Την Παρασκευή το βράδυ ένα συμπαθητικό νεαρό αγόρι, μέλος μιας ευρύτερης παρέας, έπινε το ποτό του διασκεδάζοντας. Πιάσαμε την κουβέντα ανταλλάσσοντας αυτές τις ελαφριές και χαριτωμένες παρόλες που λένε δύο άγνωστοι συνοδεία αλκοόλ. Με ρώτησε με τι ασχολούμαι και τελείως αόριστα του απάντησα για τη φύση της δουλειάς μου. Δεν ήταν στους βραδινούς μου στόχους να μιλήσω για τα καμώματα της ημέρας, αλλά θεώρησα ευγενικό να του απευθύνω και εγώ την ίδια ερώτηση. Τότε, με έκπληξη διαπίστωσα ότι ο νεαρός αυτός, που φαινόταν αρκετά έξυπνος και ετοιμόλογος, κόμπιασε στην απάντηση. Αίφνης, με κοιτά στα μάτια και μου λέει: «Κάνω το χειρότερο επάγγελμα». Χωρίς να αντιλαμβάνομαι τι είδους χιούμορ ήταν αυτό που έκανε, συνέχισα στο ίδιο κλίμα, λέγοντάς του «Τι είσαι; πολιτικός ή δικηγόρος;».
Στην απάντησή μου αντέδρασε λέγοντας «Μακάρι να ήμουν ένα από τα δύο. Είμαι κάτι χειρότερο. Είμαι αστυνομικός».
Η συζήτηση, όπως ήταν επόμενο, δεν συνεχίστηκε και πολύ, όχι γιατί υπήρχε κάποιο πρόβλημα από μέρους μου να συζητήσω με έναν νεαρό που έκανε το επάγγελμα του αστυνομικού, αλλά επειδή εκείνος αισθάνθηκε ότι είχε αποκαλύψει κάτι το οποίο έπρεπε να ντρέπεται να ομολογεί μπροστά σε κορίτσια. Αυτή η στάση με έβαλε σε σκέψεις και ντράπηκα για λογαριασμό μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Τι είναι αυτό που δημιουργεί στις ψυχές των ανθρώπων τόση μεγάλη αιδώ τη στιγμή που καμιά φορά σ’ αυτήν τη ζωή δεν επιλέγεις πάντα το ιδεώδες για εσένα; Ιδίως σε περιπτώσεις σαν του νεαρού, που φαντάζομαι ότι είναι άπειρες ανάμεσά μας, σε ποιο βαθμό έχει βάλει η κοινωνία το χέρι της ώστε παιδιά που έρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, από κάθε γωνιά της επαρχίας, που συντηρούν τον εαυτό τους, ενδεχομένως και τους γονείς τους, που επιλέγουν μια έντιμη διαβίωση, να επιφορτίζονται επιπλέον με το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής;
Ποια είναι τα επαγγέλματα που θεωρούνται κατακριτέα, και γιατί, πέρα από αυτά που ξεπερνούν το νόμο, διατηρούνται στη συνείδησή μας ως τέτοια. Μπορεί η Αστυνομία να μη βοηθά πάντα τον εαυτό της διατηρώντας μια αξιοπρεπή κοινωνική εικόνα, αλλά αυτό συμβαίνει επίσης κατά κύριο λόγο στην πολιτική, αλλά και σε άλλους τομείς της επαγγελματικής δραστηριότητας. Η ντροπή όμως από ό,τι φαίνεται είναι ίδιον ενός ευαίσθητου ανθρώπου που παλεύει με τις ενοχές του απέναντι σε κάτι που δεν διέπραξε, σε κάτι που το κληρονόμησε σχεδόν προπατορικά. Από την άλλη, επαγγελματίες της πολιτικής, των επιχειρήσεων ή ακόμα και των ΜΜΕ, που έχουν βουτήξει λίγο έως πολύ το χέρι τους στο αίμα, θεωρούν ντεμοντέ και μικροαστικό να διαθέτουν τέτοιου είδους περιττές ευαισθησίες.
Αφήνοντας στην άκρη -για ευνόητους λόγους- τα καθημερινά ελληνικά παραδείγματα των τέκνων των ισχυρών που απολαμβάνουν τη θέση των γονιών τους και κληρονομούν το δικαίωμα της διαδοχής χωρίς να έχουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, στέκομαι στην περίπτωση της Γαλλίας και του υιού Σαρκοζί.
Ο Ζαν Σαρκοζί στα 23 του χρόνια, με μόλις ένα χρόνο σπουδών στη Νομική, καλείται από τον πατέρα του να αναλάβει τη διοίκηση του σημαντικού δημόσιου οργανισμού EPAD, που χειρίζεται το μεγαλύτερο επιχειρηματικό κέντρο του Παρισιού «La Defense». Ο υιός αυτός, όσο φέρελπις και εάν είναι, δεν διαθέτει ακόμα τα απαιτούμενα προσόντα και την εμπειρία να τεθεί επικεφαλής ενός τέτοιου οργανισμού. Αυτό όμως που θεωρείται σκάνδαλο και όνειδος για έναν Πρόεδρο που πολέμησε ενάντια στην οικογενειοκρατία, λίγα χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας μετατρέπει εαυτόν σε βασιλιά με κληροδοτικά δικαιώματα.
Ο Ζαν Σαρκοζί άραγε αισθάνεται ντροπή γι’ αυτό; Μεγαλωμένος σε ένα ελλειπτικό αλλά αλαζονικό περιβάλλον, μάλλον θεωρεί δεδομένες την εξουσία, την επιρροή και την επιβολή. Είναι προγραμματισμένος, όπως τόσα και τόσα άλλα «επώνυμα» παιδιά σε όλο τον κόσμο, να μην αισθάνεται ντροπή για τις παράλογες επιδιώξεις του. Ο κόσμος στο μυαλό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα franchising της οικογενειακής του επιχείρησης, όποια και εάν είναι αυτή.
Άλλωστε, η ντροπή είναι ένα συναίσθημα που σε κάνει να ψάχνεις βαθύτερα τον εαυτό σου. Ποιος, όμως, χρειάζεται κάτι τέτοιο όταν είναι ψηλά στην ιεραρχία.