Το "φινλανδικό θαύμα" και η "ελληνική τραγωδία"
Των Σταμάτη Ζαχαρού και Νεκτάριου Νώτη
Στη χώρα μας αντιστοιχούν μόλις 8,2 μαθητές ανά εκπαιδευτικό, πολύ λιγότεροι δηλαδή απʼ ό,τι στη Φινλανδία, τη χώρα που το όνομά της έγινε συνώνυμό του «εκπαιδευτικού θαύματος», οπού ο αντίστοιχος δείκτης είναι 12,5 και οι επιδόσεις των μαθητών οι καλύτερες στον κόσμο. Στη χώρα μας οι επιδόσεις των μαθητών στις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά είναι 28ες στο σύνολο των 30 χωρών του ΟΟΣΑ και στην κατανόηση κειμένου 27ες στις 30.
Η εξήγηση είναι απλή. Ελλιπής σχεδιασμός, αιματηρή «οικονομία» στις δαπάνες, ανεπαρκείς υποδομές, παραπαιδεία, ελλείψεις διδακτικού προσωπικού και...υπεράριθμοι δάσκαλοι, συνθέτουν το παράλογο σκηνικό της ελληνικής παιδείας και φυσικά υποθηκεύουν το μέλλον της χώρας. Διαβάστε πώς καταρρίπτονται οι μύθοι που για χρόνια ακολουθούν την δραματική κατάσταση της ελληνικής εκπαίδευσης.
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους που συντηρούν το απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, αφορά τις καλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών που έρχονται σε αντιδιαστολή με τις ελλείψεις του συστήματος. Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τις επιδόσεις των Ελλήνων Μαθητών, που βασίζονται στη διεθνή έρευνα PISA καταδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο.
Στη συγκεκριμένη έρευνα, οι Έλληνες μαθητές βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις. Από τις 30 χώρες του ΟΟΣΑ κατατάσσονται στην 28η θέση στις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά, και στην 27η στην κατανόηση κειμένου. Ποια χώρα είναι πρώτη; Η Φιλανδία. Μια ευρωπαϊκή χώρα με περίπου το μισό πληθυσμό από αυτόν της Ελλάδας και η οποία θα αποτελέσει στη συνέχεια το σημείο αναφοράς μας.
Ένας δεύτερος μύθος αφορά τις ελλείψεις διδακτικού προσωπικού που για πολλούς ευθύνονται για την άσχημη κατάσταση της χώρας. Πρόκειται για έναν μύθο που συντηρείται εδώ και δεκαετίες. Όχι άδικα βεβαίως καθώς στην έναρξη κάθε σχολικής χρονιάς, πολλά είναι τα σχολεία που δεν διαθέτουν καθηγητές και δασκάλους για να καλύψουν το πρόγραμμα διδασκαλίας.
Παρʼ όλ αυτά, η χώρα μας έχει τη δεύτερη καλύτερη επίδοση στον ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά την αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό λειτουργό. Στην Ελλάδα αναλογούν 8,2 μαθητές ανά εκπαιδευτικό, όταν στη Φιλανδία ο αριθμός είναι κατά 50% υψηλότερος, και διαμορφώνεται σε 12,5 μαθητές ανά εκπαιδευτικό. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 13,2 και η καλύτερη επίδοση (αυτή της Πορτογαλίας με 8 μαθητές ανά εκπαιδευτικό) είναι πολύ κοντά στη δική μας. Είναι προφανές ότι πρόκειται για έλλειψη σχεδιασμού και όχι για ελλείψεις προσωπικού.
Η κυβέρνηση ωστόσο αν και διαμήνυσε προς πάσα κατεύθυνση ότι πρόκειται να παγώσει τις προσλήψεις σε όλους τους τομείς, εξαίρεσε αυτούς της παιδείας και της υγείας, οπότε αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω ο συγκεκριμένος δείκτης.
Τις επιδόσεις των Φιλανδών μαθητών εξηγεί το γεγονός ότι ο αριθμός των μαθητών ανά αίθουσα, στη χώρα μας ανέρχεται σε 24,2 μαθητές και στη Φιλανδία σε 19,9. Αυτό εξηγείται φυσικά από ένα άλλο «στατιστικό» μέγεθος που ακούει στο όνομα «δαπάνες για την παιδεία ως ποσοστό επί του ΑΕΠ».
Η παιδεία είναι ένας από τους κλάδους όπου η χώρα μας πραγματοποιεί... αιματηρές οικονομίες. Έτσι το 2008 οι δαπάνες δεν ξεπέρασαν το 3,5% του ΑΕΠ, όταν στη Φιλανδία έφτασαν το 6,1%. Στην Ευρώπη των «27», η χώρα μας βρίσκεται στην 25η θέση σε ό,τι αφορά το ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται για την εκπαίδευση. Στο ποσοστό αυτό πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και το κόστος μισθοδοσίας των υπεράριθμων εκπαιδευτικών (πάντα με μέτρο σύγκρισης την Φινλανδία) που βελτιώνει έτι περαιτέρω το συγκεκριμένο δείκτη. Με λίγα λόγια αν είχαμε την ίδια αναλογία εκπαιδευτικών με την Φινλανδία, το ποσοστό της συνολικής δαπάνης επί του ΑΕΠ θα ήταν ακόμη μικρότερο.
Όσον αφορά την ετήσια δαπάνη της κάθε χώρας-μέλους ανά μαθητή/φοιτητή (εξαιρώντας τις ερευνητικές δραστηριότητες), στην «κορυφή» βρίσκονται οι ΗΠΑ με 12.000 δολάρια. Η Ελλάδα βρίσκεται προς το τέλος της κατάταξης, με δαπανώμενο ποσό λίγο πάνω από τα 5.000 δολάρια.
Μπορεί το κράτος να μην δαπανά πολλά χρήματα για την παιδεία αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους ιδιώτες. Σε ένα πρωτοφανές φαινόμενο που αδυνατεί ακόμη και να αναφέρει οποιαδήποτε Κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες, η παραπαιδεία ζει και βασιλεύει. Εκατοντάδες φροντιστήρια ή «ιδιαίτερα» μαθήματα προετοιμάζουν τους μαθητές αλλά και τους φοιτητές για να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία του σχολείου ή του πανεπιστημίου καθώς και για κάθε είδους εξετάσεις που το ίδιο το κράτος έχει θεσπίσει. Παράλληλα μεγάλο είναι το κόστος για όσους δεν εμπιστεύονται συνολικά το εκπαιδευτικό σύστημα και μπορούν να επιλέξουν ιδιωτικά σχολεία και κολλέγια.
Το συνολικό κόστος μόνο για φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης και ιδιαίτερα μαθήματα για μαθητές γυμνασίου - λυκείου - ΤΕΕ (χωρίς την όποια παραοικονομία) σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία ανεξάρτητων ερευνητών (συγκεκριμένα του εκπαιδευτικού-ερευνητή Χρήστου Κάτσικα που συστηματικά καταγράφει τις ιδιωτικές δαπάνες για την παιδεία) ανήλθε σε 650 εκατ. ευρώ το 2008. Επιπλέον 45 εκατ. ευρώ στοίχισαν τα φροντιστήρια κάθε είδους για μαθητές δημοτικού.
Σʼ αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε και περίπου 850 εκατ. ευρώ για φροντιστήρια ξένων γλωσσών και ιδιωτικά μαθήματα, καθώς η διδασκαλία τους στα σχολεία κρίνεται από την πλειοψηφία των γονέων ελλιπής.
Τα ιδιωτικά σχολεία στοίχισαν στους έλληνες 580 εκατ. ευρώ, τα δίδακτρα σε δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ 15 εκατ. ευρώ και τα κέντρα ελευθέρων σπουδών και κολλέγια 150 εκατ. ευρώ.
Απροσδιόριστο είναι επίσης το μέγεθος για πανεπιστημιακά φροντιστήρια, αυτά που αφορούν διαγωνισμούς ΑΣΕΠ καθώς και άλλες εξειδικευμένες περιπτώσεις.
Είναι φανερό ότι η διατήρηση των δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ για την παιδεία δεν αρκεί. Προφανώς δεν αρκεί ούτε η αύξησή τους καθώς ο τρόπος που γίνεται η διαχείριση αυτών των χρημάτων δεν είναι ορθολογικός. Το κράτος υπόσχεται νέες προσλήψεις που σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δεν χρειάζονται αλλά προφανώς εξυπηρετούν μικροκομματικούς και άλλους στόχους, όπως η μείωση της κλαδικής αλλά και γενικής ανεργίας. Την ίδια ώρα οι ελλείψεις σε υποδομές είναι εμφανείς και η αποτελεσματικότητα της δημόσιας εκπαίδευσης αμφίβολη. Πιο επίκαιρο από ποτέ είναι το ερώτημα «σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας»;
ΚΑΠΙΤΑΛ