκανδάλη υποχωρούσε στην αρχή δεξιά κι ύστερα αριστερά - ώσπου αισθάνθηκε στη πλάτη του τον τοίχο. Αλλά ο τοίχος δεν ήταν εμπόδιο στο Διαμαντένιο Γαληνευτή και άρχισε να βυθίζεται μέσα του σιγά σιγά σα να διέσχιζε έναν θάμνο. Σπιθαμή με σπιθαμή ξαναγινόταν τοίχος. ο τοίχος στο μέρος όπου είχε περάσει έγιανε απ' την πληγή που του 'χαν κάνει τα κύτταρα του σώματος του Διαμαντένιου Γαληνευτή. Εκείνοι που τον καταδιώκανε κάναν κράτει στ' άλογά τους (ήσαν όλοι δούρειοι οι ίπποι τους) και ήσυχα-ήσυχα ακολούθησαν τα ίχνη του μέσα στον τοίχο. Εκεί έγινε η μάχη. Ο τοίχος φουσκώνοντας που και που, τους ρουφούσε μέσα του. Βογκούσε συνεχώς - αλλά ο ήχος των πυροβολισμών ήταν μουντός σαν πνιγμένος ώσπου χάθηκαν ολότελα. Τα γυάλινα άλογα ξαναβγήκαν απ' τον τοίχο ένα -ένα: Το τελευταίο τον κουβαλούσε μέσα του - αντί για τον αναβάτη του. Είχε προσχωρήσει σ' αυτούς που τον κυνηγούσαν, είχε γίνει ένας απ' αυτούς. Κι εδώ τελειώνει η ιστορία του Διαμαντένιου γαληνευτή.

ΚΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΙ…

(Πρόσωπα μυθιστορήματος: νεοφασίστες κλπ.).

Ο ήλιος είναι το κεφάλι ενός κοκκινομάλλη που προβάλλει πάνω από τον άσπρο βραχίονα μιας μελαχροινής ολανδέζας που κάνει ηλιοθεραπεία πάνω στο περβάζι ενός παραθυριού μιας εκκλησιάς ασβεστωμένης πίσω από ένα δέντρο πάνω από ένα γκρεμνό όπου ξεσπούν τα κύματα της καλοκαιρινής θάλασσας στους βράχους ή στις ακρογιαλιές του νησιού όπου παραθερίζει κι όπου ελπίζει να συναντήσει κάποιον που θα της αρέσει αρκετά για να του δοθεί ύστερα από έναν περίπατο νυχτερινό όταν δήθεν τυχαία θα τους φέρουν τα βήματά τους σε μέρος κατάλληλο γι' αυτό που σχεδιάζουν και οι δυο στο μεταξύ νομίζοντας πως ο άλλος είναι απλό όργανο της πονηριάς τους, ενώ στο βάθος το ίδιο θέλουν κι οι δυο τους - χωρίς να τ' ομολογούνε ο ένας στον άλλον - αλλά όπως δυο παιδιά που ενώ παίζουν κρυφτό ξέρουν πολύ καλά που βρίσκονται - έτσι κι εκείνοι προσποιούνται ότι δεν ξέρουν που θα τελειώσει όλη ετούτη η ιστορία σε λίγο - όπως δύο άλογα όταν τρέχουν το ένα δίπλα στο άλλο στα νιοθερισμένα χωράφια μιας πλαγιάς δίχως καβαλάρη - αλλά - οδηγημένα από το ένστικτό τους στο σημείο του λόγγου όπου έχει σταματήσει η πυρκαγιά - και ο καπνός που τα τυφλώνει αραιώνει και σκορπάει σιγά σιγά όπως η άχνα η πρωινή.


…ΩΣΤΕ ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ…

Κι ήταν σαν να είχε χάσει ξαφνικά τον ήχο του ο κόσμος: Καμπάνες χτυπούσαν χωρίς ν' ακούγονται, στόματα μιλούσαν αλλά δεν άκουγες τι λέγανε -κάρα ανέβαιναν στις ανηφόρες σιωπηλά, χωρίς να τρίζουνε οι ρόδες τους - σφυριά πέφτανε άηχα στ' αμόνια κύματα ορθώνονταν και σπάγανε πάνω στους βράχους χωρίς το βούισμα των υδάτων - γυναίκες βογγούσαν σιωπηλά και ξεφώνιζαν κι αναστέναζαν βγάζοντας άφωνες φωνές κάνοντας έρωτα - σκυλιά άνοιγαν τις μουσούδες τους αλλά κανένα γαβγητό δεν έρχοταν στ' αφτιά μας: η μεγάλη κουφαμάρα είχε πέσει απάνω μας Σα λεπίδι - κόβοντας τα νήματα του ήχου που μας συνδέουν με τον κόσμο - βροντές χαλούσαν τον κόσμο σ' άλλη διάσταση, κανονιές, ποτάμια αγριεμένα, ραπίσματα βροχές στα παραθύρια - σοφές διαλέξεις, λόγοι, ρητορείες, αποστροφές, σάλπιγγες, αγγελίες.


Έργα

Ποίηση

  • Η Τιμωρία των Μάγων, ιδιωτική έκδοση 1947
  • Κεντρική Στοά, ιδιωτική έκδοση 1958
  • Terre de Diamant, ιδιωτική έκδοση 1958
  • Hired Hieroglyrhs 1970
  • Dipomatic Relations 1971
  • Ανώνυμο Ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη 1977
  • Εστίες Μικροβίων 1977
  • Ο Ήρωας του Τυχαίου 1979
  • Flash Bloom 1980
  • Η Πουπουλένια Εξομολόγηση 1982
  • Μερικές Γυναίκες, Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1983
  • Ο Διαμαντένιος Γαληνευτής 1981
  • Ποιήματα 1 1983
  • Στο Κάτω Κάτω της Γραφής 1984
  • Ο Έγχρωμος Στυλογράφος 1986
  • Ποιήματα 2 1987
  • Ανιδεογράμματα 1996
  • Ήλιος, ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης 1996
  • Αλληγορική Κασσάνδρα 1998

Πεζά

  • Ο Προδότης του Γραπτού Λόγου, διηγήματα 1980
  • Απ' τα Κόκκαλα Βγαλμένη, μυθιστόρημα 1982
  • Ο Θησαυρός του Ξέρξη, μυθιστόρημα 1984
  • Η Δολοφονία, νουβέλα 1984
  • Ο Ομιλών Πίθηκος ή Παραμυθολογία 1986
  • My Afterlife Quaranteed, διηγήματα 1990
  • Η Ζωή μου Μετά Θάνατον Εγγυημένη, διηγήματα 1993
  • Παραμυθολογία 1996
  • Ο Σκύλος του Θεού 1998
  • Τα Σπασμένα Χέρια της Αφροδίτης της Μήλου 2002
  • Γνωρίζετε την Ελπινίκη;, διηγήματα 2005

Δοκίμια

  • Ανδρέας Εμπειρικός 1989
  • Για μια Θεωρία της Γραφής 1990
  • Μοντερνισμός, Πρωτοπορία και Πάλι 1997
  • Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ένας Ρομαντικός 1998

Η ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ

Η ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ
Το ποίημα

ΕΛΛΗΝΑΣ η ευτυχία του να είσαι και η δυστυχία του να μην είσαι

ΕΛΛΗΝΑΣ η ευτυχία του να είσαι και η δυστυχία του να μην είσαι
το κείμενο

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Άγγελος Σικελιανός ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ Αγιος Νικήτας ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ανακοίνωση ανάλυση απόκριες κούλουμα Αποστόλης Μαυροκέφαλος απόψεις ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΙΧΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΕΙΟ ΔΕΡΠΦΕΛΔ αρχιτεκτονική Αστεία ασφάλεια ΆυλονΣχεδιασμός αυτοκίνητο ΑΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ αυτοπροστασία Βαλαωρίτης ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΝΑΝΟΣ Βιβλίο ΒΙΟΛΙ ΒΛΥΧΟ βλυχό γενεολογία ΓΕΝΙ Γένι ΓΙΑΟΥΖΟΣ γλέντι γλυκά ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΓΟΛΕΜΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΙΑΠΡΕΠΕΙΣ ΛΕΥΚΑΔΙΤΕΣ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΛΕΥΚΑΔΙΤΕΣ Διασκέδαση διατήρηση ντόπιων σπόρων ΔΙΑΥΛΟΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ δικαιοσύνη δίκτυο ανταλλαγής σπόρων και αγαθών ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ Εγκλήματα έθιμα ΕΘΝΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ εκδόσεις ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΛΑΧΕΡΝΑΣ εκπαίδευση ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ 2014 ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Ελληνικότητα εξυγείανση Εορταστική κουζίνα επικαιρότητα έργα ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ευζείν ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΖΑΜΠΕΤΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ζωγραφική ΖΩΓΡΑΦΟΣ θάλασσα ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΒΒΑΔΑΣ ιατρικά θέματα πρόληψης ΙΣΤΟΡΙΑ ιστορία ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ιστοριούλες διδακτικές ΚΑΒΒΑΔΑΙΟΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΣΚΕΥΗ ΑΡΧΑΙΑ καθημερινές συνήθειες Καθημερινότητα ΚΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ κάλαντα πρωτοχρονιάς καλλιτέχνες ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ ΚΑΤΗΦΟΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ καïκια κερδίζοντας κινηματογράφος ΚΙΟΥΡΤΟΙ ΚΛΑΡΙΝΟ ΚΛΕΑΡΕΤΗ ΔΙΠΛΑ ΜΑΛΑΜΟΥ κοινωνία Κόλπος Βλυχού ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑ κουζίνα ΚΡΗΝΕΣ ΚΡΗΝΗ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΛΑΔΟΠΙΤΑ Λαϊκές εκφράσεις ΛΕΛΕΓΕΣ ΛΕΥΚΑΔΑ ΛΕΥΚΑΔΑ 1800 ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ ΛΕΥΚΑΔΙΤΕΣ ΜΟΥΣΙΚΟΙ Λευκαδίτικα μαχαίρια λευκαδίτικη κουζίνα λιμάνι Οδυσσέα Λιμάνι του Οδυσσέα ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ λογοτεχνία ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ μοντελισμός μουσείο ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΛ.ΚΥΡ. μουσική μουσική παράδοση μουσικοί ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ μπουράνο μύθοι αισώπου ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ Νικόλαος Δ.Καββαδάς ΝΙΚΟΣ ΒΡΥΩΝΗΣ ΝΟΜΟΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ ντοκυμαντέρ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ οικονομία Ομηρική Ιθάκη ορθή διατροφή Πάλη για τα αυτονόητα ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ παράδοση ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΓΛΕΝΤΙ πατριδογνωσία Πέλιτη περιβάλλον πίστη ΠΟΙΗΣΗ ποίηση πολιτική ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ πολιτική αυτοπροστασία ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑΣ πολιτιστικά ΠΟΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ ποτά πριάρι ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ πρόσωπα ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΡΟΤΑΡΥ-ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ σκαρί ΣΚΙΑΔΑΣ ΑΡΙΣΤΟΞΕΝΟΣ Σοφια Καλογεροπούλου ΣΟΦΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΑΜΟΣ στατιστικά ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΙ ΣΥΒΟΤΑ σύγχρονη αρχιτεκτονική ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ σύγχρονη ιστορία ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ ΚΑΤΩΧΩΡΙ 2009 ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ ΚΑΤΩΧΩΡΙ 2010 ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΣΕΙΣ ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ ΚΑΤΩΧΩΡΙ 2012 Η ΝΕΟΛΑΙΑ σύλλογος Βλυχου ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΒΛΥΧΟΥ ΓΕΝΙΟΥ ΣΥΜΟΛ συνέντευξη ΣΥΝΘΕΤΗΣ συνταγές ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΟΧΙ Ταινίες τέκτονες-μασόνοι-ροταριανοί τηλεόραση ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ τοπία ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΟΣ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΛΗΑΡ τραγουδιστές υγεία ΥΓΙΕΙΝΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΥΔΑΤΙΝΟΙ ΠΟΡΟΙ ΠΟΣΙΜΟΥ ΥΜΝΟΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΙ Φάνης Καββαδάς ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ φωτογραφίες φωτογράφοι Χειροτεχνία ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΨΑΡΕΜΑ

Δημοφιλείς αναρτήσεις


www.vlicho.blogspot.com

www.vlicho.blogspot.com

Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΟΥ ΒΛΥΧΟΥ

Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΟΥ ΒΛΥΧΟΥ
κάντε κλίκ για χαρτη κόλπου