
Αγριολούλουδα της Λευκαδίτικης Γης,Αθήνα 2008 Της Δρ. Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού



Ποίημα που διαρκεί τέσσερις εποχές-έναν κανονικό ετήσιο κύκλο, της γένεσης και της φθοράς ή της σποράς και του θερισμού-του διδακτικού έπους περιοδολόγηση.
Έτσι διάβασα Τα Αγριολούλουδα της Λευκαδίτικης Γης της κ.Βέρας Λάζαρη-Σταματέλου-βιογραφικό οδοιπορικό της μικρής, ταπεινής ομορφιάς, αυτής που κλείνει το ταπεινό επίσης μεγαλείο του αγροτικού «σπιτικού»: γιατί αγροτικό σπιτικό λογιάζεται το απέριττο φυσικό σύμπαν των αδέσποτων χωραφιών και των αστείρευτων λειμώνων, η κατοικία, χωρίς ιδιοκτησιακούς τίτλους, του αγρότη- γητευτή της γης καθώς φυλλομετράει το «ευαγγέλιο» της αστείρευτης γης του και το φέρει, αντιγράφοντας τη σοφή του ολιγάρκεια, στο δικό του χτισμένο σπιτικό.
Έμεινα επίμονα στην πρώτη ξεναγούσα παράγραφο της Βέρας Λάζαρη-Σταματέλου: «Δε θυμάμαι πότε ακριβώς ήταν που άρχισα να κοιτάζω χαμηλά, γύρω μου περπατώντας στην εξοχή. Στις αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, στις πασχαλινές βόλτες στην Κουζούντελη, στα μονοπάτια του δάσους στο Σμουλάκι, στον Παράδεισο και την Κατούνα, από τις ομορφιές της φύσης με μάγευαν τα μικρά και τα ασήμαντα, αυτά που ίσως πολλοί τα προσπερνούν πατώντας τα, πολλές φορές χωρίς να βλέπουν». Μια ανάγνωση της πολιτικής ιστορίας; Μια μεταγραφή της ανθρώπινης κοσμοεικόνας, καμωμένης τώρα με τις σχέσεις του ανθρώπινου imperium απέναντι στη φαινομένη πραότητα της φύσης; Ένα παιχνίδι εξουσιαστικού νατουραλισμού ανάμεσα σε δυνατό και αδύναμο, σε φέρουσα ικανότητα καταστροφής και φερόμενη αδυναμία άμυνας; Ή και ευκρινέστερα, η gaudialis vox (η περιχαρής φωνή) των μικρών και των άσημων που επιμένουν στις σελίδες της κάθε αφήγησης να έχουν λόγο, να έχουν κάποτε τον πρώτο λόγο.
Προϊόν θητείας μακρόχρονης σε λαογραφικά περιβάλλοντα η εργασία της, τόσο ανάμεσα σε λαϊκούς ανθρώπους, γυναίκες και άνδρες των χωριών που συγκροτούν το πεδίο της τοπικής της έρευνας, όσο και στους δικούς της ανθρώπους: τον πατέρα της εισαγγελέα εφετών Χριστόφορο Λάζαρη (που μας πρόσφερε «Τα Λευκαδίτικα», το πρώτο λεξικό του τοπικού μας γλωσσικού πολιτισμού), τον λαογράφο Πανταζή Κοντομίχη, τον Βαγγέλη Σταματέλο τον άντρα της, ζώσες παρουσίες στη διάθεσή της όλοι, με τον τρόπο του ο καθένας και μέσα από αξεδιάλυτες συναντήσεις και διαδρομές του βιώματος. Στον ακριβοδίκαιο και ανταποδοτικό τής ευγνωμοσύνης της κατάλογο προς αυτούς μαζί με τα οφειλόμενα-ευχαριστίες και ευγνώμων ανάκληση της εμπειρίας-μας αποκαλύπτει τη μέθοδο και τα στάδια της σπουδής της στο ανάγνωσμα της απλόχερης λευκαδίτικης φύσης: έκφραση μιας νατουραλιστικής λαϊκότητας που εμμένει στην απροσποίητη αθωότητα της φυσικής της γλώσσας και ομορφιάς, αυτήν που τη μιλούν το ίδιο απροσποίητα οι καθοδηγητές της στα χωριά της Λευκάδας καθώς κουβεντιάζουν τη φύση με το αλφαβητάρι του μόχθου στη γη τους. Και, πρόσχαροι αυτοδίδακτοι «επιστήμονες» χαίρονται να μεταδίδουν-αντίθετα κάποτε προς ακαδημαϊκούς συναδέλφους- από τη μια στην άλλη γενεά τις μεγάλες προίκες της κληρονομημένης σοφίας τους: να ακούνε και να καταλαβαίνουν κι έπειτα να εξημερώνουν τα κύτταρα της ζωής στα χωράφια και στους κήπους μετατρέποντας τα αποκαλυμμένα μυστικά σε κώδικες φιλικούς της ζωής και της ομορφιάς της.
Ο μικρός, ιδιαίτερος κύκλος στη ζωή των ανθρώπων της, εγχάρακτος πάνω στα πέταλα των λουλουδιών τής κ. Βέρας Λάζαρη- Σταματέλου, μετεωρίζεται απέθαντος γύρω της υπαγορεύοντας μυστικά ζωής και ονόματα, συνήθειες, γιατροσόφια και έθιμα, καθώς εγγράφει στο σημειωματάριο της σκέψης της το λαϊκό universum του μακρόβιου οδοιπορικού της: «Μεγάλο ευχαριστώ χρωστώ σε φίλες και φίλους που με συντρόφεψαν στις αναζητήσεις μου ή μου ονομάτισαν τα λουλούδια με τα τοπικά τους ονόματα, όπως τα άκουγαν από παλιά, από στόμα σε στόμα. Από τους μεγαλύτερους η Σπυριδούλα Καλού-Διγενή, που μαζί της κι αν περπάτησα κι αν άκουσα ονόματα λουλουδιών και ο Θανάσης ο Καλός που πρόσφατα μου θύμισε ότι πολλά από τα βότανα των οποίων τα ονόματα αναζητούσα, ο παππούς μου απ’τον πατέρα μου, ο Γιώργης Λάζαρης ο δάσκαλος, χρησιμοποιούσε συχνά σε γιατροσόφια σαν φάρμακα σε προβλήματα υγείας των χωριανών και των παιδιών του σχολείου της Κατούνας. Το χωριό τότε αριθμούσε γύρω στις 150 οικογένειες και πάνω από 100 παιδιά, ο δε δάσκαλος έκανε και χρέη γιατρού ή κουρέα ή ό,τι άλλο χρειαζόταν για να βοηθήσει το χωριό, πατέρας ο ίδιος εννέα παιδιών».
Λυρικά ειπωμένη, στολισμένη με χρώμα «ταξιδιωτική εντύπωση» είναι η δουλειά της-ολόκληρης ζωής ενασχόληση με την «ποίηση» των ακίνητων χωραφιών:σύναξη και σύνταξη της ζωής ταυτόχρονα σε απέριττο γεωγραφικό άπλωμα αισθητικής αρτιότητας, που το μεταγράφει με την ευγένεια και την ένταση της δικής της καλλιτεχνικής όρασης. Και των συναισθημάτων τις παλίνδρομες κλίμακες, από τη μια στην άλλη εποχή, κάλεσμα επώνυμης ζωής που φεύγει και ξανάρχεται με του χρόνου την κυκλική θύμηση. Τα προσκαλεί στον υπομονετικό φακό της με τα μικρά τους ονόματα, μ’αυτά που οι συνομιλητές τους των κήπων και των χωραφιών τα βάφτισαν σε απροσδιόριστους μέσα στη λαϊκή παράδοση χρόνους, από το ύφος και την «παραξενιά» του το καθένα-γνώριμη της κοινωνικότητάς τους τακτική να βαφτίζουν στο όνομα μιας άλλης οικειότητας τους συγχωριανούς τους επικαλύπτοντας την πληκτική και άηχη κανονική ονοματολογία τους με παρατσούκλια, ευσύνοπτα περιγραφικά βιογραφικά να συνοδεύουν τη διαδοχή των γενεών. Κατάλογοι λαϊκής ποίησης- λυρικής και σατιρικής-τα τοπικά ονόματα των λουλουδιών-κι αν ακουστούν δίπλα από την αρχαιοελληνική και τη λατινική ή ευρωπαϊκή ονοματολογία τους είναι ως να συγκροτούν τις περιοδολογήσεις μιας γνήσιας «γραμματολογίας των λουλουδιών»: Aρενάρια Λευκαδία-Arenaria Leucadia, καμπανέλες-convolvulus elegantissimus/ ρολογάκια-nigella damascene/ ξολάχανο-κερίνθη η μεγάλη- cerinthe maior/ καλογεράκια-muscari comosum/ σαρκοθρέφτης-σκυλόγλωσσο-stachys germanica/ βoϊδόγλωσσο-βούγλωσσον-echiumplantagineum/ στριφτούλι-μήκων ο αφρώδης-silene vulgaris/ νυχάκι της πέρδικας-partridge’s nail/ πηγουνιά-παιωνία η κοραλλιόχρους-παιωνία pelegrina η Λευκαδία-paeonia Lefkadia/ γεροντολούλουδα-bellis perennis/ κοκοτσέλι-fumario officinalis/ κουφολαχανίδα-crepis incana/ του λαγού τ’αυτί-gynandriris sisyrinchium/ αχινάγκαθο-echinops graecus/ γουρνοπάπουτσο, κεκλαμιά ή γουρνοχόρτι (όνομα που τόσο με ξένισε όταν το πρωτάκουσα…) -cyclamen graecum/ βραχόφυτο-plant on the rock/ δρακοντιά-φιδόχορτο, δρακοντία η μεγάλη-arum maculatum/ πεντανεύρι,πεντάνευρο ή επτάνευρο το μείζον ή αρνόγλωσσο-plantago lanceolata/ αγιούλια-viola odorata…
Πρωταγωνιστές στη δική του θήκη της μνήμης και του φακού της το καθένα, συνθέτουν «γεγονότα» της εποχής, σταθμούς συναισθημάτων ανεξίτηλων για τη συγγραφέα τους: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά της ανακάλυψης του πρώτου κυκλάμινου, που ευνοημένο από λίγη περισσή υγρασία, άνθιζε δειλά το Σεπτέμβρη, σε κάποια σχισμή της ξερολιθιάς και σηματοδοτούσε δυστυχώς την ώρα της επιστροφής στην Αθήνα»/ «Μα πώς ξεχνιούνται τα ρόδινα συννεφάκια της κουτσουπιάς που ανθισμένη, νωρίς την άνοιξη, μαζί με την αγραπιδιά και τ’άλλα χρώματα, έστηναν στη Λευκάδα, τη δική μου Λευκάδα των χρωμάτων, το πανηγύρι της Λαμπρής, ή το καλοκαιρινό καλωσόρισμα από το άρωμα της «μυριανθισμένης», τρυφερής αγράμπελης!»
Θητεία στην ομορφιά, σπουδή στην ποίηση-της λευκαδίτικης φύσης, των λουλουδιών, της ίδιας της ζωής, η «ανάγνωση» των αγριολούλουδων της κ. Βέρας Λάζαρη-Σταματέλου. Κι ακόμα μια ηθική ανάγνωση της πράξης αυτών που αποφασίζουν- της ευθύνης όλων μας, όταν η δύναμη της ανθρώπινης καταστροφικότητας αναμετράται αλαζονικά με την εντελή διδακτική ομορφιά του φυσικού παραδείγματος.
Απο τα ΝΕΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ
Βέρα Λάζαρη-Σταματέλου,
φωτογραφίες Φίλιππου Κολυβά