Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Σαράντος Καργακος

 «Ὑπάρχει ἕνα μῖσος κατὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. 

Καὶ τὸ μῖσος κατὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ -προσέχτε!- 

δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ κάποιους κακοκέφαλους 

τῆς ἐγχώριας παραγωγῆς. 

Εἶναι ἕνα μῖσος τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται 

ἀπὸ ὕποπτα συμφέροντα τοῦ ἐξωτερικοῦ. 

Διότι ἡ Ἑλληνικὴ Παιδεία, ἡ Ἑλληνικὴ Ἀγωγή, 

τὸ Ἑλληνικὸ Ἦθος, τὸ Ἑλληνικὸ Πνεῦμα 

ἀντιστρατεύεται αὐτὴν τὴν ἀνθρωποφαγικὴ 

πολιτικὴ ποὺ ἐφαρμόζεται στὴ νεώτερη ἐποχή: 

ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου! 

Τὸ Ἑλληνικὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἔβαζε πάνω 

ἀπὸ τὴ συσσώρευση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν

 αὐτὴν τὴν πνευματικὴ οὐσία και εὐαισθησία, 

τὴν καλλιτεχνικὴ εὐαισθησία, εἶναι παρεμποδιστικὸ 

τῆς ἐξαπλώσεως ἑνὸς χυδαίου ὑλισμοῦ 

ποὺ κυριαρχεῖ σὲ ὅλον τὸν πλανήτη. 

Ἀκριβῶς τὸ Ἑλληνικὸ Πνεῦμα πρέπει νὰ καταστραφεῖ, 

πρέπει νὰ ἀφανισθεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀφανισθεῖ πρέπει 

νὰ ἀφανισθοῦν καὶ οἱ Ἕλληνες, διότι ἀποτελούν

 ἐμπόδιο στὴν ἐπέκταση καὶ στὴν ἐξάπλωση τῆς ὠμῆς 

κυριαρχίας τῶν ὑλικῶν συμφερόντων -ποὺ φυσικὰ 

τὰ ὑλικὰ συμφέροντα δὲν εἶναι τὸ δικό μου, 

οὔτε τὸ δικό σας ἀλλὰ εἶναι μερικῶν μεγάλων 

καὶ τρανῶν ποὺ ἔχουν βαλθεῖ νὰ κάνουν τσιφλίκι τους

 ὅλον τὸν πλανήτη».  Σαράντος Καργᾶκος (1937-2019).


Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

25/9/1849 Νικήτας απέθανε, Νικηταράς ο Τουρκοφάγος πέρασε στην αιωνιότητα!

 Αιώνια η μνήμη του.


 25 Σεπτεμβρίου 1849

Πέθανε ο πατριδοφύλακας, 

είναι ο γενναίος των γενναίων, είναι ο Τουρκοφάγος, 

είναι ο ήρωας Νικήτας Σταματελόπουλος.


Αυτός που εξόντωσε με στρατό 600 παλληκαριών, τους 6000 Τούρκους του Κεχαγιάμπεη.


 Αυτός που έσπασε 7 σπαθιά στην υπεράνθρωπη προσπάθειά του στα Δερβενάκια.


Αυτός που μέχρι το τέλος του Αγώνα ήταν στην πρώτη γραμμή, δίπλα στον θείο του, τον Γέρο του Μωριά, αυτός ο Νικηταράς τώρα έχει τα μάτια κλειστά. 


Πρότυπο παλληκαριάς και αρετής. Άνδρας απλός, άκακος, ειλικρινής και τίμιος. Ενώ είχε τρόπους να πλουτίσει όπως και άλλοι οπλαρχηγοί, ο Νικηταράς καταφρόνησε τα λάφυρα. Απέκτησε όμως πλούτο και θησαυρό ανεξάντλητο και πολυτιμότερο, την υπόληψη και τον σεβασμό του Πανελληνίου.


Όταν πλησίαζε το τέλος, ο αθάνατος στρατηγός ζήτησε να θαφτεί δίπλα στον τάφο του θείου του, του Κολοκοτρώνη. 

Και έτσι έγινε.



Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Οι Λευκαδίτες στη μάχη των Πλαταιών

 


Στη παραπάνω λίστα σημειώνονται τα ονόματα των κατοίκων των Ελληνικών πόλεων-κρατών που συμμετείχαν στη μάχη των Πλαταιών, η σειρά δεν είναι τυχαία καθώς έτσι γράφτηκαν στον τρίποδα των Δελφών, που οι Έλληνες έφτιαξαν από τα λάφυρα.


Μπορείτε να παρατηρήσετε ότι υπήρξαν Λευκαδίτες και Λευκαδιοι .

Αν οι Λευκαδίτες ήταν από τη Λευκάδα οι Ανακτοριανοι Λευκαδιοι;

Για όσους λοιπόν δεν το ήξεραν οι Λευκαδίτες επί Κορινθίων είχαν φτιάξει αποικία στην Αιτωλοακαρνανία το σημερινό Ανακτόριο ή Βόνιτσα 

Μήπως να ξανασμιξουμε με τα αδέρφια μας του Ανακτορίου;

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

Προστασία των μελισσών

 



Ψήφισμα για την προστασία των μελισσών



https://secure.avaaz.org/campaign/el/nature_restoration_law_loc/?copy




Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

ΤΙΣ ΑΓΡΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ...


 


Τις άγριες νύχτες που κρύβει ο Γενάρης,

με μαστιγώνουν βοριάδες τρελοί,

μα η Σαλονίκη μαζι κι ο Βαρδάρης

στη Νέα Κρήνη αλλάζουν φιλί.


Τις άγριες νύχτες που σβήνουν τ' αστέρια

 και σκοτεινιάζει στην έρημη γη,

τις πλάνες ελπίδες τυλίγω στα χέρια,

 να δούμε ετούτη η ντροπή που θα βγει.


Τις άγριες νύχτες που τρέμουν τα χέρια,

και μελανιάζει  ο καιρός το κορμί,

το φεγγάρι με τ' άστρα χορεύουν στις μπόρες,

κι εγώ για εκδίκηση ζητώ αφορμή.


Μίμης Κούρτης.Απο την ποιητική συλλογή μου, 

" ΓΙ ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΧΑΣΑΝΕ ΝΩΡΙΣ ", εκδόσεις Αριστατετη.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Η φωτιά και το μπαρούτι

 Η φουτιά κι του μπαρούτ’

Της Νιτσας-Κομνηνής Κιασσου 

Όταν προυτουπαντρεύτ’κα ήμ’να δικατρίου χρουνού. Μουρό πράμα. Ακόμα μι τ’ς  κούκλις έπιζα. Ικείνους ήτανι δικαιφτά.

Μόλις είχα τιλιώσ’  του σχουλειό κι η μάνα μ’ μ’ έστ’λι σι μια καλή μουδίστρα τ’ χουριού να μάθου να ράβου. Μουνάχα όμους αυτό δεν έμαθα . Ούτι μια βιλουνιά. Γιατί η μουδίστρα φουβότανι μι τ’ς πάρου τ΄ν τέχν’ κι δε μουδ’χνι τίπουτα. Μ’ έβαζι μουνάχα να τ’ς κ’βαλώ νιρό απ’ τη βρύσ’, να σφουγγαρίζου κι να μαζεύου τ’ς κλουστές π’ κουλούσανι πάνου στα τρίχ’να στρουσίδια κι η σκούπα δεν τά πιανι. Αυτίν’ η δ’λιά δε μ’ άρισι καθόλ’ γιατί ουλ’μιρίς μπουσούλαγα...Μ’ έβαζι όμους κι έκανα κι κάτι άλλου που μ’ άρισι πουλύ. Μ’ έστιλνι στου β’νό, να πάου ζιστό φαί κι καθαρά ρούχα στουν αδιλφό τ’ς τουν Κουσταντή.

Ου Κουσταντής ήτανι άρρουστους. Χτ’κιασμένους. Κι τουν είχανι όξου απ’ του χουριό, ψ’λά , κουντά σ’ ένα δάσους για να είνι στουν καθαρό αέρα. Ικείν τ’ν ιπουχή αυτίν’ η αρρώστια θέρ’ζι κι τ’ς άρρρουστ’ δεν τ’ς κρατούσανι στα σπίτια για να μη κουλλήσ’νι κι οι υπόλοιπ’. Ήτανι κι άλλ’ στου β’νό. Κι ιγώ δε ξέρου πόσιν’.

Ου Κουσταντής ήτανι πουλύ όμουρφους. Παράξινους. Ξανθός μι γαλανά μάτια. Ιγώ πάλι ήμ’να μιλαχρινή. Πως τουνι λ’πόμ’να τουν καημένου. Ήτανι πουλύ στ’ναχουριμένους ικεί στου καλύβ’ θιουμόναχους. Ήτανι όμους πουλύ αστείους κι καλός κι μούκανι χουρατά. Στου τέλους δεν έβλιπα τ’ν ώρα να τ’ πάου φαί κι να γλιτώσου τ’ς δ’λιές π’ μι βάζανι να κάνου στου ραφτάδ’κου. Μι του κιρό τόσκαγα κι τ’ νύχτα απ’ του σπίτ’ κι πήγινα κι τουν έβρισκα. Να μην είνι μουναχός. Κι ούτι τ’ν αρρώστια φουβόμ’να, ούτι του σκουτάδ’ , ούτι τα στ’χειά, ούτι τίπουτα. Νάμ’να μαζί τ’ κι τι στου κόσμου.

Πιρνούσαμι πουλύ ουραία μι τουν Κουσταντή στου καλύβ’ , αλλά αυτό δε κράτ’σι.

Μια μέρα μπαίν’ μές στου ραφτάδ’κου ουλουδρουμιστ’κός ου αγρουφύλακας μι του τσιφτέ στουν ώμου.

Μαρή, λουλαθήκατι, λέει στ’ μουδίστρα κι τα μάτια τ’ πιτούσανι φουτιές. Βάλατι κουντά κουντά τ’ φουτιά μι του μπαρούτ’;

Η μουδίστρα γκούρλουσι κάτ’ μάτια να...Τι λες βλουημένι; τ’ κάν’.

Αυτό π’ σ’λέου, απαντάει κείνους κι του μάτι τ’ έπισι πάνου μ’ . Αυτοίν’ οι δυό τα σάσανι...Κι μ΄ έδ’ξι μι του δάχτ’λου. Τ’ς είδα μι τα μάτια μ’ π’ φλιότανι απόξου απ΄του καλύβ’...Κι καλά του κουρίτσ’ που είνι ντιπ καταντιπ μ’κρό...Αν κουλήσ ’ κι τ’ν αρρώστια;

Για να μη σας τα πουλυλουγώ κι ντραλίζιστι, απού κει κι ύστιρα γίν’κι χαμός κι ουδυρμός. Ιμένα μι σύρανι μι του ζόρ’ κι μι πήγανι στ’ μαμμή να μ’ ιξιτάσι κι αφου μι ξιβράκουσι κι μι ψαχούλιψι, καθησύχασι τ’ μάνα μ’ ... Γκαστρουμένου δεν είνι, η ζημιά όμους γίν’κι. Κ’τάξτι να δείτι τι θα τ’ς κάμιτι…

Μας παντρέψανι νύχτα παράουρα σ’ ένα ξουκκλήσ΄. Ούτι μάνα , ούτι πατέρας. Ου παππάς μουνάχα κι ου αγρουφύλακας μι τουν τσιφτέ στουν ώμου π’ φουβότανι φαίνιτι μη λακίσουμι κι δε γέν’ ου γάμους. Αυτός ήτανι κι ου γκμπάρους. …

Όταν τέλειουσι του μυστήριου ιμείς θαρρούσαμι πως θα μας αφήσ’νι να πάμι στ’ καλύβα μας να λέμι τα χουρατά μας κι να πιρνάμι ουραία. Αμ δε...Μόλις βγήκαμι απ’ τ’ν ικκλισά, ου αγρουφύλακας άρπαξι τα στιφάνια απ’ τα κιφάλια μας κι τα πέταξι σ’ ένα βατιώνα….Μ΄άρπαξι κι μένα απ’ του χέρ’...Στ’ μάνα σ’ κι κάνι τ’γανίτις, μ’ λέει...Κι ισύ, κάν’ στου Κουσταντή, απόψι φεύγ’ς μι του καράβ’ για του σανατόριου...Σκατουμύξ’δις...π’ θέλατι κι κουκό…

Του Κουσταντή έκαμα να τουνι δω πουλλά χρόνια. Στου μιταξύ ιμένα μη γύριψι ένας πουλύ καλός άθρουπους. Ζουντουχήρα ή’μνα, δεν ήμ’να ατιμασμέν’...Μι δόξα κι τιμή, μι στιφάν’ κανουνικό κι μι γάμου...Παντριφτίκαμι κι δεν του μιτάνιουσα. Είχα μιγαλώσ΄ κιόλας κι όχ’ που να του πινιφτώ είχα γίν’ πουλύ ουραία γ’ναίκα. Κι αυτός όμουρφους ήτανι, προυκουμμένους, καλός κι άγιους….κι νόμ’ζα πως ήμ΄να ιφτυχισμέν’...Μέχρι που ιμφανίστ’κι ου λιγάμινους….

Δεν ήτανι χ’τκιασμένους πιά. Είχι γίν’ καλά κι είχι πάει κι φαντάρους. Κι μια μέρα π’ τουν’ είδα απού μακριά, πιο όμουρφους μ’ φάν΄κι απού τότι….Μού πανι πως αρώταει για μένα κι πως τα νέα τα θ’κά μ’ τάμαθι... Δεν πιράσανι πουλλές μέρις κι μαθαίνου πως έκλιψι μια τσουπαναριά. Κι αφού τουν πιάσανι τ’ αδέρφια τ’ς κι τουνι κάμανι τούμπανου στου ξύλου, τουνι παντρέψανι αψά κι ουγλίγουρα κι τ’ δώσανι προίκα ένα σπίτ’ δυο κάμαρις κι κατώι, ένα βαρέλ’ τυρί κι πέντι κατσίκις…

Μακάρ’ νάνι ιφτυχισμένους σκιφτόμ’να εγώ συνέχεια, μέρα κι νύχτα κι απ΄του μυαλό μ’ δεν έβγινι. Ανιξήγητα πράματα. Αλλά κι αυτός τα ίδια πρέπ’ να σκιφτότανι, γιατί ένα βράδ’ που ου άντρας ιμ έλειπι , ακούου τακ τακ του παραθύρ’ ...Ανοίγου του τζαμλίκ’ κι βρίσκουμι μπρουστά στα μούτρα τ’...Άν’ξι γιατί θα κάμου φασαρία, μ’ λέει, κι θα μας ακούς’ του χουριό...Τι να κάμου η κακουμοίρα...Ανοίγου κι τουνι βάζου μέσα. Γιατί παντρεύτ’κις μαρή, μ’ κάν’...Δε μπόραγις να πιριμέν’ς; Τι να πιριμένου, απόρ’σα ιγώ. Μπας κι θα ξαναπαντριβόμασταν; ...Δεν προυλάβαμι να πούμι κι πουλλά κι ακούου νάρχιτι ου άντρας ιμ. ...Κρύψ’ παναθιμά σι κι θα μι κάψ’ς τ’ λέου κι τουνι χώνου κατ’ απ’ του κριβάτ’. Ίσα ίσα πρόλαβα κι μπήκι ου άλλους κι βάσταει κι ένα διάνου ζουντανό. Βάλτουνι σι μια μιριά μ’ λέει, να τουνι σφάξουμι ταχ΄νό να τουνι φάμι τα Χ’στούινα. Βάζου του διάνου μέσα στου νιρουχύτ’ κι κάνου να τ’ βάλου να φάει...’Αντι να φας κι να κ’μηθείς, τ’ λέου...Δε νυστάζου, απαντάει. Βάλι κρασί κι κάτσι να τα πούμι... Ιγώ ιπέμινα πως έπριπι να πάει να κ’μηθεί κι σαν τουν έπιρνι ου ύπνους σκιφτόμ’να να βγάλου του Κουσταντή απ’ κάτ’ απ’ του κριβάτ’, να πάει στ’ν ιφχή τ’ Θιού, να πάει κι μένα η ψ΄χή μ΄στουν τόπου τ’ς. Αυτός όμους είχι όριξ’ για λακριντί. Μα καλέ μ’, μα χρυσέ μ’...αντι να πας για ύπνου...Τίπουτα ου καλός ς’ ….Είδα λοιπόν κι απόειδα κι σ’κώνουμι σι μια στιγμή, λύνου τα πουδάρια τ’ διάν’ κι τουνι πιτάου στουν αέρα….Παναγία μ’ παναγία μ’ λύθ’κι φώναζα...Πιάστουνι κι θα λακίσ΄...Στου μιταξύ πρόλαβα κι έσβησα τ’ λάμπα...Γίν’κι ένας κακός χαμός μι του διάνου κι ώσπου να τουνι πιάσουμι, ου Κουσταντής βγήκι σαν κύριους κάτ’ απ του κριβάτ’ κι πρόλαβι κι λάκ’σι….

Τα καταφέραμι, αλλά αυτό δε ξέρου αν είνι καλό ή κακό γιατί ου λιγάμινους ήρθι πουλλές φουρές στου σπίτι μ’ απόυ ικεί κι ύστιρα. Τόσις πουλλές που δυο απού τα πέντι πιδιά που έκαμα βγήκανι ξανθά μι γαλανά μάτια….

Ου άντας ιμ δε ξέρου αν κατάλαβι τίπουτα. Πουτέ δε μού πει του παραμικρό. Μουνάχα μια φουρά που ήτανι πουλύ μιθυσμένους, τουν πήρι του παράπουνου...Σ αγαπώ πουλύ Κατ’νάκι μ’ κλαψούρ΄σι...Κι θα σ΄ αγαπούσα ακόμα πιρισσότιρου αν δεν ήξιρα πως ισύ αγαπάς του Κουσταντή πιο καλά απού μένα….


Μαραθόκαμπος Σάμου...Μια φορά κι έναν αιώνα πριν

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Εδώ είναι ο Θεός, μην τον ψάχνεις...

 



Εδώ είναι ο Θεός, μην τον ψάχνεις…

Μια χούφτα άνθρωποι έχουμε απομείνει στη γειτονιά. Οι άλλοι πήραν τον ομματιών τους και φύγανε να βρουν την τύχη τους. Ποτέ δεν κατάλαβαν ότι η τύχη τους ήταν εκεί, στο τόπο τους. Ποιος ξέρει τι ψάχνανε; Ποιος ξέρει και τι βρήκανε; Απ αυτά που μάθαμε πάντως δεν κατάφεραν τίποτα πιο σπουδαίο απ αυτό που αρνήθηκαν. 

Κι εμείς μείναμε μια χούφτα άνθρωποι. Η θειά Στέλλα με τον μπάρμπα Στάθη οι γηραιότεροι της χούφτας. Κάτι λίγες ρίζες ελιές, κάτι ο κηπάκος τους, έχουν και μια συνταξούλα, ο Θεός να την κάνει, τα κουτσοβολεύουνε. Α έχουν και κότες. Ναι, ναι. Βγαίνει κάθε πρωί η θειά Στέλλα και φωνάζει:

- Ελάτε τσούπρες μου να φάτε. Πίου πίου πίου, που είστε τρομάρα μου κι έχω να μαγειρέψω.

Τρέχουνε οι κοτούλες σεινάμενες κουνάμενες κι αρχίζουνε το πάρτυ.

- Ω να σας χαρώ, τι όρεξη που έχετε.

Για κανένα 20λεπτο πιάνει κουβέντα μαζί τους, κι αυτές εκεί στα φουστάνια της περιδρομιάζουνε. Πότε πότε ρίχνει καμιά τσιμπιά η μια στην άλλη να της φάει το φαί. Και να τα γέλια η θειά Στέλλα. 

Ο μπάρμπα Στάθης ακούει το πανηγύρι και χασκογελάει, μα κι ο ίδιος  χαιδολογάει τα ζαρζαβατικά του. Ολη μέρα εκεί στον κηπάκο τον βρίσκεις.

Το μεσημέρι επικρατεί ησυχία σ όλη τη γειτονιά. Μόλις πάει 5.30, λες κι είναι συνεννοημένοι, ανοίγουνε οι πόρτες.

- Μαρή Μαριγώ, θα φτιάξεις καφέ;

- Ελα μαρή σε περιμένω.

Πίνουν και καφεδάκι. Βεβαίως. Γιατί πρέπει να κουτσομπολέψουν. Τι να πουν δηλαδή! Πόσο να κουτσομπολέψει μια χούφτα ανθρώποι;

Η Μαριγώ είναι χήρα. Κι ασταμάτητη. Θέλει να τα πει η μαύρη. Μόνη της σ ένα σπίτι, πώς να ξεσπάσει; Κάθε μέρα κάνει μια γυροβολιά στα σπίτια της χούφτας, να μάθει τα νέα. Τι θα μαγειρέψουν, αν πέτυχε ο χαλβάς, αν είδαν την ταινία με τον Ξανθόπουλο, αν έκαναν οι κότες δίκροκο αυγό. Αυτά τα σημαντικά. Τα μαζεύει λοιπόν όλα τα νέα και τα πηγαίνει στο σπίτι της να τα επεξεργαστεί. Διότι είναι και μορφωμένη. Τέλειωσε την 3η δημοτικού. 

Λίγο παραπέρα μένει ο Παναγής. Ο γλύπτης. Έτσι τον φωνάζουνε. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις μέσα στο εργαστήριο. Το έχει γεμίσει προτομές. Του πατέρα, του παππού, του ξαδέρφου, του μπατζανάκη, όλο το σόι έχει φτιάξει. Και κάποιους ακόμη, απ αυτούς που πήραν των ομματιών τους. Είναι λίγο σκιαχτικά με τόσα κεφάλια εκεί μέσα. Η γυναίκα αρνιέται  να μπει, άμα θέλει κάτι τον φωνάζει να βγει αυτός. Η γυναίκα του είναι η Φούλα. Ολο πίτες φτιάχνει. Τυρόπιτες, κοτόπιτες, σπανακόπιτες κλπ κλπ κλπ. Και πόσο να φάνε 2 άνθρωποι! Τις μοιράζει στη γειτονιά, στη χούφτα.

Δίπλα απ τον Παναγή και την Φούλα, μένει η Τζοβάνα. Θα μου πεις τι όνομα είναι αυτό? Α έχει να το λέει ότι γεννήθηκε στην Ιταλία. Μία που γεννήθηκε μία που την έφεραν στο χωριό. Διότι η μαμά της, ιταλίδα, ερωτεύθηκε τον Μήτσο (Δημήτρη τον φωνάζανε τότε), και την πήρε μαζί του στην Ελλάδα. Είχε πάει στο Μιλάνο στα νιάτα του, για εξαγωγή λαδιού. Τζίφος βέβαια η υπόθεση με το λάδι, όμως γύρισε παντρεμένος. Στην αρχή ήταν καλά, διαφορετική ζωή, κόσμος, φύση. Ζορίστηκε με τον καιρό όμως η Γκλόρια, η μαμά. Έλα όμως που είχε το παιδί! Να το αφήσει και να φύγει ούτε που το συζητούσε. Να ξεκουνήσει ο Μήτσος ούτε συζήτηση. Κι έτσι η καλή σου όχι τα σύνορα της χώρας δε ξαναπέρασε αλλά ούτε τα σύνορα του νομού. Εκεί άφησε τα κοκαλάκια της. Δίπλα απ τον άντρα της, ο θεός να τον συγχωρέσει κι αυτόν. Η Τζοβάνα όμως δηλώνει ιταλίδα. Πετάει και κανένα τσάο πότε πότε και νιώθει πολύ περήφανη. Χήρα είναι κι αυτή. Ο άντρας της ήταν αδερφός του Παναγή, του γλύπτη ντε. Τα πάνε πολύ καλά με την Φούλα. Ούτε αδερφές να ήταν. Μια φορά μονάχα μούτρωσε η Τζοβάνα γιατί η άλλη έφτιαξε εκείνη την μπομπότα με τα μυρωδικά και δεν της φύλαξε ένα κομμάτι. Έμαθε βλέπεις ότι πήγε όλο το ταψί στη παπαδιά, που περίμενε ξένους. Και πως το κανε κρυφά και τέτοια. Την συγχώρεσε 3 μέρες αργότερα, γιατί η Φούλα για να την ηρεμήσει της έφτιαξε ένα ταψί κρεατόπιτα κι ένα μπομπότα. Έβαλε και λίγο πράσο μέσα. ‘Έτσι τα ξέχασε όλα η Τζοβάνα.

Στην άκρη της χούφτας είναι το σπίτι του παπά Γιώργη. Πριν λίγους μήνες έχασε την παπαδιά του. Τον παρακαλάνε τα παιδιά να πάει στη πόλη μαζί τους, ούτε να τους ακούσει. Μπορεί ένας άνθρωπος σε μεγάλη ηλικία να χάσει τη βολή του; Μπα δε γίνονται αυτά. Κάθε Κυριακή πρωί, παίρνει το μπαστουνάκι του και περπατάει γύρω στα 2 χιλιόμετρα μέχρι το διπλανό χωριό να κάμει λειτουργία με τον άλλο παπά. Τις περισσότερες φορές τον ακολουθεί κι η χούφτα. Μπρός αυτός, πίσω αυτοί. Η Μαριγώ, η ασταμάτητη, ξεχνιέται και αρχίζει το κουτσομπολιό. 

- Σώπα χριστιανή και πάμε να μεταλάβουμε.

- Σχώρα με παπά μου ξεχάστηκα.

Μα έλα που δε κρατιέται πολύ και ξαναρχίζει. Κρατάς αμίλητη τη Μαριγώ; Μα σαν κάνει και χτυπήσει 3 φορές κάτω το μπαστούνι ο παπάς, τρέμει. Κι ακούς τα χάχανα απ τους υπόλοιπους.

Είμαι κι εγώ μέσα στη χούφτα. Δε θυμάμαι πως βρέθηκα εκεί. Κάποτε έψαχνα για τον Θεό. Και γνώρισα τη Στέλλα, το Στάθη, τη Μαριγώ, τη Φούλα, τον Παντελή, τη Τζοβάνα και τον παπά Γιώργη. Αγνές ψυχές σε μια γειτονιά αποκομμένη απ τον κόσμο. Κι όταν με ρώτησαν γιατί γυρνάω σαν το αγρίμι, τους είπα ότι ψάχνω το Θεό.

- Εδώ είναι ο Θεός, μην τον ψάχνεις, μου απάντησαν όλοι.

Και μου δειξαν το μέρος της καρδιάς. 


Κείμενο: Ζωής Χαλκιοπούλου.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Περι Δουλείας




Ο θεσμός της Δουλείας στην Ελλαδα δεν ηταν αυτος που μας έμαθαν. Τους δούλους ουτε τους μαστιγώνανε ουτε τους άφηναν χωρις τροφή.
Οι δούλοι δούλευαν και αμείβονταν αναλόγως. Πολλες φορες με τα χρηματα που συγκέντρωναν μπορούσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους.
Είχαν νομικά δικαιώματα και υποχρεωσεις και ο ρόλος τους ήταν συγκεκριμένος οπως μας ενημερωνει ο Αριστοτελης στο έργο του "Αθηναίων Πολιτεία".
Αν καποιος Δούλος ηταν άξιος για Δούλος, ο κύριος του τον απελευθέρωνε (Θεσμός Απελεύθερων) σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσειες που προσέφερε.

Αυτό συνήθως γινόταν με τον θάνατο του αφεντικού, ο οποίος είχε φροντίσει από πριν, είτε να συμπεριλάβει ως όρο στη διαθήκη του την απελευθέρωση του δούλου είτε να την ορίσει με κάποια άλλη συμβολαιογραφική πράξη.

Για μια τέτοια περίπτωση απελευθέρωσης δούλων (η οποία στην ουσία αποτελεί συνδυασμό και των δύο, δηλαδή εξαγορά της ελευθερίας των δούλων και των οικογενειών τους με τον όρο ότι αυτό θα γίνει όταν πεθάνει το αφεντικό) μας μιλά η παρακάτω επιγραφή που βρέθηκε στη Βέροια και χρονολογείται γύρω στο 239 με 229 π.Χ.

Απόδοση :

Καλή τύχη.
Κατά το 27ο έτος της βασιλείας του Δημητρίου και τον μήνα Περίτιο, ενώ ήταν ιερέας ο Απολλωνίδης, γιος του Γλαυκία, ο Κόσμος, ο Μαρσύας και ο Όρτυξ, κατέβαλαν στον Αττίνα, γιο του Αλκέτα, για την απελευθέρωση των ιδίων, των γυναικών τους .......κόρης του Αρνίου,....Γλάυκης,.....Χλιδάνης και των παιδιών τους, τόσο αυτών που έχουν τώρα όσο και αυτών που θα αποκτήσουν στο μέλλον καθώς και όλων των υπαρχόντων τους, το ποσό των πενήντα χρυσών νομισμάτων κατ' άτομο Και η Ασπαζάτις κατέβαλε εικοσιπέντε χρυσά νομίσματα για τον εαυτό της και την περιουσία της. Πρέπει να παραμείνουν με τον Αττίνα για όσο αυτός ζει και να κάνουν ότι αυτός τους προστάζει. Αφού όμως πεθάνει ο Αττίνας, τους επιτρέπεται να φύγουν για όπου θέλουν. Δεν επιτρέπεται ούτε στον Αττίνα, ούτε στη γυναίκα του, ούτε στους εγγονούς του Αττίνα, ούτε στον Λαρέτα (γιος του Αττίνα;), να τους αγγίξουν, ούτε τις γυναίκες τους, ούτε τα παιδιά τους, ούτε την Ασπαζάτιδα, ούτε να τους υποδουλώσουν, ούτε να τους πάρουν τα υπάρχοντά τους, ούτε επιτρέπεται σε
οποιονδήποτε άλλο να τους διεκδικήσει νομικά με οποιαδήποτε πρόφαση. Αν αυτοί οι όροι παραβιαστούν, θα είναι ελεύθεροι κι αυτός που θα επιχειρήσει να τους υποδουλώσει θα τους πληρώσει αποζημίωση εκατό χρυσά νομίσματα κατ' άτομο και άλλα εκατό χρυσά νομίσματα πρόστιμο στον βασιλιά, κι αν τους πάρει κάτι απ' τα υπάρχοντά τους θα πληρώσει τη διπλή αξία για οτιδήποτε πάρει. Αν δεν παραμείνουν με τον Αττίνα και δεν κάνουν όσα τους προστάζει αυτός όσο ζει, και οι ίδιοι και οι γυναίκες και τα παιδιά τους, ακυρώνεται η απελευθέρωσή αυτών που δε θα συμμορφωθούν. Θεωρούν ως προστάτες τους τον βασιλιά και τη βασίλισσα, τον Μαχάτα, γιο του Θεογένη και τα παιδιά του..... τον Άρχιππο, τον Βακχύλο, τον Δαμόγνητο και τον Ιασόνικο. Μάρτυρες είναι ο Αισχυλίνος, γιος του Αριστοκλείδη, ο Γαιτέας, γιος του Χαιρεκράτη, ο Μαχάτας, γιος του Φιλίππου, ο Αλκέτας....ο Παυσανίας, γιος του Ασάνδρου.

https://epigraphy.packhum.org/text/149520

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Χειμωνιάτικος ήλιος

Λευκάδα Κάστρο 

Λευκάδα Αμμογλωσσα



 Φωτογραφίες: Κώστα Κατωπόδη 


Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023

Ο μπάρμπα Γιάννης ο καυλομεσημερης

 Ου ιπιβήτουρας...

Της Νιτσας- Κομνηνής Κιασσου  από τις "Ντοπιολαλιες"

Ου Μπαρμπα Γιάνν'ς ου Καυλουμισ'μέρ'ς, ήτανι ακτήμουνας. Δεν είχι ούτι κιραμίδ' να βάλ' του κιφάλ' τ', ούτι μια γαϊδουρουκ'λήστρα γης, να σπείρ', να θιρίσ'...να ζήσ' τέλους πάντουν ου φτουχός.. Οι γουνιοί τ' δεν τ' αφήκανι απουλύτους τίπουτα. Μουνάχα ένα γάιδαρου. Μα τι γάιδαρου...

Του όνουμά τ' βέβια δεν ήτανι αυτό. Νικολάου, έλιγι η ταυτότητα τ'...Μι του κιρό όμους ου μπαρμπα Γιάνν'ς, ούτι που του θ' μότανι πια. Κι αν δεν τουν έλιγις μι του γκώμ' κανένας δεν τουν ήξιρι.

Σ αυτό του χουριό έτσι είνι τα πράματα. Ουχτακόσα μάτια είνι καρφουμένα απάν' σ'. Δεν τουλμάς να παραστρατήσ'ς,  τσουπ θα στου καθίσ'νι τ΄όνουμα κι θα του κληρουνουμήσ'νι ακόμα κι τα δισέγγουνά σ'. Αν είσι απ΄ τ'ς τυχιροί μπουρεί να σι πούνι Παναϊτσα, Γιρουντουχρίστιανου, Σαλίγκαρου, Καλαπουδά, Καρανικουλάκ'...Άμα είσι απ' τ'ς άτυχ' όμους τ΄ν έβαψις...Κι αν είνι κι ου ν'νός φαρμακιρός, Κουρουμιμέντα θα σι πει, Μπιλαμσκίδ', Κουτσ'λιά, Στραβουγιάνν', Τσιρλουλικανίδα κι άλλα που θα ξ'μιρουθούμι άμα τα πω...

 Ου μπαρμπα Γιάνν'ς ου καημένους τ' όνουμά τ' τόχασι απ' του γάιδαρου. Τέτοιου βαρβάτου ζουντανό δεν ξαναγίν'κι. Γαϊδάρα για γαϊδάρα δεν άφ'νι. Διαρκώς ανιτσουτσουρουμένους ήτανι. Μέρα κι νύχτα στου φτιρό, ακόμα κι του καταμισήμιρου. Θα μ' πείτι τι έφτιγι ου ιδιουκτήτ'ς;... Ρουτήστι του χουριό π' ξέρ' κι βγάζ' ουνόματα...

Για να πούμι όμους κι τ' στραβού του δίκιου ου μπαρμπα Γιάνν'ς δεν ήτανι ιντιλώς αθώους...

'Οπους είπαμι ήτανι ακτήμουνας. όμους δεν ήτανι κι ου μουναδικός π' δεν είχι στουν ήλιου μοίρα. Αυτός τουλάχιστουν βρήκι κι ένα γάιδαρου....Τ' μπαρμπα Γιάνν' 'ομους ιπιπλέουν δεν τ' 'αρισι κι η δ'λειά. Προυτιμούσι' να γυρνουβουλάει στ'ς ακρουγιαλιές κι στα β'να, να ψαρουλουάει κι να βουσκάει, παρά να πάει στου μιρουκάματου...Πως ζούσι; θα μ' πείτι. Ας είνι καλά ου γάιδαρους, απαντάου. Διότι ου Μπαρμπα Γιάνν'ς ήτανι πανέξυπνους. Όταν ανακάλυψι του ταλέντου τ' , μόλις μύρ'ζι άνοιξ', τουν έκανι καβάλα κι γύρ'ζι τα χουριά... Ιδώ ου καλός ιπιβήτουρας. Μι δέκα δραχμές γκαστρώνουμι τ' γαϊδάρα σας. Του απουτέλισμα αλάνθαστου....Κι πράγματι. Του καημένου του ζουντανό πουτέ δε ξαστόχ΄σι. Κι έσπιρνι αβέρτα γαϊδουράκια κι μάζιβι δραχμίτσις τ' αφιντικό τ' χουρίς κόπου, ούλ' ήτανι ιφχαριστιμέν' κι ου γαμπρός παρακαλιτός. Μι του κιρό έπριπι να κλείσ'ς ραντιβού για τ'ν ιπίσκιψ'...Έτσ' έγινι κι τότι π' καλέσανι του μπαρμπα Γιάνν' σ' ένα χουριό στ' κουρφή του β'νού, μια μέρα δρόμου. Ιπειδή η ζήτησ' ήτανι μιγάλ' , απουφάσ'σι να πάει λίγου πιο νουρίς απ' του κανουνικό για να τσ' προυλάβ' ούλ' . Τα κρύα όμους βαστούσανι ακόμα κι άνοιξ' ούτι να μυρίσ' . Φτάσανι λοιπόν νύχτα στου χουριό κι έκανι κρύου ψόφου. Αυτός που είχι τ' νύφ' πήγι να τ'ς προϋπαντήσ' στου καφινείου. Κέρασι σούμα του μπάρμα Γιάνν' κι πήρι του γάιδαρου κι τουνι πήγι στ' νυφική παστάδα. Ου ίδιους έκανι μάτ΄απ' του φιγγίτ' να ιδεί τάχατις πως θα τα καταφέρ' του ζεύγους....Πιρίμινι...πιρίμινι...πιρίμινι, τίπουτα. Ου γαμπρός μύρ'ζει μουνάχα τ' νύφ' κι άλλου κανένα. Νευρίασι ου χουριάτ'ς. Κι όσου σκιφτότανι πως τ'ς σούμις τ' μπαρμπα Γιάνν' στου καφινείου τ'ς πλήρουνι ου ίδιους, κόντιψι να του ρθ' νταμπλάς. Αφήν' του μπανιστίρ' κι μια κι δυό πάει στου καφινέ....Αυτός είνι ου βαρβάτους γάιδαρους ου πιριβόητους; Τίπουτα δε κάν'...Κι θελ΄ς κι δέκα δραχμές; Δέκα γκαβαλίνις θα σ' δώσου...Ου μπαρμπα Γιάνν'ς δεν ταράχτ'κι καθόλ' . ...Ου γάιδαρός ιμ' είνι ιγγυημένους, είπι μουναχά. Τιλείουσι τ'΄σούμα μι του πάσου τ' , καλ'νύχτισι του κόσμου κι σ'κώθ'κι απάν'. ...Άντι πάμι να δούμι τι κάν'νι οι νιόνυμφ'....Πήγανι πραγματικά στου ντάμ' κι ήτανι ούλα όπους τά λιγι ου χουριάτ'ς. Λες κι τουνι βασκάνανι του γαμπρό κι δεν έδ'χνι κανένα ινδιαφέρουν. Φουνές κακό τ' αφιντ'κά τ'ς νύφ'ς... Απατιώνα μας κουρουιδεύ'ς, ριζίλ' θα σι κάμουμι....Μαζεύτ'κι ούλου του χουριό. Ου μπαρμπα Γιάνν'ς ιξακουλουθούσι να είνι ατάραχους....Πάνι να μ' φέρ΄ς κυρά μ' ένα κ'βά ζιστό νιρό, λέει στη γ'ναίκα τ' χουριάτ'...κι βγήτι ούλ' όξου....Φέρν' η γ΄ναικα του κ'βα μι του  ζιστό νιρό, κλείν' τ΄πόρτα ου μπάρμπα Γιάνν'ς κι σι λίγου ου ιπιβήτουρας είχι γίν' άλτρου καμαράτου...Άμα τουν αφήνανι ούλου του χουριό θα πήδαει κείνου του βράδ'....

Πέρασι λοιπόν η άνοιξ', ήρθι του καλουκαίρ' κι άμα δρόσ΄σι του φθινόπουρου, ου μπαρμπα Γιάνν'ς, όπους του συνήθ'ζι, έπιρνι βόλτα τα χουριά να δει τ απουτιλέσματα κι τ'ς απουγόν' τ' γαϊδάρ' τ'. Η πιλατεία ήτανι πράμα ιιρό κι άμα δε τ'νι βάσταει θα πέθινι τ'ς πείνας αφού άλλ' δ΄λειά δεν ήξιρι να κάν'. 

Για να μη τα πουλυλουγούμι, έφτασι κι στου χουριό π' γίν΄κι ου σαματάς ου μιγάλους. Χαρά κι κακό στου καφινείου κι τι ουραίου γαϊδουράκ' μας κάματι κι να τουνι ξαναφέρ'ς του γάιδαρου τ'ν άνοιξ'...Ου γνουστός χουριάτ'ς δεν ήξιρι που να τουνι βάλ'. Πιάσανι τ'ς σούμις κι τα κρασά κι αφού ήρθανι στου κέφ' , σι μια στιγμή τουνι παίρν΄παράμιρα κι σιγά σιγά τουν αρουτάει....Πες ιμ' μπαρμπα Γιάνν' κι θα σκάσου, γιατί η γ'ναίκα μ' δε του μουλουάει. Τι τού κανις τ' γαϊδάρ' κι πήρι μπρός κι γκάστρουσι τ' γαϊδουρίτσα μ'; ...Σιγά του πράμα , απαντάει κείνους.Του βαλα τα 'χαμνά τ' μέσα στου κ'βά μι του ζιστό νιρό...Κι αυτό ήτανι...

Σαράντα χρώματα άλλαξι τότις ου χουριάτ'ς. Ιιιιιιιι παλιάθρουπι, έβαλι τ'ς φουνές, ώστι γι' αυτό μ' τα μάδ'σι κι τα θ'κά μ' η γριά απ' του ζιμάτ'σμα κάθι βράδ' ;


Κανένας δε ξέρ' τι απουγίν'κι απού κει κι ύστιρα. Ου μπαρμπα Γιάνν'ς σ' ικείνου του χουριό δεν ξαναπήγι..Έχ'νι να λένει όμους πως ικεί ούλις οι γ΄ναίκις τουν αγαπούσανι. Οι άντρις όμους όχ' κι τόσου....

 Φωτο Κέρας της Αμάλθειας.( ROBERT MC CABE)

Μαραθόκαμπος Σάμου

Δημογραφικό


 

Λευκαδιτικα Πορσανικα μαχαίρια




 

Αμπων' κάρο

 



Τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου παιδί μου;

-Αμπων' κάρο κύριε


Βίος και πολιτεία Γλυξμπουργκ

 



Μια ενδιαφέρουσα άποψη για το βίο και την πολιτεία του Γλυξμπουργκ.

«Πέθανε ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ και δεν ξέρω για ποιον να πρωτογραψω

...............................................

για τον παππού του, τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α', που είναι το μεγαλύτερο κάθαρμα ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας;

...............................................

για τον θείο του τον επίορκο βασιλιά Γεώργιο Β,' και τα παιχνίδια του με τους Εγγλέζους, 

τον Μεταξά 

και μετα τους Αμερικανούς για να κρατήσουν την Ελλάδα υποδουλωμένο προτεκτοράτο;

...............................................

για τον πατέρα του βασιλιά Παύλο που ήταν ένας άβουλος, θρησκόληπτος, μ@λάκας;

...............................................

για τη μάνα του τη ναζίστρια Φρειδερίκη 

ή Φρειδεφρίκη 

ή φρίκη σκέτο,

που ήταν μια εγκληματική προσωπικότητα και απόλυτα καταστροφική για τον τόπο;

...............................................

ή

για τον ίδιο;

...............................................

απο τότε που κατάλαβε τον εαυτό του ο Κωνσταντίνος το μόνο που έμαθε να κάνει ήταν να το παίζει γκόμενος

και

να κυκλοφορεί στην Αθήνα ως superstar.

............................................... 

έκανε σχέση με ηθοποιό,

έκανε παρέα με τους μεγαλύτερους Σταρ της εποχής,

είχε τα ακριβότερα αυτοκίνητα

και γενικά φερόταν ως κακομαθημένο πλουσιόπαιδο στην αυλή της μαμάς του που έπαιζε με τους υπηρέτες....

...............................................

μόνο που το ρόλο της αυλής της μαμάς, τον έπαιζε η χώρα

και

το ρόλο των υπηρετών τον έπαιζαν οι κάτοικοι της χώρας

............................................... 

αργότερα,

ο Κωνσταντίνος, διάδοχος ακόμα, είχε κατακτήσει τον τίτλο του Ολυμπιονίκη ιστιοπλόου στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρώμης το 1960


(ειχε για πλήρωμα τους δυο καλύτερους της εποχής  Γ. Ζαϊμη και Οδ. Εσκιτζόγλου)

...............................................

στα 1964, όταν παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα της Δανίας, 

η Ελλάδα μετατράπηκε σε ημιάγρια φυλή πιθηκάνθρωπων

...............................................

για να τονώσουν την αγάπη του λαού προς το βασιλικό ζευγάρι

χάρισαν ολα τα πρόστιμα μέχρι 2.000 δρχ.


αποφυλάκισαν κοντά σε χίλιους κρατούμενους στις φυλακές

με αναστολή

και

την ίδια ώρα οι δεξιές εφημερίδες έγραφαν για τη μεγαλοψυχία του άνακτα


Ούτε στη Ζιμπάμπουε...

(Προσβάλω και τη συμπαθή χώρα)

...............................................

ο νεαρός λοιπόν μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε βασιλιάς 

με την ευθύνη, 

να είναι ο συνταγματικός τηρητής του πολιτεύματος

...............................................

Αυτός όμως σε εκείνο το μάθημα έλειπε μάλλον 

και νόμιζε οτι ήταν φυλαρχος ελέω Θεού σε καμιά φυλή βοοειδών της υποσαχάριας Αφρικής

...............................................

ετσι,

Πρώτα συμμετείχε στο σχέδιο ανατροπής της νόμιμης κυβέρνησης,

μετα, 

δεν κήρυξε εκλογές (ως όφειλε)  αλλά πίεσε να βγει κυβέρνηση απ τους αποστάτες.


στη συνέχεια,

σχεδίασε βασιλικό πραξικόπημα με στρατηγούς της αρεσκείας του (αλλά τους πρόλαβαν οι συνταγματάρχες).


μετα, 

συνεργάστηκε με τη χούντα,

μετα, 

οταν κατάλαβε οτι ο θρόνος του κινδυνεύει έκανε μια γελοιότητα δήθεν να πέσει η χούντα αλλά τελικά έφυγε ο ίδιος απ την Ελλάδα.

............................................... 

αργότερα απ το εξωτερικό έστελνε υποστηρικτικά τηλεγραφήματα στη χούντα των Αθηνών

...............................................

βλέπεις,

η χούντα συνέχισε να του στέλνει την βασιλική επιχορήγηση

και αυτός

συνέχισε να την δέχεται

............................................... 

όταν χάθηκε η Κύπρος και έπεσε η χούντα ήθελε να επιστρέψει στο θρόνο λες και δεν είχε συμβεί τίποτα

...............................................

ο λαός με το δημοψήφισμα του 1974, τον έστειλε στο δι@λο

αλλα αυτός δεν το εβαλε κάτω

...............................................

για αρχή έψαχνε ολο αφορμές να έρχεται 

και μετα νομικούς τρόπους να πάρει την περιουσία του

...............................................

ποια περιουσία του;


κατι χαραμοφάηδες Δανοί ηταν οι πρόγονοι του, που ήρθαν με άδειες τσέπες και ο πεινασμένος μας λαός, 

απ το αίμα του,

τους τάιζε, 

τους έντυνε, 

τους ζούσε πλουσιοπάροχα 

και αυτοι σε αντάλλαγμα τον καταπίεζαν ολο και πιο πολύ

...............................................

ολα τα κτήματα, 

ολα τα παλάτια, 

ολες οι γαίες, 

ολη η κινητή και ακίνητη περιουσία του παλατιού, 

εχει πληρωθεί και φτιαχτεί ΜΟΝΟ απο Έλληνες

και δεν έχουν δικαίωμα τα λαμόγια αυτά ουτε σε μια καρφίτσα

...............................................

κι όμως, στα 1992, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, έφερε νόμο που αναγνώριζε ότι υπήρχε βασιλική περιουσία...


(ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ:Τότε με συνδιαλλαγή Μητσοτακη-Γλύξμπουργκ έφυγαν βράδυ πολλά κοντέινερ με πανάκριβους θησαυρούς από το Τατόι φωτο 3)

...............................................

στα 1994 ο Ανδρέας Παπανδρέου τον ακύρωσε, 

ομως ο Γλύξμπουργκ κατέφυγε στα ευρωπαϊκά δικαστήρια και πήρε τελικά αποζημίωση 13,7 εκατομμύρια ευρώ από τα χρήματα του ελληνικού λαού.

...............................................

και τωρα μπορείς να στενοχωρηθείς ελευθέρα για το θάνατο του Γλύξμπουργκ 

...............................................

ΥΓ. ο Κωνσταντίνος που ορκίστηκε να είναι πιστός τηρητής και φύλακας του συντάγματος της χώρας, παραβίασε τον όρκο του δυο φορές. 


Την πρώτη με το ιουλιανό πραξικόπημα του 1965, (αποστασία)

και τη δεύτερη με την «επανάσταση» των συνταγματαρχών της 21 Απριλίου 1967(φωτο 1-2)

............................................... 

ΥΓ2. δεν έχει κανέναν τίτλο, ούτε καν τον τίτλο του τέως βασιλιά των Ελλήνων

μιας και είχε καθαιρεθεί πριν αλλάξει το πολίτευμα της χώρας.

............................................... 

ΥΓ3. μετά τα τόσα δεινά που έχει προκαλέσει ο ίδιος και η δυναστεία του στην ιστορία της χώρας,

κατά τη γνώμη μου,

θεωρώ,

ότι δε θα πρέπει ούτε καν να του επιτρέψουν να θαφτεί στην ελληνική γη»


από Ianis Iannis Golias


Ερημωμένη γειτονιά

ΕΡΗΜΩΜΕΝΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Στη γειτονιά διαβάτη που περνάς και τα χαλάσματα κοιτάς μ' αδιαφορία, είναι για 'κείνη ανάξια τιμωρία τόσο βαριά που πρέπει να πονάς. 

 Η ερημιά που απλώνεται παντού κρύβει σημάδια τόσα κι άλλα στη ψυχή της. Σου το προδίνει η άδοξη μορφή της, που 'χει αβάσταχτο το σχήμα του καημού.

Στον τοίχο που ανθούσε η μυρτιά έχει ο κισσός τις ρίζες του απλωμένες, κι οι κληματόβεργες που στέκονται κλαμμένες, προσμένουμε ν' ανάψουν τη φωτιά. 

 Στη γειτονιά διαβάτη που περνάς κι είν' τα λουλουδια μαραμένα στα μπαλκόνια, γλυκά σ' άλλους καιρούς τραγούδαγαν τ' αηδόνια , πάρε το δρόμο πίσω μην γυρνάς.

 Μίμης Κούρτης

 - " Γι αυτούς που χάσανε νωρίς"

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Η Κριτική

 

Φωτογραφία του Φριτς Μπέργκερ

 ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ (  Στην Ντοπιολαλια μας ).

( μετάφραση : lexikolefkadas ).

- Καλ'μέρα μαρή. Και τ' χρόν' να 'σαι καλά.
-Και ετλόους να 'σαι καλά. Πως τα πορέψατε;
- Έκαμε ο θέος κι ήρτε ο γιός, κι ενιώσαμε τσότσο ανθρώποι. Εσύ πως επέρασες στ' χώρα;
-Αμα είσαι με τα παιδιά και τ' αγγόνια σ', καλά περάς.Οξ' δε βγήκα μπιτ. Απ' τ'ν κάμαρη στη γκζίνα, Παρτήκανε τα ποδάρια μ'.
- Κι εμείς π'θενά δε πή'αμε. Εγώ με τα φαγιά ,
ο ν'κοκύρης με τα πράματα κι ο γιός στα κομπιούτερα όλη μέρα.
- Ετσ' κι εκειά τα μ'κρά . Όλη μέρα σε αφτνούς τ,ς δια'όλους .Θα σταβωθούνε, κι οι γονήδες τ'ς κ'βέντα.
- Να σ' πω τι έπαθα. Μου 'πε ο γιός να γιδούμε αντάμα θέατρο, με κειώνε το Βερύκιο.Τι τούθελα η κούρβα.
- Δε σ' άρεσε, κειο λένε πως είναι καλός.
- Ακρομάσου να σ' πω. Στ'ν αρχή ήταν ένας μαλλιάς μέσ' τα κάτασπρα, πεντάμορφος  κι εγρατζούναε ένα βιολί μεγαλύτερο από δαύτονε. Μέσα απ' τα σκοτάδια προβαίνει ο Βερύκιος με νια τσίπα κατάμαυρη στο κεφάλι  κι ένα μακρύ κότολο,σα ράσο και λάμπαξα.
Ο σοτανας ολόφτ'στος.Κι αρχίν'σε νια πάρλα με τίποτα δε λάρωνε.Ο άλλος δεν έβγαλε μπαμπαξά .Κι αγρίευε κι έβριζε τον άλλονε. 
Α, δε σου'πα, εκειός ο νιος έκανε το Χ'στό , μου πε ο γιός. Τίποτα δε νογάω απ' αυτά π' τσαμπνάει ,ο σατανάς. Κι αφού  είπε όσο π' άνοιξε, εσκώθ'κε εκειος πόκανε το Χ'στο, κι  φόρ'γε ένα άσπρο φ'στάνι, σαν εκειά τα ν'φάτικα τα π'κάμσα π'βάναμε στο γάμο. Εδώ π' τα λέμε, εκολάστ'κα.
Πεντάμορφος ο νιος. Αλλά έπαθα σ'γκοπή,με κειό πόκανε τ'αχάρτο το κορμί.
- Τι έκαμε μαρή;
- Επερβάταγε αγάλια αγάλια και πάει και δίνει ένα φ'λι τ' σοτανάς μέσα στο στόμα τ' Βερύκιου.Κι αντί να τ' δώσει ένα φούσκο,έμεινε ξερός και τον 
ετήραζε σα χαμένος.
- Γου, για αυτό θα μας βγάλει ο θεός τα μάτια.
Εφτο δεν ήτανε θέατρο,ήτανε τα Σομοδα και τα Γόμαρα.
- Τα βαλα και με το γιο. Επήρε τελέφωνο τ'ν προκομένη π' τραβολογιέται, και τ'ς είπε πως  ήτανε υπέροχο το θέατρο  κι ο Βερύκιος τέλειος. Ε δε βαστάχτη'κα και τονε διαλόστειλα.Που ματακούστηκε ο Χ'στος να κάνει ανωμαλίες.Ε και τρακάρω το καλοκαίρ' το κυρ Βερύκιο, θα τ' πω όσα σέρνει η σκούπα.
- Εγώ λίγο τελόρα και τίποτς άλλο.
- Εφτά δεν είναι θέατρα,είναι αναγουλες.
Δεν είχε τσότσο χρώμα μαρή,Όλα σκούρα,κι απ' το ταβάνι εκρεμόνταντε ένα π'λί αλλόκοτο π' τοφκιασε εκειος ο Φέξης. Παράτ'σε τα ωραία τα στολίσματα του με τα λελούδια και φκιάνει αρλούμπες.
- Δε ξέρω τι τ'ς έπιασε όλους, θα να τα επείραξε ο κοροναλιός και δεν δε ξέρ'νε τι φκιαν'νε.

Φωτογραφία : Fritz Berger ( Ρίκος ).

Μίμης Κούρτης.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Ο Έλγιν της Αμερικής



 Ο «Έλγιν» Αμερικής στην Κύπρο, ήταν πρόξενος των ΗΠΑ. Λήστεψε 36.000 αρχαιότητες. 


Στις 8 Ιανουαρίου 1871 η Βασιλική Ακαδημία Επιστημών του Τορίνο, διάβασε την έκθεση του Λουίτζι Πάλμα ντι Τσέσνολα για την ανακάλυψη του ναού της Αφροδίτης στους Γόλγους (Αθηένου). Ο ιταλοαμερικανός πρόξενος των Η.Π.Α βρέθηκε στην Κύπρο το 1865. Τα επόμενα δώδεκα χρόνια παραμονής του στο νησί είχε διάφορα καθήκοντα και πολύ χρόνο να ασχοληθεί με ό,τι ήθελε. Μία από τις ασχολίες του ήταν η αρχαιοκαπηλία. 


Γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1832 στο Ριβαρόλο Καναβέσε, κοντά στο Τορίνο. Στα 15 του κατετάγη στον στρατό της Σαρδηνίας. Μετά την αποφοίτησή του από τη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Κεράσκο και τη συμμετοχή του στον πόλεμο της Κριμαίας, το 1858 έφτασε στην Αμερική όπου παντρεύτηκε τη  Μέρι Ίζαμπελ Ράιντ. 


Τα παράπονα και το Μεταλλείο Τιμής 


Στη Νέα Υόρκη ίδρυσε στρατιωτική σχολή για αξιωματικούς και το 1862 έλαβε μέρος στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Τον επόμενο χρόνο τον συνέλαβαν επειδή διαμαρτυρήθηκε για την προαγωγή ενός «λιγότερο έμπειρου αξιωματικού» σε ταξίαρχο. Όμως ο Τσεσνόλα ήταν απαραίτητος στη μάχη της Άλντι για αυτό τον αποφυλάκισαν. Η μάχη έληξε νικηφόρα όμως ο Τσεσνόλα τραυματίστηκε. Για τη συνεισφορά του τιμήθηκε με το Μετάλλειο Τιμής και διορίστηκε πρόξενος των ΗΠΑ στη Λάρνακα. 


Η μεγαλύτερη μεσογειακη συλλογή αρχαιοτητων

Στα δώδεκα χρόνια που παρέμεινε στο νησί επιδόθηκε στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Ανακάλυψε ένα μεγάλο αριθμό αρχαιοτήτων. Όπως ισχυριζόταν ο ίδιος στο ημερολόγιό του ανακάλυψε  δεκαπέντε αρχαίους ναούς, εξηνταπέντε νεκροπόλεις και 60.932 τάφους ενώ στην κατοχή του περιήλθαν 35,753 αντικείμενα (νομίσματα, αγγεία, αγάλματα, σαρκοφάγοι κ.α.). 


Η βασιλική σαρκοφάγος των Γόλγων 


Η σημαντικότερη ανακάλυψη του Τσεσνόλα ήταν η «βασιλική» σαρκοφάγος των Γόλγων. Είχε ξεκινήσει τις ανασκαφές του το 1867 στην περιοχή χωρίς όμως σπουδαία αποτελέσματα. Συνέχισε τις ανασκαφές μέχρι την περιοχή κοντά στη Μελούσεια όπου εκεί ανακάλυψε τους σημαντικότερους του θησαυρούς. Σε μία από τις νεκροπόλεις εντόπισε μία λίθινη σαρκοφάγο με ανάγλυφες παραστάσεις στις τέσσερις πλευρές της και με σκέπασμα που στις τέσσερις γωνίες φέρει ισάριθμα καθήμενα λιοντάρια. Επιπλέον κοντά στον Άγιο Φώτιο ανακάλυψε μια κολοσσιαία κεφαλή ασσυριακής τεχνοτροπίας. 


Για να μπορέσει να τα μεταφέρει ο Τσεσνόλα είχε τη βοήθεια του Ανδρέα Βοντιτσιάνου, ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής. Όμως τα νέα για την ανακάλυψη των αρχαιοτήτων διαδόθηκαν και πολλοί κάτοικοι έσπευσαν στην περιοχή με φτυάρια για να ανασκάψουν την περιοχή. Η κατάσταση είχε βγει εκτός ελέγχου και τότε ο Τσεσνόλα ζήτησε τη βοήθεια της αστυνομίας. Οι δύο ζαπτιέδες που έφτασαν στο σημείο παρέμειναν εκεί να φυλάνε την περιοχή. 


Ο ιταλοαμερικανός πρόξενος έφτασε στο σημείο καβάλα σε μια μούλα. Ζήτησε από τον ένα Τούρκο αστυνομικό να περπατήσει το ζώο και από τον άλλο να διαλύσει το πλήθος. Τότε κατάφερε να αρπάξει τις αρχαιότητες. Βέβαια μέχρι να φτάσουν τα ευρήματα στη Λάρνακα για να ταξιδέψουν στους υποψήφιους αγοραστές, πολλοί Αθηαινίτες έκρυψαν κάποια από αυτά σπίτι τους. Όμως και πάλι ο Τσεσνόλα βρήκε τον τρόπο να τα πάρει πίσω δίνοντας ένα κάποιο φιλοδώρημα σε όσους είχαν κρύψει αντικείμενα. 


Τα παζαρέματα 


Για τη μεγάλη συλλογή ενδιαφέρθηκαν πολλοί και γνωστοί άντρες της εποχής. κάποιοι από αυτούς ο Ναπολέοντας Γ’ και κάποιοι Ρώσοι αξιωματούχοι. Όμως η συλλογή του δεν κατέληξε ούτε στο Λούβρο ούτε στο Μουσείο Ερμιτάζ. τελικά τη συλλογή αγόρασε το νεοσύστατο τότε Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης η οποία μάλιστα του πρότεινε τη θέση του εφόρου του Μουσείου και ακολούθως του πρώτου διευθυντή του, θέση που κράτησε μέχρι τον θάνατό του το 1904. 

________________________

Αντιγραφή από το ιστολόγιο ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.


https://www.mixanitouxronou.com.cy/categories/istoria/o-elgin-tis-kyprou-irthe-os-proxenos-ton-i-p-a-stin-kypro-anakalypse-ti-megalyteri-syllogi-mesogiakon-archeotiton-ke-tin-poulise-sto-mousio-tis-neas-yorkis/


Δείτε μέρος της συλλογής Luigi Palma di Cesnola εδώ : 


http://www.hellenicaworld.com/Cyprus/Archaeology/Cesnola/en/CesnolaImages1.html?fbclid=IwAR0q3fxuBHLLJIPD_dXm2-__T1dlPinpXaNAOXhAqKyYUkb0tdEqhBWeSjs

Ενέργεια


Σχολείο

 


Αίθουσα δημοτικού σχολείου 1950

Μακεδονία

 


Ντοκουμέντο

 


Εικονοστάσι




Δεν υπήρχε σπίτι εκείνα τα χρόνια χωρίς  εικονοστάσι το βράδυ προτού κοιμηθούν κάνανε το σταυρό τους την προσευχή λέγανε διάφορες ευχές αγνοί άνθρωποι και ευχές πολλές φορές γινότανε!
 

Κοκορέτσι



 

Μακεδονία

 


Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Καπετάν Μήτσος


Η μεταπολεμική γενιά των Ελληνικών νησιών και ειδικά των χωριών που πρόλαβε την κατοχή στη προσχολική και σχολική ηλικία, κατάφερε να ζήσει να δημιουργήσει οικογένεια κι ότι άλλο ασχολούμενη με τη ναυτιλία.

Το σύνολο των ανδρών που επί κατοχής ήταν έως έξη επτά χρονών και μικρότεροι όταν ήρθε η ώρα να μπουν στο στίβο της ζωής, που συνήθως γίνονταν μετά το δημοτικό ή και πριν να το τελειώσουν, κάπου στα δώδεκα με δεκαπέντε χρόνια, άρχιζαν να μπαρκάρουν σε μικρά καΐκια, που ήταν τα φορτηγά της εποχής, για να βγάλουν τα προς το ζην.

Η ζωή του αγρότη και του κτηνοτρόφου από τότε ήταν απλήρωτη και κακομοιριασμένη όπως και παραμένει, για τούτο κατέφευγαν στη θάλασσα και τις εργασίες της.

Το ξεκίνημα γίνονταν στα βαρκάκια για ψάρεμα, εκεί τα παιδιά αυτά μάθαιναν τη θάλασσα και τα εισοδήματα της.

Το εισόδημα από τα ψάρια που τότε αφθονούσαν τους έκανε να γλυκαθούν οικονομικά και τους άνοιγε νέους ορίζοντες.
Τους οδηγούσε στο να επιθυμούν να περάσουν σε ακόμη μεγαλύτερο εισόδημα οπότε το βλέμμα τους περνούσε άμεσα στα καΐκια που αποτελούσαν τα μεταφορικά μέσα της εποχής.

Επόμενο βήμα τους ήταν τα πιο μεγάλα φορτηγά πλοία τα έλεγαν μοτορσίπια -motor ship-  όπου πλήρωναν καλύτερα και έκαναν καλύτερα ταξίδια πιο άνετα και ασφαλή αλλά απαιτούσαν ναυτικό φυλλάδιο και κατάλληλη ηλικία για να βγει αυτό.

Ωστόσο βλέποντας τη διαφορά στην πληρωμή και στα υπόλοιπα έκαναν τα αδύνατα δυνατά να πετύχουν σε αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο, να βγάλουν φυλλάδιο από το λιμενικό με υπογραφή του πατέρα τους ή κάποιου καλού θείου ή φίλου του πατέρα τους που θα την πλαστογραφούσε.
Το έλεγαν και νόμιζες πως θα έβγαζαν φτερά κι όχι ένα απλό φυλλάδιο ναυτικού ωστόσο είχαν δίκιο, τους έδωσε φτερά αυτό το φυλλάδιο.

Από τους πρώτους διδάξαντες ήταν κι ο καπετάν Μήτσος .
Ήδη από παιδάκι δεν του άρεσε το λεγόμενο τσαπί, δηλαδή το σκάψιμο με το τσαπί στις ελιές και στα χωράφια, κι έτσι ασχολήθηκε με το ψάρεμα.
Λίγο για να ξεφύγει από το τσαπί και τη σκληρή δουλειά του και περισσότερο ακόμη για να ξεφύγει από  τα λάχανα που τα απεχθάνονταν.

Μάλιστα του πήγαινε το ψάρεμα, είχε ένστικτο, ευστροφία, είχε και παρέα τον ξάδερφο του τον Τόλια όπως και τον μεγαλύτερο αδερφό του τον Αποστόλη, επίσης είχε και τη βάρκα του Νικολή του πατέρα του.

Βρέφος ακόμη έπιανε γουβιούς με τα χέρια και κόντεψε να πνιγεί σε μια γούβα που τους παγίδευε όταν έγειρε μπροστά επειδή δεν έφτανε σαν μικρούλης που ήταν και φυτεύτηκε το κεφάλι του στη λάσπη. Είχε ευτυχώς κοντά του τον θείο Σταθάγγελο  πραγματικό φύλακα άγγελο του, τον ψαρά της οικογένειας άτεκνο που του μάθαινε τα κόλπα. Ο αγαπημένος του θείος πέθανε νέος όταν μπήκε στη μέση να χωρίσει δυο γνωστούς του κι έφαγε μια μαχαιριά αδέσποτη. Είχε προλάβει όμως να του κολλήσει το μικρόβιο της αλμύρας.

Έφτιαξε ο Μητσάκος καλαμίδι με σπάγκο, μετά πετονιές, μετά παραγαδάκι πάντα από σπάγκο μάνα -το χοντρό- και παράμαλο -το λεπτό με το αγκίστρι- τρίχα αλογοουράς, είχε μαδήσει το άλογο του μπάρμπα Τζίλου. Μετά οργανώθηκε, έφτιαξε απόχη μικρή για τα μεγάλα ψάρια που δεν τα σήκωνε ο σπάγκος και μια μεγάλη για τα κλαριά, κι αργότερα αγόρασε δίχτυα επαγγελματικά, και καμάκια και λάμπα υγραερίου για πυροφάνι αλλά έμαθε και να τα επισκευάζει αλλά και να τα κατασκευάζει μόνος του.

Τα κλαριά ήταν μικρά δεματάκια από κλαδιά μυρσίνης, σχοίνων και λοιπά κλαδιά που προέρχονταν από τις λεγόμενες μάζες, τους θάμνους δηλαδή που έκοβαν ρογκίζοντας καθαρίζοντας οι αγρότες για να μπορούν να μαζεύουν τις ελιές.
Τα δεματάκια αυτά τα έριχναν στα ρηχά της θάλασσας και τα παλούκωναν μέχρι ένα μέτρο βάθος στα φύκια κι εκεί φώλιαζαν κάθε λογής μικρά ψάρια, χέλια, καβούρια και πάρα πολλές γαρίδες μικρές ότι πιο νόστιμο σε γαρίδα.
Σε ένα από αυτά όταν ήταν συνταξιούχος έπιασε ένα χταπόδι δεκατέσσερα κιλά όχι λόγια, ήταν όσο ένα μεγάλο δοχείο ναυτικής μπογιάς που χρησιμοποιούσε για τα ψάρια του γεμάτο.
Το ξέρω γιατί είδα το κτήνος ζωντανό και μετά το χτύπησα και το ζούληξα ο ίδιος αποκλαμό- αποκλαμό  στο κοτρόνι να φύγει η γλίτσα. Ο κάθε αγοραστής πήρε από έναν αποκλαμό και έμεινε για την οικογένεια  ένας αποκλαμός και η κουκούλα που ήταν σαν μεγάλη τσάντα.

Με τα κλαριά αυτά μάζευαν δόλωμα για τα παραγάδια, ζωντανή γαρίδα αλλά και γαρίδα για το σπίτι. Ειδικά τη μεγάλη σαρακοστή πούλαγε ένα σωρό γαρίδα.
Μάλιστα τα τηγανιτά γαριδάκια ήταν η λιχουδιά της εποχής για μικρούς και μεγάλους που πουλούσαν σε χωνάκια χαρτιού, εξάλλου τα καινούρια απομίμηση αυτής της λιχουδιάς είναι.

Την εποχή της νιότης του καπετάν Μήτσου μου ομολόγησε πως η αφθονία στη θάλασσα ήταν τεράστια, υπήρχαν ψάρια πολλά, μεγάλα και εξαιρετικά αθώα απονήρευτα, που πιάνονταν εύκολα. Καμιά σχέση με σήμερα που είναι λίγα δυσεύρετα και παμπόνηρα από το πολύ ψάρεμα.

Έτσι και φαγητό ποιοτικό έπιανε για όλη την πολυμελή οικογένεια, αλλά και δεκαρούλες μάζευε, γιατί απέκτησε πελατεία και η πραμάτεια ήταν άριστη και μεγάλη η ψαριά συνήθως.

Πονήρεψε λοιπόν ο μικρός ψαράς κι έγινε και έμπορος για τα ψάρια του οπότε δεν ήθελε με τίποτε να πάει στο χωράφι να πιάσει το τσαπί.
Ο πατέρας του ο Νικολής θύμωνε αλλά του άρεσε και η ψαριά που έμπαινε στη φαμίλια να θρέψει το ασκέρι οπότε υποχώρησε στο τέλος.

Ο Μήτσος μαζί με τον Τόλια πρώτο ξάδερφο του, που ήταν συνομήλικοι κι έκαναν πολλή παρέα γλυκάθηκαν με το ψάρεμα και άρχισαν να κάνουν γνωριμίες με τους έμπορους της περιοχής που αγόραζαν τα ψάρια όπως και με τους εφοπλιστές καϊκιών και καπεταναίους που επίσης είχαν χρήμα να αγοράζουν τα ψάρια τους.

Πάνω στη συζήτηση έπεσε κάποια φορά και η ιδέα αφού ξέρουν από θάλασσα να μπούνε πλήρωμα στα καΐκια να βγάζουν λεφτά όχι πενταροδεκάρες όπως με τα ψάρια.
Τους άρεσε η ιδέα και αποφάσισαν να μπούνε στα καΐκια από του χρόνου κιόλας, ήταν δεν ήταν δεκατριών χρόνων.
Τα καΐκια δεν ήταν δα και ξένοι αυτοί που τα είχαν, ήταν συχωριανοί, οι περισσότεροι ήταν φίλοι και συγγενείς του πατέρα τους, οπότε όχι μόνο έπιασαν δουλειά αλλά άρχισαν να ζητάνε και καλύτερο μεροκάματο και να το παίρνουν από τον ένα εργοδότη στον άλλο.

Ο καπετάνιος μου διηγήθηκε πως έπιασε δουλειά με μια κουρελού για να κοιμάται και να σκεπάζεται στο κατάστρωμα του καϊκιού και γύρισε ντυμένος με παπούτσια και πουκάμισο μέσα σε μια ιδιότυπη ξύλινη βαλίτσα που έφτιαξε από ένα ρεγγοκούτι.
Αυτό το ρεγγοκούτι και το κομπόδεμα, οι οικονομίες από το ψάρεμα, του επέτρεψαν να πάει στη Κέρκυρα να βγάλει φυλλάδιο ναυτικού όταν ήρθε η κατάλληλη ηλικία με την υπογραφή ενός φίλου του πατέρα του, του Αλέξη  που τον είχε σαν παιδί του και συζητούσανε τα σχέδια του.
Ήξερε εκείνος πως είχε τσαντιστεί ο πατέρας του ο Νικολής επειδή δεν πήγαινε στο χωράφι το ένιωθε σαν προσβολή και του έλεγε κοροϊδευτικά πως δεν θα υπογράψει για φυλλάδιο και πως έτσι για καπρίτσιο θα τον κάνει αγρότη.
Λέγε λέγε όμως ο Νικολής και κόντρα στη κόντρα με το γιο του  θύμωσε τόσο που δεν ήθελε με τίποτε να υπογράψει. Έτσι ο μικρός ψαράς πήγε στο μπάρμπα Αλέξη με τη παράκληση να υπογράψει εκείνος, έτσι κι έγινε τελικά. Μάλλον σε γνώση του Νικολή όμως που ήθελε να δοκιμάσει την αποφασιστικότητα του για ένα από τα πιο επικίνδυνα και προσοδοφόρα επαγγέλματα του κόσμου.

Έτσι το πήρε απόφαση ο μικρός Μήτσος ψημένος στα καΐκια πια, να γίνει ναυτικάρα.
Θα πήγαινε στο Πειραιά να πιάσει κανονικό μπάρκο αλλά δεν έφταναν τα λεφτά για ναύλα οπότε μπάρκαρε για Πειραιά σαν πλήρωμα με συμφωνία να φύγει εκεί.
Όταν έφτασε στον Πειραιά είδε τη δυσκολία του εγχειρήματος: χωρίς λεφτά σε μια πόλη γεμάτη με ναυτικούς που ψάχνουν για δουλειά.
Που να μείνει και πως, που δεν είχε  λεφτά παρά μόνο για φαγητό;
Πήγε λοιπόν σε ένα αραγμένο παλιό καΐκι όπου βρήκαν καταφύγιο κι άλλα πατριωτάκια, που του το σφύριξαν.
Εκεί κοιμότανε για κανένα δεκαήμερο και τη μέρα αλώνιζε στα ναυτιλιακά γραφεία στο Πειραιά να βρει το πολυπόθητο μπάρκο.
Πραγματικά ήρθε το πολυπόθητο μπάρκο και έπαιρνε πια τα τριπλάσια από τα καΐκια με κουκέτα και καλό φαγητό και τουαλέτα και κόσμο καλό για εργοδότες κάτι ωραίους τύπους μικρασιάτες ναυτικάρες νοικοκύρηδες και ξηγημένους.
Πέρασε πολύ καλά στο πρώτο μεγάλο του μπάρκο πήρε και βαλίτσα και κουστούμι.
Στη συνέχεια όμως έμαθε πως μεγαλύτερα πλοία έδιναν σχεδόν τα διπλάσια, έμαθε τα κόλπα ρωτώντας  και μπήκε σε ένα μεγαλύτερο πλοίο φορτηγό, όπου κι έπεσε στη πρώτη αβαρία κακοκαιρίας. Κόντεψε να τους βουλιάξει η καταιγίδα, αφήσανε λοιπόν στη θάλασσα μέρος του φορτίου για να γλυτώσουν και άραξαν σε ένα όρμο απάνεμο  να περάσει το κακό.
Το λιμενικό ειδοποιήθηκε για το φορτίο που έπλεξε μετά τη καταιγίδα και τους ψάχνανε ως αγνοούμενους, ο ασύρματος είχε χαλάσει από τη καταιγίδα και για καμιά εβδομάδα στο χωριό τους κλαίγανε για πνιγμένους.
Όλοι εκτός από το Νικολή που δεν πίστευε πως πνίγηκε ο Μήτσος του, κι ολοένα έλεγε στη Ζαχαρένια τη γυναίκα του "Μη κλαίς μαρή χαμένη δεν έπαθε τίποτε θανέρτει σε λίγο κουνιστός και λυγιστός με το ρεγγοκούτι και το πουκάμισο του".
Πραγματικά μετά την ταλαιπωρία ξεμπάρκαρε για λίγο και δικαιώθηκε έτσι ο Νικολής.

Η ανοδική πορεία όμως δεν σταμάτησε σαν μούτσος στα φορτηγά, άρχισε να παίρνει βαθμό ο Μήτσος, ήταν έξυπνο παιδί είχε ψηθεί στη θάλασσα από μικρός στα καΐκια και στα βαποράκια και έγινε ναυτικάρα και λοστρόμος ξηγημένος, γιατί κατείχε όλα τα πόστα και είχε και το τρόπο να κουμαντάρει όμορφα τους ανθρώπους τους καραβιού από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο.
Ξυπνάει ο άνθρωπος άμα διαθέτει μυαλό και όρεξη κι ο Μητσάκος τα είχε και τα δύο και ήτανε κι ομορφόπαιδο: μελαχροινός πρασινογάλανο μάτι σαν στάρ του σινεμά.
Ο μισθός πια ήτανε σε λιρίτσες γιατί του είπανε οι μικρασιάτες καλή τους ώρα να μαζεύει το μισθό του και να τον κάνει χρυσό κι αν μπορεί να τον αξιοποιεί και τους άκουσε, τις έστελνε λοιπόν τις λίρες στο Νικολή να φτιάξει τα προικιά για τις τρεις αδερφάδες του, το ίδιο έκανε κι ο μεγάλος του αδερφός ο Αποστόλης.
Ο Νικολής έτσι αξιώθηκε κι αγόραζε και από καμιά άκρη με ελιές ή αμπέλια γιατί από τέτοια μόνο γνώριζε, με τις λιρίτσες των παιδιών, αλλά δυστυχώς τα έγραφε στο όνομα του. Έτσι στο τέλος ο κόπος των δυο μεγάλων αδερφών μοιράστηκε κληρονομιά και στα μικρότερα χωρίς ωστόσο οι μεγάλοι να πουν τίποτε γι'αυτό, εξάλλου τόσες λίρες έδωσαν για τις τρεις αδερφές, αν έδιναν και δυο άκρες γη και στα μικρά που τα μεγάλωσαν εκείνοι τι θα πάθαιναν;

'Εφτασε όμως η ώρα για το στρατιωτικό, στο ναυτικό λοιπόν και μάλιστα στα υποβρύχια ο Μήτσος.
Ναυτάκι πρώτο, από την εκπαίδευση τον κάνανε τσακωτό για την εμπειρία του σε ιστιοφόρα καΐκια και πλοία φορτηγά και μάλιστα λοστρόμος τόσο μικρός, ώστε να μπει καπετάνιος σε ρυμουλκό του ναυτικού στο πέραμα.
Εκεί έδειξε την αξία του κι όταν ήρθε η ώρα τον πήρε ο διοικητής καπετάνιο για το κότερο του μαζί με το πλήρωμα του.
Από τα ρυμουλκά και τη μουντζούρα τους στη πολυτέλεια και την υψηλή κοινωνία ο Μήτσος μέσα στα υπέροχα καλομαθημένα θηλυκά έκανε μπαμ ο νεότατος καπετάνιος που δεν ήξεραν ότι ήταν στρατευμένος.
Αλλά ο Μήτσος αν και καρδιοκατακτητής στάθηκε κύριος, και πολύ τον εκτίμησε το διοικητής του για τη συμπεριφορά του, το ίδιο και οι όμορφες δεσποινίδες και κυρίες.
Ακόμα δείχνει τα ωραία δώρα που τους έδωσαν όταν τελείωσε η κρουαζιέρα κάτι σουγιάδες πανάκριβους ελβετικούς κάτι χρυσά ρολόγια και ταμπακιέρες μάλιστα μόλις έμαθαν πως ήταν στρατευμένα τα παιδιά του πληρώματος μάζεψαν μεταξύ τους ένα μεγάλο ποσό για φιλοδώρημα ώστε στο τέλος έφυγε από το κότερο με χρήμα.

Κοντά στο τέλος της θητείας ο καπετάν Μήτσος του σκάφους του Διοικητού με το όνομα στο στρατόπεδο επιστρέφει στη θέση του στο πόστο του κυβερνήτη ρυμουλκού.
Εκεί κάποιος ξιπασμένος καινούριος αξιωματικός που όλο για το Μήτσο άκουγε και δεν τον έβλεπε ποτέ είχε τη φαεινή ιδέα να τον στείλει στη "Καλλιόπη"... να παλέψει με το θηρίο! να καθαρίσει τις τουαλέτες.
Εκεί βρήκε το ξάδερφο του και σειρούλα το Νίκο που έκανε τσιγάρο και του λέει τα καθέκαστα.
Χωρίς να του πει τίποτε εκείνος κινάει και πάει κατευθείαν στο διοικητή, ο οποίος έξω φρενών φωνάζει τον αξιωματικό και τον έβρισε κανονικά. Τον άκουσε όλο το στρατόπεδο να τον λούζει με κοσμητικά επίθετα.
Έρχεται τότε εκείνος σαν γάτος μπανιάδος στις τουαλέτες με κάτι καινούρια ναυτάκια και του λέει τάχα πως αστειεύτηκε και είναι ελεύθερος για έξοδο.
Έτσι η καπετάν Μήτσος τελείωσε τη θητεία του στα υποβρύχια τα ρυμουλκά και τα κότερα επεισοδιακά.

Αφού απολύθηκε λοιπόν πήγε να δει τους δικούς του στη ξερόραχη, με το γυαλί του το τσίλικο και το κουστούμι το γαμπριάτικο.
Τον βλέπει η Τασούλα η μεγάλη αδερφή του που μάζευε ελιές εκείνη τη στιγμή απότομα που πλησίαζε αεράτος και... τον πιάνει στα λιθαροκότρωνα!
Αφού δεν τον αναγνώρισε και νόμισε πως είναι κανένας κορτάκιας τουρίστας.Όταν βγάζει λοιπόν τα μαύρα γυαλιά για να τον γνωρίσει σκασμένος στα γέλια πέφτει στην αγκαλιά του και του λέει: "Ω λαλάκη μου κόντεψα να σε τελέψω η συφοριασμένη! συμπάθα με τη στραβή" κι ακόμα γελάμε όποτε μας το λέει παραστατικότατα η θεία μου.

Τα μπάρκα μετά τη θητεία ήταν πιο καλοπληρωμένα, και κάποια στιγμή σε γκαζάδικα που έκαναν το γύρο της υφηλίου και που ήταν τα μεγαλύτερα βαπόρια της εποχής επιπλέον δε τα πιο καλοπληρωμένα, προφανώς και λόγω επικινδυνότητας.Έτσι σιγά σιγά και αγορές κτημάτων έγιναν από τον Νικολή για τα παιδιά και προίκα για τα κορίτσια.
Έτσι το είχαν τότε:
-πόσα παιδιά έχεις;
-τέσσερα παιδιά και δυο κορίτσια...!Έλεγε ο Νικολής και η Ζαχαρένια.
Τα δυο παιδιά ο Μήτσος κι ο Αποστόλης προικιόσανε τις αδερφάδες κι έτσι παντρευτήκανε κι εκείνες οι δόλιες να κάνουν οικογένεια και μπόλικα ανηψάκια.
Έιχαμε λοιπόν γάμους και πανηγύρια με τις δυο μεγάλες,αλλά κι ο Αποστόλης σαν πρώτος βρήκε τη θεια Νίκη και ήθελε να φτιάξει σπίτι οπότε κανόνισε με το πατέρα μου να φτιάξουνε ένα με αδερφομοίρια δηλαδή ένα μεγάλο που θα μοιραστεί στη μέση.
Έτσι κι έγινε όσο για το πατρικό στη ξερόραχη το άφησαν για στάβλο όπως του ταίριαζε, ενώ το πατρικό στο κατωχώρι το πούλησε ο Νικολής και έφτιαξε το πέτρινο στο Βλυχό.
Αφού κι έφτιαχνε σπίτι ο Μήτσος κι ο Αποστόλης ήτανε σχεδόν έτοιμος λέει δε μπορεί τι θα μείνω στο ράφι εγώ πρέπει να βρώ μια καλή κοπέλα να παντρευτώ και θυμάται πως ο Κοντογιωργης γνωρίζει μια κοπέλα που του άρεσε τη Λενίτσα του Βασίλη από τη Νικιάνα, ανηψιά του Κωστόπουλου με το καφενείο στο χωριό,  φίλου και συγγενή οπου ρώτησε κι έμαθε τι και πως.
Βάζει λοιπόν το μπάρμπα Γιάννη μπροστά που ήτανε ξηγημένος και του έκοβε για τέτοια να πάνε για το προξενιό της Ελενίτσας.
Έντεκα χρόνια μικρότερη η Ελενίτσα και μινιόν φιλέτ από καλή οικογένεια με το κάτι τις της και νοικοκυρούλα ομορφαίλω και μικροκαμωμένη δε σα μπιμπελό.
Πραγματικά της άρεσε ο γαμπρός και είπε το ναί η Ελενίτσα του Δαμιανή έμαθε πως είναι και καλό παιδί από το συγγένειο στο χωριό του και έτσι στήθηκε το σπιτικό...
Το σπίτι έτοιμο το κορίτσι έτοιμο νερό ναι ρεύμα και τηλέφωνο γιοκ. Η Δεη και ο Οτες δεν είχαν επισκεφτεί ακόμη το χωριό του Μήτσου και η Ελενίτσα ένοιωσε πως γύρισε στο μεσαίωνα με τη λάμπα πετρελαίου το μαστέλο στη φωτιά και το σίδερο με τα κάρβουνα ενώ στη Νικιάνα πιο κοντά στη πρωτεύουσα του νησιού είχε φτάσει πρόπερσι κι ο Οτές και η Δεή.
Τέλος πάντων λέει ο Μήτσος κάμε υπομονή Ελενίτσα και μέχρι να έρθει ο Νικολάκης θα έχουμε και τηλέφωνο και ρεύμα στη φωλίτσα μας, Α και το σπίτι μόνοι μας αφού ο αδερφός μου  ο Τζέλης θα έχει ετοιμάσει το δικό του και αυτός.
Έτσι κι έγινε...
Ο Νικολής παραξένεψε με τα χρόνια από την υγρασία και τη κακουχία έσπασε το στομάχι του και υπέφερε είχε λοιπόν συνέχεια νεύρα και τη μέρα που πήγε η Λενίτσα να γεννήσει την αφεντομουτσουνάρα μου με το Μήτσο στο νοσοκομείο είχε προαίσθημα και ξύπνησε το απόγευμα και λέει στη Ζαχαρένια:
-Ε Μαρή άκουσες; ο Μήτσος έκαμε γιό!
-Ε Μαρέ που το ξέρεις, αφού δε προλάβανε να πάνε στο νοσοκομείο, πότε πρόλαβε και γέννησε και το έμαθες κιόλας;
-Τ'ακούς τι σου λέω, όταν εκοιμόμουνα ήτανε δυο κυράδες εδώ έξω και το λέγανε, πως ο Μήτσος έκαμε αγοράκι.
-Ωστόσο ο παππούς Νικολής ξεψύχαγε το βράδυ την ώρα που γεννήθηκα. Έτσι πήρα και το όνομα του και τις παραξενιές του.
Ενώ οι γονείς μου μέσα στη χαρά τους για τον πρωτότοκο έμαθαν το λυπητερό νέο για τον παππού Νικολή.
Έτσι το ζεύγος βρισκότανε ανάμεσα στα μπάρκα που γινότανε όλο και πιο αραιά όλο και πιο μικρά όλο και πιο δυσεύρετα το τελευταίο καιρό που θα πήγαινα στο δημοτικό μάλιστα ο πατέρας μου έπιασε δουλειά στο φέρυ του Σκορπιού του Ωνάση.Σε όλο το δημοτικό έκανε ακόμη μερικά μπάρκα και το ογδόντα δύο με το Παπανδρέου που πήγε να φορολογήσει μέχρι και τις κουτσουπιές του Σκορπιού η Αθηνά έκλεισε φέρυ κι έστειλε άπαντες σπίτια τους.
Όταν ο καπετάν Μήτσος φτασμένος πρακτικός καπετάνιος στην εταιρία πήγε για μπάρκο του λένε καπεταν Μήτσο ατύχησες δεν έχει δουλειά καθόλου, κοίτα μήπως σε βγάζει για τη σύνταξη να μη σου λείψει το ψωμί κι άμα κυλήσουνε δουλειές εδώ είμαστε το δίπλωμα δεν σου το παίρνουνε.
Έκαμε λοιπόν τα χαρτιά του ο καπετάν Μήτσος για σύνταξη και στα 45 του να σου ένας συνταξιούχος καπετάνιος κυνηγός ψαράς σκαφτιάς που δούλευε περισσότερο από ότι νέος όπως κορόιδευε.
'Εφτασαν με τη μάνα μου να κάνουν ένα τόνο λάδι,να ρίχνουμε κάθε βράδυ εγώ κι ο πατέρας μου με το πριάρι που είχε φτιάξει ο ίδιος το λεγόμενο "Νικολάκη"τα δίχτυα και τα παραγάδια, κάθε δεύτερο ή τρίτο, ενδιάμεσα να κάνουμε βόλους: ρίξιμο ράβδισμα στο νερό και  σήκωμα το δίχτυ ή να πηγαίνουμε πρια -πυροφάνι-
και με την Ελένη να τα σηκώνει το πρωί που εγώ ήμουν στο σχολείο μαζί με τις αδερφές μου,μετά εκείνη να μαγειρεύει να πλένει και να ετοιμάζεται να πάνε για τις ελιές και τα υπόλοιπα κατσίκια κότες.
Όταν δεν είχε ελιές είχε κυνήγι είχε πατάτα σκόρδα κρεμμύδια...
Ήρωες γοργόνια στη δουλειά όλα τα έφερναν βόλτα.
Όσο δεν το ήθελε ο καπετάνιος το τσαπί τόσο του έδωσε και κατάλαβε από τα σαρανταπέντε και μετά μέχρι τα εξήντα πέντε περίπου, που σταμάτησαν να ασχολούνται με τα χωράφια εντατικά κι έμεινε μόνο το πριαράκι και τα ψάρια του για έσοδα μαζί με τη μικρή σύνταξη.
Στο μεταξύ σπούδασαν ένα παιδί και δυο... κορίτσια.
Έφτιαξαν δυο διαμερίσματα για να έχουν όλα τα παιδιά κεραμύδι.
Άλλαξαν τον ένα μαντρακά -αυτοκίνητο- με έναν άλλο πιο καινούριο και πιο μεγάλο.
Όσο εγώ έτρεχα με τα κομάντο στις βουνοκορφές ο καπετάνιος πούλησε την άδεια του ψαρέματος την επαγγελματική και πήρε τόσα λεφτά όσα έβγαζε όλη του τη ζωή σε ψάρια.
Το πριάρι το "Νικολάκη" τον πήρα στα χέρια μου για κάνα δυο χρόνια αλλά το επαγγελματικό σκάφος δεν επιτρέπουνε τα τέρατα να χρησιμοποιηθεί για ψάρεμα ερασιτεχνικό, παρά μόνο για βαρκάδες, σιχάθηκα λοιπόν τις βαρκάδες και παράτησα το πριάρι σοιχτιρίζοντας το τέτοιο που τους πέταγε.

Πρόλαβε ο καπεταν Μήτσος αρχοντόγερος ογδονταρης  πια και είδε τρία εγγονάκια και μια μέρα σε ένα ιατρείο που πήγε για γενικές εξετάσεις έσβησε σαν το κεράκι της λαμπρής και μας άφησε όλους σύξυλους.





Η ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ

Η ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ
Το ποίημα

ΕΛΛΗΝΑΣ η ευτυχία του να είσαι και η δυστυχία του να μην είσαι

ΕΛΛΗΝΑΣ η ευτυχία του να είσαι και η δυστυχία του να μην είσαι
το κείμενο

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Άγγελος Σικελιανός ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ Αγιος Νικήτας ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ανακοίνωση ανάλυση απόκριες κούλουμα Αποστόλης Μαυροκέφαλος απόψεις ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΙΧΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΕΙΟ ΔΕΡΠΦΕΛΔ αρχιτεκτονική Αστεία ασφάλεια ΆυλονΣχεδιασμός αυτοκίνητο ΑΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ αυτοπροστασία Βαλαωρίτης ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΝΑΝΟΣ Βιβλίο ΒΙΟΛΙ ΒΛΥΧΟ βλυχό γενεολογία ΓΕΝΙ Γένι ΓΙΑΟΥΖΟΣ γλέντι γλυκά ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΓΟΛΕΜΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΙΑΠΡΕΠΕΙΣ ΛΕΥΚΑΔΙΤΕΣ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΛΕΥΚΑΔΙΤΕΣ Διασκέδαση διατήρηση ντόπιων σπόρων ΔΙΑΥΛΟΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ δικαιοσύνη δίκτυο ανταλλαγής σπόρων και αγαθών ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ Εγκλήματα έθιμα ΕΘΝΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ εκδόσεις ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΛΑΧΕΡΝΑΣ εκπαίδευση ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ 2014 ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Ελληνικότητα εξυγείανση Εορταστική κουζίνα επικαιρότητα έργα ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ευζείν ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΖΑΜΠΕΤΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ζωγραφική ΖΩΓΡΑΦΟΣ θάλασσα ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΒΒΑΔΑΣ ιατρικά θέματα πρόληψης ΙΣΤΟΡΙΑ ιστορία ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ιστοριούλες διδακτικές ΚΑΒΒΑΔΑΙΟΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΣΚΕΥΗ ΑΡΧΑΙΑ καθημερινές συνήθειες Καθημερινότητα ΚΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ κάλαντα πρωτοχρονιάς καλλιτέχνες ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ ΚΑΤΗΦΟΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ καïκια κερδίζοντας κινηματογράφος ΚΙΟΥΡΤΟΙ ΚΛΑΡΙΝΟ ΚΛΕΑΡΕΤΗ ΔΙΠΛΑ ΜΑΛΑΜΟΥ κοινωνία Κόλπος Βλυχού ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑ κουζίνα ΚΡΗΝΕΣ ΚΡΗΝΗ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΛΑΔΟΠΙΤΑ Λαϊκές εκφράσεις ΛΕΛΕΓΕΣ ΛΕΥΚΑΔΑ ΛΕΥΚΑΔΑ 1800 ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ ΛΕΥΚΑΔΙΤΕΣ ΜΟΥΣΙΚΟΙ Λευκαδίτικα μαχαίρια λευκαδίτικη κουζίνα λιμάνι Οδυσσέα Λιμάνι του Οδυσσέα ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ λογοτεχνία ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ μοντελισμός μουσείο ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΛ.ΚΥΡ. μουσική μουσική παράδοση μουσικοί ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ μπουράνο μύθοι αισώπου ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ Νικόλαος Δ.Καββαδάς ΝΙΚΟΣ ΒΡΥΩΝΗΣ ΝΟΜΟΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ ντοκυμαντέρ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ οικονομία Ομηρική Ιθάκη ορθή διατροφή Πάλη για τα αυτονόητα ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ παράδοση ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΓΛΕΝΤΙ πατριδογνωσία Πέλιτη περιβάλλον πίστη ΠΟΙΗΣΗ ποίηση πολιτική ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ πολιτική αυτοπροστασία ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑΣ πολιτιστικά ΠΟΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ ποτά πριάρι ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ πρόσωπα ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΡΟΤΑΡΥ-ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ σκαρί ΣΚΙΑΔΑΣ ΑΡΙΣΤΟΞΕΝΟΣ Σοφια Καλογεροπούλου ΣΟΦΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΑΜΟΣ στατιστικά ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΙ ΣΥΒΟΤΑ σύγχρονη αρχιτεκτονική ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ σύγχρονη ιστορία ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ ΚΑΤΩΧΩΡΙ 2009 ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ ΚΑΤΩΧΩΡΙ 2010 ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΣΕΙΣ ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ ΚΑΤΩΧΩΡΙ 2012 Η ΝΕΟΛΑΙΑ σύλλογος Βλυχου ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΒΛΥΧΟΥ ΓΕΝΙΟΥ ΣΥΜΟΛ συνέντευξη ΣΥΝΘΕΤΗΣ συνταγές ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΟΧΙ Ταινίες τέκτονες-μασόνοι-ροταριανοί τηλεόραση ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ τοπία ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΟΣ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΛΗΑΡ τραγουδιστές υγεία ΥΓΙΕΙΝΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΥΔΑΤΙΝΟΙ ΠΟΡΟΙ ΠΟΣΙΜΟΥ ΥΜΝΟΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΙ Φάνης Καββαδάς ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ φωτογραφίες φωτογράφοι Χειροτεχνία ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΨΑΡΕΜΑ

Δημοφιλείς αναρτήσεις


www.vlicho.blogspot.com

www.vlicho.blogspot.com

Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΟΥ ΒΛΥΧΟΥ

Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΟΥ ΒΛΥΧΟΥ
κάντε κλίκ για χαρτη κόλπου