Ου ιπιβήτουρας...
Της Νιτσας- Κομνηνής Κιασσου από τις "Ντοπιολαλιες"
Ου Μπαρμπα Γιάνν'ς ου Καυλουμισ'μέρ'ς, ήτανι ακτήμουνας. Δεν είχι ούτι κιραμίδ' να βάλ' του κιφάλ' τ', ούτι μια γαϊδουρουκ'λήστρα γης, να σπείρ', να θιρίσ'...να ζήσ' τέλους πάντουν ου φτουχός.. Οι γουνιοί τ' δεν τ' αφήκανι απουλύτους τίπουτα. Μουνάχα ένα γάιδαρου. Μα τι γάιδαρου...
Του όνουμά τ' βέβια δεν ήτανι αυτό. Νικολάου, έλιγι η ταυτότητα τ'...Μι του κιρό όμους ου μπαρμπα Γιάνν'ς, ούτι που του θ' μότανι πια. Κι αν δεν τουν έλιγις μι του γκώμ' κανένας δεν τουν ήξιρι.
Σ αυτό του χουριό έτσι είνι τα πράματα. Ουχτακόσα μάτια είνι καρφουμένα απάν' σ'. Δεν τουλμάς να παραστρατήσ'ς, τσουπ θα στου καθίσ'νι τ΄όνουμα κι θα του κληρουνουμήσ'νι ακόμα κι τα δισέγγουνά σ'. Αν είσι απ΄ τ'ς τυχιροί μπουρεί να σι πούνι Παναϊτσα, Γιρουντουχρίστιανου, Σαλίγκαρου, Καλαπουδά, Καρανικουλάκ'...Άμα είσι απ' τ'ς άτυχ' όμους τ΄ν έβαψις...Κι αν είνι κι ου ν'νός φαρμακιρός, Κουρουμιμέντα θα σι πει, Μπιλαμσκίδ', Κουτσ'λιά, Στραβουγιάνν', Τσιρλουλικανίδα κι άλλα που θα ξ'μιρουθούμι άμα τα πω...
Ου μπαρμπα Γιάνν'ς ου καημένους τ' όνουμά τ' τόχασι απ' του γάιδαρου. Τέτοιου βαρβάτου ζουντανό δεν ξαναγίν'κι. Γαϊδάρα για γαϊδάρα δεν άφ'νι. Διαρκώς ανιτσουτσουρουμένους ήτανι. Μέρα κι νύχτα στου φτιρό, ακόμα κι του καταμισήμιρου. Θα μ' πείτι τι έφτιγι ου ιδιουκτήτ'ς;... Ρουτήστι του χουριό π' ξέρ' κι βγάζ' ουνόματα...
Για να πούμι όμους κι τ' στραβού του δίκιου ου μπαρμπα Γιάνν'ς δεν ήτανι ιντιλώς αθώους...
'Οπους είπαμι ήτανι ακτήμουνας. όμους δεν ήτανι κι ου μουναδικός π' δεν είχι στουν ήλιου μοίρα. Αυτός τουλάχιστουν βρήκι κι ένα γάιδαρου....Τ' μπαρμπα Γιάνν' 'ομους ιπιπλέουν δεν τ' 'αρισι κι η δ'λειά. Προυτιμούσι' να γυρνουβουλάει στ'ς ακρουγιαλιές κι στα β'να, να ψαρουλουάει κι να βουσκάει, παρά να πάει στου μιρουκάματου...Πως ζούσι; θα μ' πείτι. Ας είνι καλά ου γάιδαρους, απαντάου. Διότι ου Μπαρμπα Γιάνν'ς ήτανι πανέξυπνους. Όταν ανακάλυψι του ταλέντου τ' , μόλις μύρ'ζι άνοιξ', τουν έκανι καβάλα κι γύρ'ζι τα χουριά... Ιδώ ου καλός ιπιβήτουρας. Μι δέκα δραχμές γκαστρώνουμι τ' γαϊδάρα σας. Του απουτέλισμα αλάνθαστου....Κι πράγματι. Του καημένου του ζουντανό πουτέ δε ξαστόχ΄σι. Κι έσπιρνι αβέρτα γαϊδουράκια κι μάζιβι δραχμίτσις τ' αφιντικό τ' χουρίς κόπου, ούλ' ήτανι ιφχαριστιμέν' κι ου γαμπρός παρακαλιτός. Μι του κιρό έπριπι να κλείσ'ς ραντιβού για τ'ν ιπίσκιψ'...Έτσ' έγινι κι τότι π' καλέσανι του μπαρμπα Γιάνν' σ' ένα χουριό στ' κουρφή του β'νού, μια μέρα δρόμου. Ιπειδή η ζήτησ' ήτανι μιγάλ' , απουφάσ'σι να πάει λίγου πιο νουρίς απ' του κανουνικό για να τσ' προυλάβ' ούλ' . Τα κρύα όμους βαστούσανι ακόμα κι άνοιξ' ούτι να μυρίσ' . Φτάσανι λοιπόν νύχτα στου χουριό κι έκανι κρύου ψόφου. Αυτός που είχι τ' νύφ' πήγι να τ'ς προϋπαντήσ' στου καφινείου. Κέρασι σούμα του μπάρμα Γιάνν' κι πήρι του γάιδαρου κι τουνι πήγι στ' νυφική παστάδα. Ου ίδιους έκανι μάτ΄απ' του φιγγίτ' να ιδεί τάχατις πως θα τα καταφέρ' του ζεύγους....Πιρίμινι...πιρίμινι...πιρίμινι, τίπουτα. Ου γαμπρός μύρ'ζει μουνάχα τ' νύφ' κι άλλου κανένα. Νευρίασι ου χουριάτ'ς. Κι όσου σκιφτότανι πως τ'ς σούμις τ' μπαρμπα Γιάνν' στου καφινείου τ'ς πλήρουνι ου ίδιους, κόντιψι να του ρθ' νταμπλάς. Αφήν' του μπανιστίρ' κι μια κι δυό πάει στου καφινέ....Αυτός είνι ου βαρβάτους γάιδαρους ου πιριβόητους; Τίπουτα δε κάν'...Κι θελ΄ς κι δέκα δραχμές; Δέκα γκαβαλίνις θα σ' δώσου...Ου μπαρμπα Γιάνν'ς δεν ταράχτ'κι καθόλ' . ...Ου γάιδαρός ιμ' είνι ιγγυημένους, είπι μουναχά. Τιλείουσι τ'΄σούμα μι του πάσου τ' , καλ'νύχτισι του κόσμου κι σ'κώθ'κι απάν'. ...Άντι πάμι να δούμι τι κάν'νι οι νιόνυμφ'....Πήγανι πραγματικά στου ντάμ' κι ήτανι ούλα όπους τά λιγι ου χουριάτ'ς. Λες κι τουνι βασκάνανι του γαμπρό κι δεν έδ'χνι κανένα ινδιαφέρουν. Φουνές κακό τ' αφιντ'κά τ'ς νύφ'ς... Απατιώνα μας κουρουιδεύ'ς, ριζίλ' θα σι κάμουμι....Μαζεύτ'κι ούλου του χουριό. Ου μπαρμπα Γιάνν'ς ιξακουλουθούσι να είνι ατάραχους....Πάνι να μ' φέρ΄ς κυρά μ' ένα κ'βά ζιστό νιρό, λέει στη γ'ναίκα τ' χουριάτ'...κι βγήτι ούλ' όξου....Φέρν' η γ΄ναικα του κ'βα μι του ζιστό νιρό, κλείν' τ΄πόρτα ου μπάρμπα Γιάνν'ς κι σι λίγου ου ιπιβήτουρας είχι γίν' άλτρου καμαράτου...Άμα τουν αφήνανι ούλου του χουριό θα πήδαει κείνου του βράδ'....
Πέρασι λοιπόν η άνοιξ', ήρθι του καλουκαίρ' κι άμα δρόσ΄σι του φθινόπουρου, ου μπαρμπα Γιάνν'ς, όπους του συνήθ'ζι, έπιρνι βόλτα τα χουριά να δει τ απουτιλέσματα κι τ'ς απουγόν' τ' γαϊδάρ' τ'. Η πιλατεία ήτανι πράμα ιιρό κι άμα δε τ'νι βάσταει θα πέθινι τ'ς πείνας αφού άλλ' δ΄λειά δεν ήξιρι να κάν'.
Για να μη τα πουλυλουγούμι, έφτασι κι στου χουριό π' γίν΄κι ου σαματάς ου μιγάλους. Χαρά κι κακό στου καφινείου κι τι ουραίου γαϊδουράκ' μας κάματι κι να τουνι ξαναφέρ'ς του γάιδαρου τ'ν άνοιξ'...Ου γνουστός χουριάτ'ς δεν ήξιρι που να τουνι βάλ'. Πιάσανι τ'ς σούμις κι τα κρασά κι αφού ήρθανι στου κέφ' , σι μια στιγμή τουνι παίρν΄παράμιρα κι σιγά σιγά τουν αρουτάει....Πες ιμ' μπαρμπα Γιάνν' κι θα σκάσου, γιατί η γ'ναίκα μ' δε του μουλουάει. Τι τού κανις τ' γαϊδάρ' κι πήρι μπρός κι γκάστρουσι τ' γαϊδουρίτσα μ'; ...Σιγά του πράμα , απαντάει κείνους.Του βαλα τα 'χαμνά τ' μέσα στου κ'βά μι του ζιστό νιρό...Κι αυτό ήτανι...
Σαράντα χρώματα άλλαξι τότις ου χουριάτ'ς. Ιιιιιιιι παλιάθρουπι, έβαλι τ'ς φουνές, ώστι γι' αυτό μ' τα μάδ'σι κι τα θ'κά μ' η γριά απ' του ζιμάτ'σμα κάθι βράδ' ;
Κανένας δε ξέρ' τι απουγίν'κι απού κει κι ύστιρα. Ου μπαρμπα Γιάνν'ς σ' ικείνου του χουριό δεν ξαναπήγι..Έχ'νι να λένει όμους πως ικεί ούλις οι γ΄ναίκις τουν αγαπούσανι. Οι άντρις όμους όχ' κι τόσου....
Φωτο Κέρας της Αμάλθειας.( ROBERT MC CABE)
Μαραθόκαμπος Σάμου