Ο Άγγελος Σικελιανός είναι ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λυρικούς ποιητές του 20ου αιώνα. Στα ποιήματά του τονίζει την ελληνική ιστορία, το θρησκευτικό συμβολισμό και την παγκόσμια αρμονία. Το έργο του διακρίνεται από έναν έντονο λυρισμό και έναν ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
Στη Λευκάδα διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Εκεί έγραψε σε ηλικία μόλις 13 ετών και τα πρώτα του ποιήματα. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του. Στρέφει το ενδιαφέρον του σε λογοτεχνικές αναζητήσεις, στην ποίηση, στο θέτρο και στα ταξίδια. Θα μείνει αυτοδίδακτος. Από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο, αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες, όπως Νίτσε και τον Ιταλό ποιητή Ντ' Αννούντσιο (στον οποίο θα αναγνωρίσει μια συγγένεια ύφους). Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Ήταν γεννημένος να γίνει ποιητής και άρχισε να δημοσιεύει από καιρό σε καιρό ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (Νουμάς και Παναθήναια). Η γνωριμία του με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνη τον οδηγεί να παίζει ρόλους σε αρχαίες τραγωδίες στη «Νέα Σκηνή» που αυτός είχε δημιουργήσει. Αυτό ίσως και να συνέβαλε αργότερα στην ιδέα του Σικελιανού για την αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές».
Το 1905 γνωρίζεται με την πλούσια Αμερικανίδα Eva Parlmer, που σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία, πράγμα που θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή του και στην εκπλήρωση των πόθων του. Η συνάντηση με την αρχαιολάτρη Αμερικανίδα γίνεται στο σπίτι της Ισιδώρας Ντάνκαν, στον Κοπανά. Η ένωση είναι άμεση και ενδιαφέρουσα, μια που και οι δύο τρέφονται από την ίδια αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό. Ομως ο γάμος αναβάλλεται, γιατί ο Αγγελος έχει ήδη προγραμματίσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο. Ο Σικελιανός αγαπούσε τα ταξίδια και στην Αίγυπτο σε μια έξαρση νοσταλγίας για την πατρίδα θα γράψει το 1907 σε ηλικία 23 ετών, «μέσα σε μια εβδομάδα» όπως λέει ο ίδιος, την πρώτη του μεστή ποιητική συλλογή, τον «Αλαφροΐσκιωτο», που ο τίτλος του είναι παρμένος από το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού. Σε πλήρη απομόνωση, νηστικός, σ’ έκσταση σχεδόν, όπως εξάλλου συνήθιζε να εργάζεται, θα συνθέσει αυτό το μεγάλο συνθετικό ποίημα σαν να επρόκειτο για μια λυρική αυτοβιογραφία. Το έργο δημοσιεύεται τελικά το 1909 και προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωρίζεται ως έργο σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων και καταλαμβάνει το δικό του χώρο στην ελληνική ποίηση.
Στο μεταξύ, η Εύα περιμένει τον Άγγελο στο πατρικό του σπίτι, στη Λευκάδα. Οταν αυτός επιστρέφει, θα ορίσουν το γάμο τους, ο οποίος θα τελεστεί το 1907 στην Αμερική και ήταν σημαντικός σταθμός στη ζωή του ποιητή. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, ενώ το 1909, έτος έκδοσης του «Αλαφροΐσκιωτου» θα γεννηθεί και ο γιος τους, ο Γλαύκος. Η Εύα ήταν η πρώτη γυναίκα του, που του αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά και στήριξε οικονομικά όλα του τα οράματα. Εκτών των άλλων, αντιμετώπισε μεγαλόψυχα τις ερωτικές απιστίες του Σικελιανού και αργότερα τον έρωτά του με την Άννα Καραμάνη, δίνοντας τη συγκατάθεσή της για το γάμο τους που έγινε το 1940.
Σημαντικός σταθμός στη ζωή και το έργο του ποιητή είναι η γνωριμία του με τον Νίκο Καζαντζάκη, το 1914, στο στρατό. Εμειναν μαζί 40 μέρες στο Αγιον Ορος, επισκέφθηκαν τις μονές, έζησαν όπως οι μοναχοί. Ηδη από το 1910, ο Σικελιανός είχε συλλάβει την ιδέα των «Συνειδήσεων», του έργου που θα πραγματοποιήσει αργότερα. Η γνωριμία με τον Καζαντζάκη, η κοινή τους αναζήτηση, η περιπλάνησή τους στην Ελλάδα από το 1914-1917 με σκοπό να συνειδητοποιήσουν τη Γη και τη φυλή τους, θα συμβάλει σημαντικά στην πραγματοποίηση του έργου του ποιητή που αφορά τις συνειδήσεις. Οι δύο συγγραφείς ήταν συγγενικά πνεύματα, αλλά και πολύ διαφορετικοί στις απόψεις τους για τη ζωή. Ο Σικελιανός ήταν ένας κοσμικός άνθρωπος, γεμάτος αισιοδοξία και με σταθερή πίστη στις συγγραφικές του ικανότητες. Ο Καζαντζάκης, αντίθετα, ήταν λιγόλογος και ερημίτης, γεμάτος αμφιβολίες και είχε, όπως ο ίδιος παραδεχόταν, μια τάση να επικεντρώνεται στην ουσία των γεγονότων, πέρα από την επιφάνεια. Όμως και οι δυο συμμερίζονταν το αμοιβαίο ενδιαφέρον στη προσπάθεια εξευγενισμού και ανύψωσης του ανθρώπινου πνεύμα μέσω καλλιτεχνικών επιδιώξεων. Η θρησκευτικότητα του Αγίου Ορους θα βρει εύφορο έδαφος στην ψυχή του. Μετά την παραμονή του εκεί θα γράψει ένα από τα πιο σημαντικά του ποιήματα, το «Μήτηρ Θεού». Η μορφή της μητέρας είναι ένα από τα βασικά θέματα στην ποίησή του, όπως και η μορφή της γυναίκας, γενικώς. Η ερωτική της εκδοχή κορυφώνεται στο ποίημα «Θαλερό» και στη φιγούρα της αρχοντοθυγατέρας, μιας κοπέλας που πραγματικά γνώρισε ο ποιητής, σε ένα ταξίδι του στη Σικυώνα, το 1915. Αρχοντοθυγατέρα είναι η νεαρή Μαρία Παύλου που έβλεπε συχνά τον Σικελιανό και τη γυναίκα του Εύα, να φτάνουν στο Θαλερό, ένα μικρό χωριό της Κορινθίας, συνοδευόμενοι και από άλλες κοπέλες των καλύτερων οικογενειών της περιοχής. Οταν η μικρή, δεκαεξάχρονη τότε, Μαρία θα λάβει από κάποιον γνωστό την τοπική εφημερίδα με το ποίημα του Σικελιανού και τους στίχους που την αφορούν, σπεύδει να σκίσει τη σελίδα, κυριευμένη από φόβο μήπως ο πατέρας της διαβάσει την τολμηρή αναφορά.
Η περίοδος της έντονης αναζήτησης καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής «Πρόλογος στη Ζωή» με τις 5 περίφημες «Συνειδήσεις»: «Η Συνείδηση της Γης μου» (1915), «Η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), «Η Συνείδηση της Γυναίκας» (1916) και «Η Συνείδηση της Πίστης» (1917). Ο «Πρόλογος στη Ζωή» ολοκληρώθηκε αργότερα με τη «Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας». Ακολουθεί η τρίτη συλλογή του με τον τίτλο «Στίχοι» και μετέπειτα τα χαρακτηριστικά ποιήματα «Το Πάσχα των Ελλήνων» και «Μήτηρ Θεού» (1917 – 1920), καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Με την έκδοση των έργων του «Ακριτικά» και «Αντίδωρο» ο Σικελιανός συγκέντρωσε όλο το ποιητικό του έργο σε 3 τόμους με τον τίτλο «Λυρικός Βίος».
Δελφική Ιδέα
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών. Για το σκοπό αυτό, το Μάϊο του 1927, ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και οικονομική βοήθεια της γυναίκας του, ξεκίνησε μια φιλόδοξη προσπάθεια αναβίωσης των «Δελφικών Εορτών», σαν ένα μέρος του οράματός του για την αναβίωση της «Δελφικής Ιδέας». Σ’ αυτήν την προσπάθεια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά για πάνω από 10 χρόνια. Ο ποιητής δούλεψε όσο και όπως μπορούσε, με άρθρα, μελέτες και διαλέξεις. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς που περιλάμβαναν Ολυμπιακούς αγώνες, ένα κονσέρτο Βυζαντινής μουσικής, μια έκθεση λαϊκής τέχνης όπως και την παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης» στο αρχαίο θέατρο. Η προσπάθεια ήταν πολλή πετυχημένη και παρά την έλλειψη κρατικής υποστήριξης, επαναλήφθηκε και το επόμενο έτος. Το 1930 ανεβάζει και το έργο «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Πίστευε ότι τα αρχαία ιδανικά που διαμόρφωσαν τον κλασικό πολιτισμό, αν επανεξετάζονταν, θα μπορούσαν να προσφέρουν πνευματική ανεξαρτησία και θα χρησίμευαν ως μέσα επικοινωνίας μεταξύ των λαών. Από τότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά να παίζονται τα έργα των κλασικών τραγωδών σε αρχαία θέατρα. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος αργυρά μετάλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν...». Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι «Δελφικές Εορτές». Από το 1932 ο Σικελιανός ασχολείται και με τη συγγραφή τραγωδίας. Αν και οι προσπάθειες του Σικελιανού σημείωσαν επιτυχία και είχαν απήχηση, ωστόσο η προσέλευση των θεατών, αν εξαιρέσουμε τους προσκεκλημένους, τόσο στις πρώτες όσο και στις δεύτερες γιορτές, ήταν ελάχιστη. Το όραμά του δεν είχε συνέχεια. Κάποια στιγμή ματαιώθηκε, κυρίως κάτω από το βάρος των οικονομικών συνθηκών. Μετά την οικονομική καταστροφή ήρθε κι ο χωρισμός του ζεύγους, αφού η Eva Parlmer εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά το θάνατο του ποιητή.
Το 1934 η Βουλή αποφασίζει την ανάθεση των Δελφικών Εορτών σε είκοσι δύο μέλη, εξοστρακίζοντας το ζεύγος Σικελιανού από την ιδέα που οι ίδιοι είχαν συλλάβει. Ο ποιητής θα αναρτήσει έξω από την πόρτα του γραφείου του μια φράση του Νίτσε: «Εκεί που τελειώνει το κράτος εκεί αρχίζει ο άνθρωπος».
Γύρω στο 1938, ο ποιητής γνωρίζει την Άννα Καραμάνη που θα γίνει η δεύτερη γυναίκα του. Ο γάμος του στην Αμερική θεωρείται άκυρος από τον ελληνικό νόμο, όμως η Άννα είναι παντρεμένη και θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός και να χυθούν πολλά δάκρυα πριν το ζευγάρι μπορέσει τελικά να ενωθεί. Η Άννα Σικελιανού περιγράφει πολύ όμορφα και τρυφερά την ιστορία τους στο βιβλίο «Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός» (εκδ. Ικαρος): «Μείναμε λίγες μέρες στο άσπρο σπιτάκι να ετοιμάσουμε το ταξίδι για τη Φτέρη Αιγίου, που μας το είχε συστήσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος καθώς και το σπιτάκι. Κι όπως πάντα μικρό και φτωχικό χωρίς φως, χωρίς νερό αλλά που αγνάντευες μέσα από τα έλατα όλο τον κόσμο. Το αγαπήσαμε και ετοίμασα ένα βασιλικό κελί για τον Άγγελο με μπλε υφάσματα και ασημένια καντηλέρια. Εκεί έγραψε για πρώτη φορά την τραγωδία του «Σιβύλλα» που την είχε ήδη αναγγείλει στον Ed. Shure το 1926. Μου έδινε τόση ευτυχία να περιμένω ώρες έξω από το πορτάκι του κελιού ότι θα γράψει για να μου το διαβάσει. Και το απόβραδο πηγαίναμε στο ξάγναντο του ξενοδοχείου και βλέπαμε τα φώτα της πόλεως».
Η κατοχή
Στις μέρες της γερμανικής κατοχής που είναι δραματικές για όλους, ο Σικελιανός γίνεται πηγή έμπνευσης κι αναφοράς για τους Έλληνες και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην αντίσταση του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), ενώ δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα έντυπα του ΕΑΜ για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (1942). Τότε έγραψε και τα σπουδαία θεατρικά του έργα μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα» με αντιστασιακό περιεχόμενο. Ο Σικελιανός απευθύνει και γραπτή έκκληση μέσω του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στους Γερμανούς για να σώσουν τις ζωές των Ελλήνων Εβραίων. Η επιστολή υπογράφεται και από πολλούς επιφανείς Ελληνες πολίτες για την υπεράσπιση των Εβραίων που καταδιώκονταν. Δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο έγγραφο διαμαρτυρίας κατά των Ναζί στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που να ήρθε στο φως, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Σικελιανός δίνει διαλέξεις με κεντρικό θέμα τη λευτεριά, ενώ το 1943, βλέποντας την επικείμενη τραγωδία του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού γράφει το ποίημα «Το μήνυμά της». Στην κηδεία του Παλαμά, το 1943, θα απαγγείλει το γνωστό στίχο: «Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», γεγονός που φανερώνει την ευαισθησία και την αγωνία του για την τύχη του ελληνικού λαού στα χρόνια του πολέμου. Σε εκδήλωση στο Ηρώδειο τον Αύγουστο του 1944 απαγγέλλει με την βροντώδη κρυστάλλινη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του.
Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1949 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ στη Λογοτεχνία. Η δεύτερή του γυναίκα Άννα Σικελιανού είπε πριν λίγα χρόνια για το θέμα αυτό σε συνέντευξή της: «Αυτοί που πολέμησαν με όλους τους τρόπους, για να μην πάρει Νόμπελ ο Σικελιανός, ήταν ο Σπύρος Μελάς, ο Ντίνος Τσαλδάρης, οι οποίοι τα συμφώνησαν με τον Σουηδό πρεσβευτή. Πήγε ο ίδιος ο Μελάς στη Σουηδία. Ενώ υπήρχαν πολλοί Σουηδοί λογοτέχνες που υποστήριζαν τον Άγγελο. Ένας απ’ αυτούς μου είπε: ‘Ξέρετε, συμβαίνει κάτι πρωτοφανές. Η αντίδραση για την απονομή του Νόμπελ στον Σικελιανό έρχεται από την Ελλάδα’...».
Ο επιφανής λυρικός ποιητής και πεζογράφος μας, Άγγελος Σικελιανός, άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου του 1951, μετά από μακρόχρονη ασθένεια και τάφηκε στους Δελφούς.
Το ποίημά του «Πνευματικό εμβατήριο» μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε από τους Ελληνες στον καιρό της δικτατορίας.
Ο ποιητής
Ο Σικελιανός είναι ποιητική φύση ολότελα διαφορετική από αυτή του Παλαμά και του Καβάφη. Το γεγονός ότι ήταν Επτανήσιος και πως το πατρικό του σπίτι βρίσκονταν στην Λευκάδα, συντέλεσαν σημαντικά έτσι ώστε να έχει ζωντανή μέσα του την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής, βαθύτατη αίσθηση και γνώση της λαϊκής γλώσσας, αλλά και οικείωση με τις ξένες λογοτεχνίες. Ο Σικελιανός είναι ο κατεξοχήν ποιητής της Ελληνικής παράδοσης. Κανένας άλλος ίσως νεοέλληνας λογοτέχνης δε γνώρισε και δεν έζησε ποτέ με τέτοιο πάθος το Ελληνικό πνεύμα στη μακραίωνη ιστορία του. Η ψυχή του διακατέχεται από έντονο πάθος για την Ελληνική γη. Θεωρεί πως η απομάκρυνση από τη φύση αποτελεί σημαντικό λόγο της πτώσης του ανθρώπου και πως καθίσταται επιτακτική η επιστροφή του σ' αυτή. Στην ποίησή του η επαφή με τη φύση και το θείο είναι μυστική, τελετουργική.
Ο Σικελιανός βρίσκει μεγάλο ενδιαφέρον με τα Ορφικά και Ελευσίνια μυστήρια, το Απολλώνιο και Διονυσιακό πνεύμα των αρχαίων, με την φιλοσοφία των Ιώνων. Μέσα από τα ποιήματα του Σικελιανού ξεδιπλώνεται η αγάπη του για τη φύση, η αγνή φύση του νησιού των παιδικών του χρόνων, η λατρεία του για την Ελλάδα, η Δελφική ιδέα, καθώς και μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που συνεπαίρνει τον αναγνώστη.
O Σικελιανός λοιπόν μέσα στην ποίηση του συνδέει τον Έλληνα και κάθε άνθρωπο, με τις αρχέγονες και τις πανανθρώπινες δυνάμεις της φύσης και του σύμπαντος. Αυτές εκφράστηκαν μέσα από τον αρχαίο μυστικισμό και τις θρησκευτικές δοξασίες με κέντρο πάντα την ελληνική πνευματική παρουσία ανά τους αιώνες. Ένας βαθύς λυρισμός διαπνέει τα ποιήματά του. Τον συνθέτουν εικόνες μυστηριακής γαλήνης και ηρεμίας που παραπέμπουν στο μεγαλόπνοο στοιχείο της ποίησης του.
Γενικά ο Σικελιανός είναι ο ποιητής που κατάφερε με την λυρικότητα της έκφρασης και των συναισθημάτων να παρουσιάσει μια αυτόνομη σχεδόν και ξέχωρη λογοτεχνική παρουσία και να αποτελέσει ένα καινούργιο κεφάλαιο της ελληνικής ποίησης. Ο πόθος του να δημιουργήσει ένα σημείο ένωσης των λαών και πολιτιστικής ανταλλαγής με κέντρο τους Δελφούς, όσο ανεδαφικός και αν υπήρξε ή όσο μη πραγματοποιήσιμος αποδείχτηκε στην πορεία, φανερώνει την πρόθεση ολόκληρης της ποίησης και της φιλοσοφίας του.
Διάφορα
Για να τιμήσει τη μνήμη του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών αγόρασε και αποκατάστησε το σπίτι τους στους Δελφους. Που σήμερα είναι το Μουσείο των Φεστιβάλ σων Δελφών.
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Σικελιανός στη Λευκάδα αγοράστηκε από την Εθνική Τράπεζα με δωρεά υπέρ του Δήμου Λευκάδας έναντι του ποσού των 280.000 ευρώ. Η Διοίκηση της Τράπεζας διέθετε επιπλέον το ποσό των 150.000 ευρώ για την αποκατάσταση της οικίας Σικελιανού. Ο Δήμος Λευκάδας όφειλε να συμβάλλει στην ολοκλήρωση της αποκατάστασης και στην ανάληψη της διαχείρισης της όλης δαπάνης του έργου. Ο Δήμος όμως από την πλευρά του δεν έκανε τίποτα, μη μπορώντας να εξασφαλίσει και άλλα κονδύλια που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του έργου. Αργότερα η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας δια μέσου του Μορφωτικού της Ιδρύματος αποφάσισε να γίνει όλο το έργο με δικιά της χορηγία και να δημιουργηθεί «Μουσείο Επιφανών Λευκαδίων» μιας και δεν υπάρχει η απαιτούμενη ποσότητα εκθεμάτων (πολλά από τα προσωπικά αντικείμενα του ποιητή βρίσκονται ήδη στην ιδιοκτησία του Δήμου Δελφών και στο Μπενάκειο Μουσείο) για την μετατροπή της οικίας αποκλειστικά σε Μουσείο Άγγελου Σικελιανού. Το κόστος της όλης δαπάνης υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 1.300.000 ευρώ και ότι το έργο θα έχει ολοκληρωθεί σε τρία έως τέσσερα χρόνια, οπότε και θα αποδοθεί από την Εθνική Τράπεζα στο Δήμο και τους Λευκαδίτες.
Έργο
Το 1965 άρχισε η έκδοση των «Απάντων» του με επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη. Εκδόθηκαν 5 τόμοι με το έργο που είχε δημοσιεύσει ο ποιητής (1965-1968) και έκτος τόμος (1969) με όσα ποιήματα είχε αφήσει εκτός του Λυρικού Βίου.
Πεζά κείμενα
Κομμάτια από τα έργα του:
«Αλαφροΐσκιωτος»
«Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;»
Στη μνήμη του Κωστή Παλαμά
«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο
κι ως την Όσσα
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα Εσύ, Λαέ, που τη φτωχή Σου τη μιλιά,
Ήρωας, την πήρε και την ύψωσε ως στ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας Δόξας Του, ανασήκωσ’ Τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο, κι απάνω κι από μας
που Τον υμνούμε, με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «ο Παλαμάς!»
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά Του η Οικουμένη!
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, βούκινα πολέμου… Οι ιερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά Νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!»
Το πνευματικό εμβατήριο
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα.
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο!
Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες το αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν’ ανέβει ο ήλιος
σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
‘Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,
ομπρός, ομπρός, κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
Ομπρός, οι δημιουργοί!… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στηλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!»