Η φιλία μου με την Κ., μια ποιήτρια, με διδακτορικό από το Κολόμπια Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, που εξέδιδε τα αντι-δικτατορικά της ποιήματα με δικά της έξοδα πουλώντας οικοδομήσιμη γη στη Θεσσαλονίκη, προϋπήρχε της χούντας.
Πριν μας ένωνε η λογοτεχνία, τώρα η έκφρασή μας και οι οποιεσδήποτε δραστηριότητές μας κατά του καθεστώτος της Αθήνας.
Συναντιόμασταν, σχεδόν, καθημερινά, εκείνη οικογενειακώς, εγώ μόνη.
Ευτυχώς που ήρθες, μου είπε.
Το προηγούμενο βράδυ καλεσμένοι ενός φίλου, που δε ζει πια, δικηγόρου, που είχε εκδώσει μια ποιητική συλλογή, και που δε με είχε καλέσει επειδή τον είχαν επισκεφθεί δυο πράκτορες του Εφ Μπι Αϊ ή κάτι τέτοιο και τον είχαν ανακρίνει για μένα, είχε συμβεί το περιστατικό.
Δεν είχε καν τολμήσει να μου τηλεφωνήσει ο ίδιος, αλλά είχε τηλεφωνήσει στον κοινό μας φίλο, τον ποιητή Νίκο Σπάνια, που ήδη τον είχαν επισκεφθεί για τον ίδιο λόγο οι δυο ή άλλοι πράκτορες, για να μου το διαβιβάσει.
Εκείνος πήρε τον καλαίσθητο τόμο, είπε ευχαριστώ, και τον ακούμπησε σε κάποια επιφάνεια, χωρίς καμιά άλλη αναφορά.
Εκανε, όμως, συνεχείς αναφορές στους κεφτέδες που είχε φέρει μια άλλη φίλη.
Το υπόλοιπο βράδυ, η Κ. το πέρασε έχοντας υποστεί μια περιστασιακή μελαγχολία.
Το έβρισκε άδικο, αναντίστοιχο στο ποιητικό της ταλέντο, στο περιεχόμενο της συλλογής, το χρόνο που είχε αφιερώσει στο γράψιμό τους, τα χρήματα που είχε διαθέσει, αλλά κυρίως την αιτία που την είχε ωθήσει για την ποιητική της δουλειά.
Το αποτέλεσμα του δικού της έργου υστερούσε συγκριτικά με τους κεφτέδες.
Οι καλεσμένοι έτρωγαν τους κεφτέδες και η φίλη μου κατάπινε τα δάκρυά της που ανάβλυζαν από την οργή της.
Και το θυμάσαι ακόμα από χτες το βράδυ; Τι να κάνω; με ρώτησε.
Να συνεχίσεις να γράφεις. Χωρίς ανταπόκριση; Μα, ο Ν. δεν είχε διαβάσει το περιεχόμενο. Με κοίταξε έκπληκτη σα να είχε ακούσει κάποια μεγάλη εξυπνάδα. Για ποιο σκοπό έγραψες εκείνα τα ποιήματα;
Η ερώτησή μου ήταν ρητορική. Ηξερα πολύ καλά γιατί τα είχε γράψει. Εξάλλου πριν γίνουν μια ποιητική συλλογή, είχα διαβάσει τα περισσότερα και αρκετά είχαν δημοσιευτεί στον εβδομαδιαίο «Ελληνικό Ταχυδρόμο», στον οποίο έγραφα κι εγώ μια επιφυλλίδα.
Εμείς θα συνεχίσουμε να γράφουμε, καταλήξαμε, πριν πούμε καληνύχτα.