Παρασκευή 19 Μαΐου 2023
Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023
Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023
Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023
ΤΙΣ ΑΓΡΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ...
Τις άγριες νύχτες που κρύβει ο Γενάρης,
με μαστιγώνουν βοριάδες τρελοί,
μα η Σαλονίκη μαζι κι ο Βαρδάρης
στη Νέα Κρήνη αλλάζουν φιλί.
Τις άγριες νύχτες που σβήνουν τ' αστέρια
και σκοτεινιάζει στην έρημη γη,
τις πλάνες ελπίδες τυλίγω στα χέρια,
να δούμε ετούτη η ντροπή που θα βγει.
Τις άγριες νύχτες που τρέμουν τα χέρια,
και μελανιάζει ο καιρός το κορμί,
το φεγγάρι με τ' άστρα χορεύουν στις μπόρες,
κι εγώ για εκδίκηση ζητώ αφορμή.
Μίμης Κούρτης.Απο την ποιητική συλλογή μου,
" ΓΙ ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΧΑΣΑΝΕ ΝΩΡΙΣ ", εκδόσεις Αριστατετη.
Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023
Η φωτιά και το μπαρούτι
Η φουτιά κι του μπαρούτ’
Της Νιτσας-Κομνηνής Κιασσου
Όταν προυτουπαντρεύτ’κα ήμ’να δικατρίου χρουνού. Μουρό πράμα. Ακόμα μι τ’ς κούκλις έπιζα. Ικείνους ήτανι δικαιφτά.
Μόλις είχα τιλιώσ’ του σχουλειό κι η μάνα μ’ μ’ έστ’λι σι μια καλή μουδίστρα τ’ χουριού να μάθου να ράβου. Μουνάχα όμους αυτό δεν έμαθα . Ούτι μια βιλουνιά. Γιατί η μουδίστρα φουβότανι μι τ’ς πάρου τ΄ν τέχν’ κι δε μουδ’χνι τίπουτα. Μ’ έβαζι μουνάχα να τ’ς κ’βαλώ νιρό απ’ τη βρύσ’, να σφουγγαρίζου κι να μαζεύου τ’ς κλουστές π’ κουλούσανι πάνου στα τρίχ’να στρουσίδια κι η σκούπα δεν τά πιανι. Αυτίν’ η δ’λιά δε μ’ άρισι καθόλ’ γιατί ουλ’μιρίς μπουσούλαγα...Μ’ έβαζι όμους κι έκανα κι κάτι άλλου που μ’ άρισι πουλύ. Μ’ έστιλνι στου β’νό, να πάου ζιστό φαί κι καθαρά ρούχα στουν αδιλφό τ’ς τουν Κουσταντή.
Ου Κουσταντής ήτανι άρρουστους. Χτ’κιασμένους. Κι τουν είχανι όξου απ’ του χουριό, ψ’λά , κουντά σ’ ένα δάσους για να είνι στουν καθαρό αέρα. Ικείν τ’ν ιπουχή αυτίν’ η αρρώστια θέρ’ζι κι τ’ς άρρρουστ’ δεν τ’ς κρατούσανι στα σπίτια για να μη κουλλήσ’νι κι οι υπόλοιπ’. Ήτανι κι άλλ’ στου β’νό. Κι ιγώ δε ξέρου πόσιν’.
Ου Κουσταντής ήτανι πουλύ όμουρφους. Παράξινους. Ξανθός μι γαλανά μάτια. Ιγώ πάλι ήμ’να μιλαχρινή. Πως τουνι λ’πόμ’να τουν καημένου. Ήτανι πουλύ στ’ναχουριμένους ικεί στου καλύβ’ θιουμόναχους. Ήτανι όμους πουλύ αστείους κι καλός κι μούκανι χουρατά. Στου τέλους δεν έβλιπα τ’ν ώρα να τ’ πάου φαί κι να γλιτώσου τ’ς δ’λιές π’ μι βάζανι να κάνου στου ραφτάδ’κου. Μι του κιρό τόσκαγα κι τ’ νύχτα απ’ του σπίτ’ κι πήγινα κι τουν έβρισκα. Να μην είνι μουναχός. Κι ούτι τ’ν αρρώστια φουβόμ’να, ούτι του σκουτάδ’ , ούτι τα στ’χειά, ούτι τίπουτα. Νάμ’να μαζί τ’ κι τι στου κόσμου.
Πιρνούσαμι πουλύ ουραία μι τουν Κουσταντή στου καλύβ’ , αλλά αυτό δε κράτ’σι.
Μια μέρα μπαίν’ μές στου ραφτάδ’κου ουλουδρουμιστ’κός ου αγρουφύλακας μι του τσιφτέ στουν ώμου.
Μαρή, λουλαθήκατι, λέει στ’ μουδίστρα κι τα μάτια τ’ πιτούσανι φουτιές. Βάλατι κουντά κουντά τ’ φουτιά μι του μπαρούτ’;
Η μουδίστρα γκούρλουσι κάτ’ μάτια να...Τι λες βλουημένι; τ’ κάν’.
Αυτό π’ σ’λέου, απαντάει κείνους κι του μάτι τ’ έπισι πάνου μ’ . Αυτοίν’ οι δυό τα σάσανι...Κι μ΄ έδ’ξι μι του δάχτ’λου. Τ’ς είδα μι τα μάτια μ’ π’ φλιότανι απόξου απ΄του καλύβ’...Κι καλά του κουρίτσ’ που είνι ντιπ καταντιπ μ’κρό...Αν κουλήσ ’ κι τ’ν αρρώστια;
Για να μη σας τα πουλυλουγώ κι ντραλίζιστι, απού κει κι ύστιρα γίν’κι χαμός κι ουδυρμός. Ιμένα μι σύρανι μι του ζόρ’ κι μι πήγανι στ’ μαμμή να μ’ ιξιτάσι κι αφου μι ξιβράκουσι κι μι ψαχούλιψι, καθησύχασι τ’ μάνα μ’ ... Γκαστρουμένου δεν είνι, η ζημιά όμους γίν’κι. Κ’τάξτι να δείτι τι θα τ’ς κάμιτι…
Μας παντρέψανι νύχτα παράουρα σ’ ένα ξουκκλήσ΄. Ούτι μάνα , ούτι πατέρας. Ου παππάς μουνάχα κι ου αγρουφύλακας μι τουν τσιφτέ στουν ώμου π’ φουβότανι φαίνιτι μη λακίσουμι κι δε γέν’ ου γάμους. Αυτός ήτανι κι ου γκμπάρους. …
Όταν τέλειουσι του μυστήριου ιμείς θαρρούσαμι πως θα μας αφήσ’νι να πάμι στ’ καλύβα μας να λέμι τα χουρατά μας κι να πιρνάμι ουραία. Αμ δε...Μόλις βγήκαμι απ’ τ’ν ικκλισά, ου αγρουφύλακας άρπαξι τα στιφάνια απ’ τα κιφάλια μας κι τα πέταξι σ’ ένα βατιώνα….Μ΄άρπαξι κι μένα απ’ του χέρ’...Στ’ μάνα σ’ κι κάνι τ’γανίτις, μ’ λέει...Κι ισύ, κάν’ στου Κουσταντή, απόψι φεύγ’ς μι του καράβ’ για του σανατόριου...Σκατουμύξ’δις...π’ θέλατι κι κουκό…
Του Κουσταντή έκαμα να τουνι δω πουλλά χρόνια. Στου μιταξύ ιμένα μη γύριψι ένας πουλύ καλός άθρουπους. Ζουντουχήρα ή’μνα, δεν ήμ’να ατιμασμέν’...Μι δόξα κι τιμή, μι στιφάν’ κανουνικό κι μι γάμου...Παντριφτίκαμι κι δεν του μιτάνιουσα. Είχα μιγαλώσ΄ κιόλας κι όχ’ που να του πινιφτώ είχα γίν’ πουλύ ουραία γ’ναίκα. Κι αυτός όμουρφους ήτανι, προυκουμμένους, καλός κι άγιους….κι νόμ’ζα πως ήμ΄να ιφτυχισμέν’...Μέχρι που ιμφανίστ’κι ου λιγάμινους….
Δεν ήτανι χ’τκιασμένους πιά. Είχι γίν’ καλά κι είχι πάει κι φαντάρους. Κι μια μέρα π’ τουν’ είδα απού μακριά, πιο όμουρφους μ’ φάν΄κι απού τότι….Μού πανι πως αρώταει για μένα κι πως τα νέα τα θ’κά μ’ τάμαθι... Δεν πιράσανι πουλλές μέρις κι μαθαίνου πως έκλιψι μια τσουπαναριά. Κι αφού τουν πιάσανι τ’ αδέρφια τ’ς κι τουνι κάμανι τούμπανου στου ξύλου, τουνι παντρέψανι αψά κι ουγλίγουρα κι τ’ δώσανι προίκα ένα σπίτ’ δυο κάμαρις κι κατώι, ένα βαρέλ’ τυρί κι πέντι κατσίκις…
Μακάρ’ νάνι ιφτυχισμένους σκιφτόμ’να εγώ συνέχεια, μέρα κι νύχτα κι απ΄του μυαλό μ’ δεν έβγινι. Ανιξήγητα πράματα. Αλλά κι αυτός τα ίδια πρέπ’ να σκιφτότανι, γιατί ένα βράδ’ που ου άντρας ιμ έλειπι , ακούου τακ τακ του παραθύρ’ ...Ανοίγου του τζαμλίκ’ κι βρίσκουμι μπρουστά στα μούτρα τ’...Άν’ξι γιατί θα κάμου φασαρία, μ’ λέει, κι θα μας ακούς’ του χουριό...Τι να κάμου η κακουμοίρα...Ανοίγου κι τουνι βάζου μέσα. Γιατί παντρεύτ’κις μαρή, μ’ κάν’...Δε μπόραγις να πιριμέν’ς; Τι να πιριμένου, απόρ’σα ιγώ. Μπας κι θα ξαναπαντριβόμασταν; ...Δεν προυλάβαμι να πούμι κι πουλλά κι ακούου νάρχιτι ου άντρας ιμ. ...Κρύψ’ παναθιμά σι κι θα μι κάψ’ς τ’ λέου κι τουνι χώνου κατ’ απ’ του κριβάτ’. Ίσα ίσα πρόλαβα κι μπήκι ου άλλους κι βάσταει κι ένα διάνου ζουντανό. Βάλτουνι σι μια μιριά μ’ λέει, να τουνι σφάξουμι ταχ΄νό να τουνι φάμι τα Χ’στούινα. Βάζου του διάνου μέσα στου νιρουχύτ’ κι κάνου να τ’ βάλου να φάει...’Αντι να φας κι να κ’μηθείς, τ’ λέου...Δε νυστάζου, απαντάει. Βάλι κρασί κι κάτσι να τα πούμι... Ιγώ ιπέμινα πως έπριπι να πάει να κ’μηθεί κι σαν τουν έπιρνι ου ύπνους σκιφτόμ’να να βγάλου του Κουσταντή απ’ κάτ’ απ’ του κριβάτ’, να πάει στ’ν ιφχή τ’ Θιού, να πάει κι μένα η ψ΄χή μ΄στουν τόπου τ’ς. Αυτός όμους είχι όριξ’ για λακριντί. Μα καλέ μ’, μα χρυσέ μ’...αντι να πας για ύπνου...Τίπουτα ου καλός ς’ ….Είδα λοιπόν κι απόειδα κι σ’κώνουμι σι μια στιγμή, λύνου τα πουδάρια τ’ διάν’ κι τουνι πιτάου στουν αέρα….Παναγία μ’ παναγία μ’ λύθ’κι φώναζα...Πιάστουνι κι θα λακίσ΄...Στου μιταξύ πρόλαβα κι έσβησα τ’ λάμπα...Γίν’κι ένας κακός χαμός μι του διάνου κι ώσπου να τουνι πιάσουμι, ου Κουσταντής βγήκι σαν κύριους κάτ’ απ του κριβάτ’ κι πρόλαβι κι λάκ’σι….
Τα καταφέραμι, αλλά αυτό δε ξέρου αν είνι καλό ή κακό γιατί ου λιγάμινους ήρθι πουλλές φουρές στου σπίτι μ’ απόυ ικεί κι ύστιρα. Τόσις πουλλές που δυο απού τα πέντι πιδιά που έκαμα βγήκανι ξανθά μι γαλανά μάτια….
Ου άντας ιμ δε ξέρου αν κατάλαβι τίπουτα. Πουτέ δε μού πει του παραμικρό. Μουνάχα μια φουρά που ήτανι πουλύ μιθυσμένους, τουν πήρι του παράπουνου...Σ αγαπώ πουλύ Κατ’νάκι μ’ κλαψούρ΄σι...Κι θα σ΄ αγαπούσα ακόμα πιρισσότιρου αν δεν ήξιρα πως ισύ αγαπάς του Κουσταντή πιο καλά απού μένα….
Μαραθόκαμπος Σάμου...Μια φορά κι έναν αιώνα πριν
Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023
Εδώ είναι ο Θεός, μην τον ψάχνεις...
Εδώ είναι ο Θεός, μην τον ψάχνεις…
Μια χούφτα άνθρωποι έχουμε απομείνει στη γειτονιά. Οι άλλοι πήραν τον ομματιών τους και φύγανε να βρουν την τύχη τους. Ποτέ δεν κατάλαβαν ότι η τύχη τους ήταν εκεί, στο τόπο τους. Ποιος ξέρει τι ψάχνανε; Ποιος ξέρει και τι βρήκανε; Απ αυτά που μάθαμε πάντως δεν κατάφεραν τίποτα πιο σπουδαίο απ αυτό που αρνήθηκαν.
Κι εμείς μείναμε μια χούφτα άνθρωποι. Η θειά Στέλλα με τον μπάρμπα Στάθη οι γηραιότεροι της χούφτας. Κάτι λίγες ρίζες ελιές, κάτι ο κηπάκος τους, έχουν και μια συνταξούλα, ο Θεός να την κάνει, τα κουτσοβολεύουνε. Α έχουν και κότες. Ναι, ναι. Βγαίνει κάθε πρωί η θειά Στέλλα και φωνάζει:
- Ελάτε τσούπρες μου να φάτε. Πίου πίου πίου, που είστε τρομάρα μου κι έχω να μαγειρέψω.
Τρέχουνε οι κοτούλες σεινάμενες κουνάμενες κι αρχίζουνε το πάρτυ.
- Ω να σας χαρώ, τι όρεξη που έχετε.
Για κανένα 20λεπτο πιάνει κουβέντα μαζί τους, κι αυτές εκεί στα φουστάνια της περιδρομιάζουνε. Πότε πότε ρίχνει καμιά τσιμπιά η μια στην άλλη να της φάει το φαί. Και να τα γέλια η θειά Στέλλα.
Ο μπάρμπα Στάθης ακούει το πανηγύρι και χασκογελάει, μα κι ο ίδιος χαιδολογάει τα ζαρζαβατικά του. Ολη μέρα εκεί στον κηπάκο τον βρίσκεις.
Το μεσημέρι επικρατεί ησυχία σ όλη τη γειτονιά. Μόλις πάει 5.30, λες κι είναι συνεννοημένοι, ανοίγουνε οι πόρτες.
- Μαρή Μαριγώ, θα φτιάξεις καφέ;
- Ελα μαρή σε περιμένω.
Πίνουν και καφεδάκι. Βεβαίως. Γιατί πρέπει να κουτσομπολέψουν. Τι να πουν δηλαδή! Πόσο να κουτσομπολέψει μια χούφτα ανθρώποι;
Η Μαριγώ είναι χήρα. Κι ασταμάτητη. Θέλει να τα πει η μαύρη. Μόνη της σ ένα σπίτι, πώς να ξεσπάσει; Κάθε μέρα κάνει μια γυροβολιά στα σπίτια της χούφτας, να μάθει τα νέα. Τι θα μαγειρέψουν, αν πέτυχε ο χαλβάς, αν είδαν την ταινία με τον Ξανθόπουλο, αν έκαναν οι κότες δίκροκο αυγό. Αυτά τα σημαντικά. Τα μαζεύει λοιπόν όλα τα νέα και τα πηγαίνει στο σπίτι της να τα επεξεργαστεί. Διότι είναι και μορφωμένη. Τέλειωσε την 3η δημοτικού.
Λίγο παραπέρα μένει ο Παναγής. Ο γλύπτης. Έτσι τον φωνάζουνε. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις μέσα στο εργαστήριο. Το έχει γεμίσει προτομές. Του πατέρα, του παππού, του ξαδέρφου, του μπατζανάκη, όλο το σόι έχει φτιάξει. Και κάποιους ακόμη, απ αυτούς που πήραν των ομματιών τους. Είναι λίγο σκιαχτικά με τόσα κεφάλια εκεί μέσα. Η γυναίκα αρνιέται να μπει, άμα θέλει κάτι τον φωνάζει να βγει αυτός. Η γυναίκα του είναι η Φούλα. Ολο πίτες φτιάχνει. Τυρόπιτες, κοτόπιτες, σπανακόπιτες κλπ κλπ κλπ. Και πόσο να φάνε 2 άνθρωποι! Τις μοιράζει στη γειτονιά, στη χούφτα.
Δίπλα απ τον Παναγή και την Φούλα, μένει η Τζοβάνα. Θα μου πεις τι όνομα είναι αυτό? Α έχει να το λέει ότι γεννήθηκε στην Ιταλία. Μία που γεννήθηκε μία που την έφεραν στο χωριό. Διότι η μαμά της, ιταλίδα, ερωτεύθηκε τον Μήτσο (Δημήτρη τον φωνάζανε τότε), και την πήρε μαζί του στην Ελλάδα. Είχε πάει στο Μιλάνο στα νιάτα του, για εξαγωγή λαδιού. Τζίφος βέβαια η υπόθεση με το λάδι, όμως γύρισε παντρεμένος. Στην αρχή ήταν καλά, διαφορετική ζωή, κόσμος, φύση. Ζορίστηκε με τον καιρό όμως η Γκλόρια, η μαμά. Έλα όμως που είχε το παιδί! Να το αφήσει και να φύγει ούτε που το συζητούσε. Να ξεκουνήσει ο Μήτσος ούτε συζήτηση. Κι έτσι η καλή σου όχι τα σύνορα της χώρας δε ξαναπέρασε αλλά ούτε τα σύνορα του νομού. Εκεί άφησε τα κοκαλάκια της. Δίπλα απ τον άντρα της, ο θεός να τον συγχωρέσει κι αυτόν. Η Τζοβάνα όμως δηλώνει ιταλίδα. Πετάει και κανένα τσάο πότε πότε και νιώθει πολύ περήφανη. Χήρα είναι κι αυτή. Ο άντρας της ήταν αδερφός του Παναγή, του γλύπτη ντε. Τα πάνε πολύ καλά με την Φούλα. Ούτε αδερφές να ήταν. Μια φορά μονάχα μούτρωσε η Τζοβάνα γιατί η άλλη έφτιαξε εκείνη την μπομπότα με τα μυρωδικά και δεν της φύλαξε ένα κομμάτι. Έμαθε βλέπεις ότι πήγε όλο το ταψί στη παπαδιά, που περίμενε ξένους. Και πως το κανε κρυφά και τέτοια. Την συγχώρεσε 3 μέρες αργότερα, γιατί η Φούλα για να την ηρεμήσει της έφτιαξε ένα ταψί κρεατόπιτα κι ένα μπομπότα. Έβαλε και λίγο πράσο μέσα. ‘Έτσι τα ξέχασε όλα η Τζοβάνα.
Στην άκρη της χούφτας είναι το σπίτι του παπά Γιώργη. Πριν λίγους μήνες έχασε την παπαδιά του. Τον παρακαλάνε τα παιδιά να πάει στη πόλη μαζί τους, ούτε να τους ακούσει. Μπορεί ένας άνθρωπος σε μεγάλη ηλικία να χάσει τη βολή του; Μπα δε γίνονται αυτά. Κάθε Κυριακή πρωί, παίρνει το μπαστουνάκι του και περπατάει γύρω στα 2 χιλιόμετρα μέχρι το διπλανό χωριό να κάμει λειτουργία με τον άλλο παπά. Τις περισσότερες φορές τον ακολουθεί κι η χούφτα. Μπρός αυτός, πίσω αυτοί. Η Μαριγώ, η ασταμάτητη, ξεχνιέται και αρχίζει το κουτσομπολιό.
- Σώπα χριστιανή και πάμε να μεταλάβουμε.
- Σχώρα με παπά μου ξεχάστηκα.
Μα έλα που δε κρατιέται πολύ και ξαναρχίζει. Κρατάς αμίλητη τη Μαριγώ; Μα σαν κάνει και χτυπήσει 3 φορές κάτω το μπαστούνι ο παπάς, τρέμει. Κι ακούς τα χάχανα απ τους υπόλοιπους.
Είμαι κι εγώ μέσα στη χούφτα. Δε θυμάμαι πως βρέθηκα εκεί. Κάποτε έψαχνα για τον Θεό. Και γνώρισα τη Στέλλα, το Στάθη, τη Μαριγώ, τη Φούλα, τον Παντελή, τη Τζοβάνα και τον παπά Γιώργη. Αγνές ψυχές σε μια γειτονιά αποκομμένη απ τον κόσμο. Κι όταν με ρώτησαν γιατί γυρνάω σαν το αγρίμι, τους είπα ότι ψάχνω το Θεό.
- Εδώ είναι ο Θεός, μην τον ψάχνεις, μου απάντησαν όλοι.
Και μου δειξαν το μέρος της καρδιάς.
Κείμενο: Ζωής Χαλκιοπούλου.
Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023
ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Δημοφιλείς αναρτήσεις
-
Ο Γιαούζος είναι Λευκαδίτικης καταγωγής κλαρινίστας δημοτικής μουσικής των αρχών του μεσοπολέμου, που πιστεύω ότι είναι το κορυφαίο κλαρί...
-
ΤΑ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ Πριν τρεις μήνες παρουσιάστηκε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων η διπλωματική εργασία του Μάνθου ...
-
Το σαλάμι και λουκάνικο Λευκάδος Το σαλάμι και λουκάνικο αέρος της Λευκάδος έχει μια μεγάλη ιστορία και αποτελεί μόνο του ειδικό τύπο στην α...
-
ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΩΝ...
-
Γυρίζει νυχθημερόν και της πίνει γουλιά- γουλιά των μαστών της τους χυμούς ο αργοπόδαρος και αχόρταγος πορνόγερος ο Χρόνος. Τη φέ...
-
Το μαντολάτο Στο εργαστήριο μέσα στο ειδικό σκεύος, που είναι πάνω από τη φωτιά, ρίχνουν τη ζάχαρη και το μέλι να βράσει, και ανακατε...
-
Θεόδωρος Στάμος -Σταματέλος- (1922-1997) Ζωγράφος με παγκόσμια αναγνώριση, από τους πρωτοπόρους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού στην Αμε...
-
"Μετείκασμα" και ο Κινηματογράφος γεννήθηκε. Του Αλέξανδρου Παπαδάκη Θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω με απλά λόγια και λόγω επαγ...
-
Το καράβι, συνηθισμένο τάμα των ναυτικών σε στιγμές κινδύνου στη θάλασσα, δεν αποτελούσε στοιχείο διακόσμησης των ελληνικών σπι...
-
Αναδημοσίευση του άρθρου του ΛΕΥΚΑΔΑ ΠΡΕΣ Δεν οδηγούσε ο Γιώργος Γληγόρης…. «Δεν ξέρω τι έγινε Γιώργο στο συγκεκριμένο ατύχημα....