Άγγλος συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής, που χαρακτηρίστηκε «Παπαδιαμάντης της Άπω Ανατολής». Γεννήθηκε στη Λευκάδα, στις 27 Ιουνίου του 1850 και πέθανε στο Οκούμπο της Ιαπωνίας, το 1904. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε στη Δύση γνωστό τον ιαπωνικό πολιτισμό.
Δεύτερος γιος του Ιρλανδού Charles Hearn και της Ρόζας Κασιμάτη. Η μητέρα του ήταν ευγενούς καταγωγής, κόρη του Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα, ενώ ο πατέρας του στρατιωτικός γιατρός (χειρουργός) από το Δουβλίνο και υπηρετούσε στο Βρετανικό Σώμα των Επτανήσων. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στα Κύθηρα υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Το 1856 ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις δυτικές Ινδίες και έτσι δυο χρονιά αργότερα ο μικρός Λευκάδιος ταξιδέψε με τη μητέρα του στο Δουβλίνο για να ζήσουν με την οικογένεια του πατέρα του. Η μητέρα του αντιμετώπιζε δυσκολίες προσαρμογής στην ξένη χωρά αλλά και στο σπίτι της οικογένειας του άντρα της και έτσι μετακόμισε στην Σάρα Μπρέναν, συγγενικό πρόσωπο που έδειχνε συμπάθεια στον Λευκάδιο και τη μητέρα του. Μετά από ένα διάστημα συμβίωσης με τον πατέρα του, η μητέρα του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, καθώς ο Κάρολος Χερν εκμεταλλεύτηκε ένα νομικό κενό και έθεσε εκτός ισχύος τον γάμο του.
Έτσι, σε ηλικία 5 ετών ο Λευκάδιος Χερν αποχωρίστηκε από τη μητέρα του χωρίς να την δει ποτέ ξανά. Στην ηλικία αυτή ένιωθε φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά. Η θεία του για να τον κάνει να ξεπεράσει τις φοβίες του αυτές τον κλείδωνε στο υπόγειο.
Όταν έφτασε σε σχολική ηλικία και άρχισε να διαβάζει, κάποια στιγμή ανακάλυψε ένα βιβλίο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δήλωσε ενθουσιασμένος. Όπως είπε αργότερα ο ίδιος: «Εισήλθα στη δική μου αναγέννηση». Αργότερα, και αφού είχε περάσει από το γαλλικό κολλέγιο του Υβενό στάλθηκε στο κολλέγιο Σαίντ Κούθμπερτ (Ushaw Roman Catholic College). Στα 16 του χρόνια, στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έχασε την όρασή του από το αριστερό του μάτι. Από τότε κλείστηκε στον εαυτό του. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του πέθανε και λόγω οικονομικών δυσχερειών αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο.
Σε ηλικία 19 ετών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκε στο Σινσινάτι, όπου για κάποιο χρονικό διάστημα έζησε κάτω από συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Όταν γνώρισε τον Χένρυ Γουώτκιν βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Με τη βοήθεια του βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα. Σιγά - σιγά άρχισε να δουλεύει σε υψηλότερες θέσεις και έφτασε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα του Σινσινάτι (Cincinnati Daily Enquirer). Την ίδια εποχή άρχισε και η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία.
Το 1877 μετακόμισε στη Νέα Ορλεάνη για μια σειρά άρθρων και παρέμεινε εκεί για 10 χρόνια, μεταφράζοντας έργα ξένων λογοτεχνών. Το 1887 η εκδοτική εταιρεία, για την οποία δούλευε, τον έστειλε στις Γαλλικές Αντίλλες και συγκεκριμένα στη Μαρτινίκα, όπου παρέμεινε έως το 1889. Τις εμπειρίες του από την εκεί διαμονή του περιέλαβε στο βιβλίο «Δυο χρόνια στις γαλλικές δυτικές Ινδίες» (1890).
Το 1890 στάλθηκε ως ανταποκριτής στην Ιαπωνία. Πολύ σύντομα παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα αυτή. Αργότερα και με τη βοήθεια του Μπάζιλ Τσάμπερλαιν και του Ίτζιτο Χαττόρι βρήκε θέση καθηγητή της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη ΒΔ Ιαπωνία.
Στο 15ο μήνα διαμονής του στην Ιαπωνία παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. Κόρη μίας οικογένειας σαμουράι, των Κοϊζούμι που είχαν ξεπέσει με την καταστροφή που επέφερε σε αυτήν την κοινωνική τάξη η νέα πορεία της Ιαπωνίας.
Μετά το γάμο του έγινε Ιάπωνας υπήκοος και υιοθέτησε το όνομα της συζύγου του και από Λευκάδιος Χερν ονομάζεται Κοϊζούμι Γιάκουμο (小泉八雲).[1] Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά. Ταυτόχρονα απαρνήθηκε τον χριστιανισμό και ασπάστηκε τον Βουδισμό.
Το Δεκέμβριο του 1896, το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του πρόσφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, την οποία κράτησε μέχρι το θάνατό του. Στην Ιαπωνία ο Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας. Κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίστηκε ως ο πιο αυθεντικός ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση, ενώ το βιβλίο του «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» διδασκόταν σε όλα τα σχολεία της χώρας για δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, υπάρχουν 8 μουσεία προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία, ενώ το άγαλμά του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία του έχουν στηθεί σε κάθε γωνιά τις Ιαπωνίας απ’ όπου πέρασε.
Ο Λευκάδιος Χερν πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 ύστερα από πνευμονικό οίδημα. Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σωρό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελεύθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για το νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο: Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο.
Έγραψε αρκετά μυθιστορήματα και ταξιδιωτικά διηγήματα και θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας. Τα πιο γνωστά του έργα είναι: «Εντός του κύκλου των ψυχών», «Η χώρα των χρυσανθέμων» (εκδόσεις Κέδρος), «Ιαπωνικοί Θρύλοι» (εκδόσεις Σιδέρη), «Ηλέκτρα», «Καϊνταν», «Κείμενα από την Ιαπωνία» (εκδόσεις Ίνδικτος), «Όλεθρος και άλλα διηγήματα», «Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Εστία), «Εντός του Κύκλου των Ψυχών» (εκδόσεις Ίνδικτος).