Εδώ είναι ο Θεός, μην τον ψάχνεις…
Μια χούφτα άνθρωποι έχουμε απομείνει στη γειτονιά. Οι άλλοι πήραν τον ομματιών τους και φύγανε να βρουν την τύχη τους. Ποτέ δεν κατάλαβαν ότι η τύχη τους ήταν εκεί, στο τόπο τους. Ποιος ξέρει τι ψάχνανε; Ποιος ξέρει και τι βρήκανε; Απ αυτά που μάθαμε πάντως δεν κατάφεραν τίποτα πιο σπουδαίο απ αυτό που αρνήθηκαν.
Κι εμείς μείναμε μια χούφτα άνθρωποι. Η θειά Στέλλα με τον μπάρμπα Στάθη οι γηραιότεροι της χούφτας. Κάτι λίγες ρίζες ελιές, κάτι ο κηπάκος τους, έχουν και μια συνταξούλα, ο Θεός να την κάνει, τα κουτσοβολεύουνε. Α έχουν και κότες. Ναι, ναι. Βγαίνει κάθε πρωί η θειά Στέλλα και φωνάζει:
- Ελάτε τσούπρες μου να φάτε. Πίου πίου πίου, που είστε τρομάρα μου κι έχω να μαγειρέψω.
Τρέχουνε οι κοτούλες σεινάμενες κουνάμενες κι αρχίζουνε το πάρτυ.
- Ω να σας χαρώ, τι όρεξη που έχετε.
Για κανένα 20λεπτο πιάνει κουβέντα μαζί τους, κι αυτές εκεί στα φουστάνια της περιδρομιάζουνε. Πότε πότε ρίχνει καμιά τσιμπιά η μια στην άλλη να της φάει το φαί. Και να τα γέλια η θειά Στέλλα.
Ο μπάρμπα Στάθης ακούει το πανηγύρι και χασκογελάει, μα κι ο ίδιος χαιδολογάει τα ζαρζαβατικά του. Ολη μέρα εκεί στον κηπάκο τον βρίσκεις.
Το μεσημέρι επικρατεί ησυχία σ όλη τη γειτονιά. Μόλις πάει 5.30, λες κι είναι συνεννοημένοι, ανοίγουνε οι πόρτες.
- Μαρή Μαριγώ, θα φτιάξεις καφέ;
- Ελα μαρή σε περιμένω.
Πίνουν και καφεδάκι. Βεβαίως. Γιατί πρέπει να κουτσομπολέψουν. Τι να πουν δηλαδή! Πόσο να κουτσομπολέψει μια χούφτα ανθρώποι;
Η Μαριγώ είναι χήρα. Κι ασταμάτητη. Θέλει να τα πει η μαύρη. Μόνη της σ ένα σπίτι, πώς να ξεσπάσει; Κάθε μέρα κάνει μια γυροβολιά στα σπίτια της χούφτας, να μάθει τα νέα. Τι θα μαγειρέψουν, αν πέτυχε ο χαλβάς, αν είδαν την ταινία με τον Ξανθόπουλο, αν έκαναν οι κότες δίκροκο αυγό. Αυτά τα σημαντικά. Τα μαζεύει λοιπόν όλα τα νέα και τα πηγαίνει στο σπίτι της να τα επεξεργαστεί. Διότι είναι και μορφωμένη. Τέλειωσε την 3η δημοτικού.
Λίγο παραπέρα μένει ο Παναγής. Ο γλύπτης. Έτσι τον φωνάζουνε. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις μέσα στο εργαστήριο. Το έχει γεμίσει προτομές. Του πατέρα, του παππού, του ξαδέρφου, του μπατζανάκη, όλο το σόι έχει φτιάξει. Και κάποιους ακόμη, απ αυτούς που πήραν των ομματιών τους. Είναι λίγο σκιαχτικά με τόσα κεφάλια εκεί μέσα. Η γυναίκα αρνιέται να μπει, άμα θέλει κάτι τον φωνάζει να βγει αυτός. Η γυναίκα του είναι η Φούλα. Ολο πίτες φτιάχνει. Τυρόπιτες, κοτόπιτες, σπανακόπιτες κλπ κλπ κλπ. Και πόσο να φάνε 2 άνθρωποι! Τις μοιράζει στη γειτονιά, στη χούφτα.
Δίπλα απ τον Παναγή και την Φούλα, μένει η Τζοβάνα. Θα μου πεις τι όνομα είναι αυτό? Α έχει να το λέει ότι γεννήθηκε στην Ιταλία. Μία που γεννήθηκε μία που την έφεραν στο χωριό. Διότι η μαμά της, ιταλίδα, ερωτεύθηκε τον Μήτσο (Δημήτρη τον φωνάζανε τότε), και την πήρε μαζί του στην Ελλάδα. Είχε πάει στο Μιλάνο στα νιάτα του, για εξαγωγή λαδιού. Τζίφος βέβαια η υπόθεση με το λάδι, όμως γύρισε παντρεμένος. Στην αρχή ήταν καλά, διαφορετική ζωή, κόσμος, φύση. Ζορίστηκε με τον καιρό όμως η Γκλόρια, η μαμά. Έλα όμως που είχε το παιδί! Να το αφήσει και να φύγει ούτε που το συζητούσε. Να ξεκουνήσει ο Μήτσος ούτε συζήτηση. Κι έτσι η καλή σου όχι τα σύνορα της χώρας δε ξαναπέρασε αλλά ούτε τα σύνορα του νομού. Εκεί άφησε τα κοκαλάκια της. Δίπλα απ τον άντρα της, ο θεός να τον συγχωρέσει κι αυτόν. Η Τζοβάνα όμως δηλώνει ιταλίδα. Πετάει και κανένα τσάο πότε πότε και νιώθει πολύ περήφανη. Χήρα είναι κι αυτή. Ο άντρας της ήταν αδερφός του Παναγή, του γλύπτη ντε. Τα πάνε πολύ καλά με την Φούλα. Ούτε αδερφές να ήταν. Μια φορά μονάχα μούτρωσε η Τζοβάνα γιατί η άλλη έφτιαξε εκείνη την μπομπότα με τα μυρωδικά και δεν της φύλαξε ένα κομμάτι. Έμαθε βλέπεις ότι πήγε όλο το ταψί στη παπαδιά, που περίμενε ξένους. Και πως το κανε κρυφά και τέτοια. Την συγχώρεσε 3 μέρες αργότερα, γιατί η Φούλα για να την ηρεμήσει της έφτιαξε ένα ταψί κρεατόπιτα κι ένα μπομπότα. Έβαλε και λίγο πράσο μέσα. ‘Έτσι τα ξέχασε όλα η Τζοβάνα.
Στην άκρη της χούφτας είναι το σπίτι του παπά Γιώργη. Πριν λίγους μήνες έχασε την παπαδιά του. Τον παρακαλάνε τα παιδιά να πάει στη πόλη μαζί τους, ούτε να τους ακούσει. Μπορεί ένας άνθρωπος σε μεγάλη ηλικία να χάσει τη βολή του; Μπα δε γίνονται αυτά. Κάθε Κυριακή πρωί, παίρνει το μπαστουνάκι του και περπατάει γύρω στα 2 χιλιόμετρα μέχρι το διπλανό χωριό να κάμει λειτουργία με τον άλλο παπά. Τις περισσότερες φορές τον ακολουθεί κι η χούφτα. Μπρός αυτός, πίσω αυτοί. Η Μαριγώ, η ασταμάτητη, ξεχνιέται και αρχίζει το κουτσομπολιό.
- Σώπα χριστιανή και πάμε να μεταλάβουμε.
- Σχώρα με παπά μου ξεχάστηκα.
Μα έλα που δε κρατιέται πολύ και ξαναρχίζει. Κρατάς αμίλητη τη Μαριγώ; Μα σαν κάνει και χτυπήσει 3 φορές κάτω το μπαστούνι ο παπάς, τρέμει. Κι ακούς τα χάχανα απ τους υπόλοιπους.
Είμαι κι εγώ μέσα στη χούφτα. Δε θυμάμαι πως βρέθηκα εκεί. Κάποτε έψαχνα για τον Θεό. Και γνώρισα τη Στέλλα, το Στάθη, τη Μαριγώ, τη Φούλα, τον Παντελή, τη Τζοβάνα και τον παπά Γιώργη. Αγνές ψυχές σε μια γειτονιά αποκομμένη απ τον κόσμο. Κι όταν με ρώτησαν γιατί γυρνάω σαν το αγρίμι, τους είπα ότι ψάχνω το Θεό.
- Εδώ είναι ο Θεός, μην τον ψάχνεις, μου απάντησαν όλοι.
Και μου δειξαν το μέρος της καρδιάς.
Κείμενο: Ζωής Χαλκιοπούλου.