Tου ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ*
Ένα ανέκδοτο λέει πως κάποτε ένας δικηγόρος βγήκε στη σύνταξη και άφησε στον γιο του το δικηγορικό του γραφείο. Μετά από λίγο καιρό τον ρώτησε πώς πάνε οι δουλειές. «Καταπληκτικά», του είπε ο γιος. «Έκλεισα πολύ εύκολα όλες τις υποθέσεις που είχες αφήσει ανοιχτές». Και ο πατέρας του απάντησε: «Τι έκανες, βρε βλάκα; Από αυτές τις υποθέσεις ζούσαμε τόσο καιρό!».
Την περασμένη εβδομάδα, ο Παπανδρέου ο Γ' παρουσίασε το κυβερνητικό του σχήμα. Όχι, δεν εννοώ πως η σύνθεση της κυβέρνησης ήταν ανέκδοτο. Αλλού είναι η πλάκα. Από τα δελτία ειδήσεων μάθαμε πως ο νέος πρωθυπουργός πρότεινε στη Μαρία Δαμανάκη το υφυπουργείο Προστασίας του Πολίτη (πρώην Δημόσιας Τάξης), το οποίο η ίδια αρνήθηκε. Οι δημοσιογράφοι μας μετέφεραν αμέσως την αιτία της άρνησης. Η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ δήλωσε άγνοια επί του αντικειμένου του υπουργείου και ως εκ τούτου αδυναμία ανάληψης της σχετικής κυβερνητικής ευθύνης. Παράλληλα όμως διέρρεε και ένας άλλος λόγος. Η προσωπική ιστορία της Μαρίας Δαμανάκη και ο κεντρικός ρόλος που η ίδια κατείχε στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1973 δεν της επέτρεπαν να αποτελέσει την πολιτική προϊσταμένη της Ελληνικής Αστυνομίας. «Η φωνή του Πολυτεχνείου δεν θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την αστυνομία» όπως μας είπε καλύπτοντάς την, διακριτικά αλλά πρόθυμα, η κυρία Τρέμη. Λίγο αργότερα, η ίδια η Μαρία Δαμανάκη θα επιβεβαίωνε, εμμέσως, την εγκυρότητα αυτής της πληροφορίας.
Η διαπίστωση της αντίθεσης ανάμεσα στο πνεύμα του Πολυτεχνείου και τον ρόλο της σημερινής αστυνομίας δεν είναι για πέταμα, ανεξαρτήτως του από ποιον εκφέρεται. Η κ. Δαμανάκη ένιωσε, μάλλον ειλικρινώς σε πρώτη φάση, την αντίφαση και εκδήλωσε τα συναισθήματά της. Όμως, εδώ προκύπτει το ερώτημα: Ποιος ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρεί πως δεν συνάδει η ιδιότητα της υφυπουργού Δημόσιας Τάξης με την προσωπική της πολιτική ιστορία; Τα σώματα ασφαλείας του σύγχρονου ελληνικού κράτους είναι ίδια με της Χούντας; Θα μπορούσε, ίσως, η κ. Δαμανάκη να μας επισημάνει πως ο ρόλος της αστυνομίας παραμένει αντικειμενικά κατασταλτικός και πως ακόμη και στην καλύτερή της εκδοχή (μακράν αυτής που κυκλοφορεί στην Ελλάδα) συνιστά ένα «αναγκαίο κακό», μία τρύπα στο ύφασμα της δημοκρατίας, άρα ένα στοιχείο συγκρουόμενο με το αξιακό περιεχόμενο του Πολυτεχνείου. Αλλά αυτό θα άνοιγε επικίνδυνες κουβέντες. Θα μπορούσε να μας πει πως αισθάνεται άβολα να συμμετέχει σε ένα υπουργείο που μεριμνά για την εφαρμογή του «τρομονόμου», τον οποίο ως βουλευτής του ΣΥΝ η ίδια είχε καταψηφίσει. Θα χαιρόμασταν όλοι αν μας έλεγε πως διαφωνεί με τη μεταναστευτική πολιτική και τη σχετική δράση της αστυνομίας και του λιμενικού.
Δυστυχώς, όμως, δεν είπε τίποτα από αυτά. Αυτό που εννοούσε η κ. Δαμανάκη δεν βγήκε από τα χείλη της. Πως δηλαδή, αν και η ίδια συνδεόταν πλέον με την αστυνομία και αναγκαζόταν να απολογείται για τη δράση των σωμάτων ασφαλείας, θα πλήττονταν το δημοκρατικό-αριστερό προφίλ που τόσα χρόνια οικοδομεί για τον εαυτό της, στη βάση της συμμετοχής της στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και ήταν τέτοια η πρεμούρα της να αποσοβήσει αυτόν τον κίνδυνο που δεν σκέφτηκε καν πως με τη στάση της «αδειάζει» τους συναδέλφους της που τελικά αναλαμβάνουν αυτό το έργο, αφού φαίνεται σαν να τους χρεώνει μειωμένη δημοκρατική ευαισθησία σε σχέση με την ίδια. Αλλά τι να έκανε; Αλλιώς, θα αποδυναμωνόταν το βασικό επικοινωνιακό και πολιτικό της πλεονέκτημα για την κατάληψη μιας θέσης στην κεντρική πολιτική σκηνή. Δηλαδή, «θα έκλεινε τις υποθέσεις από τις οποίες τρώει τόσο καιρό», που λέει και το ανέκδοτο...