Διάσημοι Λευκαδίτες
Ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού και ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, γιος του επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη, ηπειρωτικής καταγωγής και της Αναστασίας το γένος Τυπάλδου Φορέστη.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Λύκειο της Λευκάδας (1830-1837), κατόπιν φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα (1838-1841) και ταξίδεψε στην Ιταλία και την ελεύθερη Ελλάδα (1841-1842). Ακολούθησαν σπουδές στη Γενεύη (όπου πήρε πτυχίο προλήτη Φραμμάτων και Επιστημών από το εκεί Κολλέγιο), στο Παρίσι (νομικά) και τέλος στην Πίζα της Ιταλίας, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικής στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Το επάγγελμα του δικηγόρου δεν το εξάσκησε ποτέ. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση.
Το 1846 προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό κι επέστρεψε στη Λευκάδα. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία και την Αυστρία, όπου με κίνδυνο της ζωής του πήρε μέρος σε ενέργειες υπέρ της ελληνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα, μελέτησε γερμανική φιλολογία και το 1847 είχε ήδη τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Στιχουργήματα στην Κέρκυρα». Ακολούθησε μια περίοδος περιπλάνησής του στην Ιταλία, κυρίως στη Βενετία.
Εκεί πήρε μέρος σε φοιτητικές κινητοποιήσεις και γνώρισε την κόρη του λογίου της Βενετίας Αιμιλίου Τυπάλδου, την Ελοΐζα. Το 1852, σε ηλικία 25 ετών, την παντρεύτηκε και την υπεραγαπούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το γάμο του απέκτησε τρεις κόρες (τη Μαρία, που πέθανε το 1855 σε βρεφική ηλικία, μια δεύτερη, επίσης Μαρία, που πέθανε το 1866 και τη Ναθαλία, που πέθανε το 1875 στη Βενετία) και δυο γιους, το Νάνο και τον Αιμίλιο.
Μετά το γάμο του ταξίδεψε στην Ευρώπη για ένα χρόνο και όταν επέστρεψε στη Λευκάδα ενίσχυσε το επαναστατικό κίνημα της Ηπείρου με άνδρες και χρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του τότε Άγγλου αρμοστή και να αναγκαστεί να φύγει ξανά στην Ιταλία. Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους και η μητέρα του. Το 1857 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Μνημόσυνα», που τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια χρονιά απέκτησε το δεύτερο γιο του, τον Αιμίλιο. Παράλληλα με την ποίση επιδόθηκε και στην πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, επτά ολόκληρα χρόνια (1857 έως το 1864) και αγωνίστηκε για τα δίκαια των επτά νησιών.
Το 1864 επισκέφθηκε την Αθήνα μαζί με τον πρόεδρο της Ιονίου Βουλής και άλλους επιφανείς πολιτικούς και συνέταξε το σχέδιο για το ψήφισμα της Ένωσης. Η εμφάνισή του στην Εθνοσυνέλευση στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία. Μετά την ένωση των Επτανήσων, έδρασε ως βουλευτής στην Αθήνα. Εκλέχθηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Οι αγορεύσεις του είχαν ποιητικό χαρακτήρα και η ρητορική του δεινότητα έμεινε αλησμόνητη. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος από την πολιτική αποσύρθηκε και απομονώθηκε στη Μαδουρή, ένα μικρό γραφικό νησάκι κοντά στη Λευκάδα, για να δοθεί ολοκληρωτικά στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.
Εκεί συνέθεσε το ποίημα «Διάκος» και τον «Αστραπόγιαννο», έργα που τύπωσε μαζί το 1867. Μετά από πρόσκληση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1871 έγραψε και απήγγειλε με μεγάλη επιτυχία ένα ποίημα για τον Πατριάρχη στην αποκάλυψη του ανδριάντα του. Πέθανε στη Λευκάδα το 1879 από καρδιακή πάθηση. Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε τα τρία πρώτα άσματα του «Φωτεινού», έργου που έμεινε ημιτελές, λόγω του θανάτου του. Ο «Φωτεινός» εντάχθηκε στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των έργων του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1891. Έγραψε επίσης λίγες μεταφράσεις («Η Λίμνη» του Λαμαρτίνου, το 33ο άσμα της «Κόλασης» του Δάντη κ.α.) και δημοσίευσε άρθρα πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού.
Στο έργο του Βαλαωρίτη συναντιέται η γλωσσική τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής με εκείνη της Αθηναϊκής. Μελέτησε πολύ τη γνήσια γλώσσα του λαού και την έκανε όργανο, για να εκφράσει τις ιδέες του. Τα ποιητικά του έργα είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, ενώ τα πεζά του στην καθαρεύουσα. Χρησιμοποιώντας επικολυρικό στίχο, ο Βαλαωρίτης έγραψε για τους άθλους των αγωνιστών του '21. Τα ποιήματά του αγαπήθηκαν στην εποχή τους, αλλά εξακολουθούν να εκτιμώνται ακόμη και σήμερα. Ο επικός χαρακτήρας των έργων του, καθώς και οι αγώνες του για την πατρίδα, του χάρισαν τον τιμητικό τίτλο του εθνικού ποιητή, ενόσω ήταν ακόμα στη ζωή, ως ο πρώτος που έσκυψε «στις εγχώριες πηγές με την απόφαση να κάνει ελληνική ποίηση».
Η κριτική διχάστηκε στην περίπτωση του Βαλαωρίτη και ποικίλει από την πλήρη αποδοχή (Παλαμάς, Ριΐδης, Σικελιανός), έως την πλήρη άρνηση (Πολυλάς, Πανάς, Βερναρδάκης).
Έγραψε πολλά ποιήματα στα οποία διακρίνει κανείς μια πατριωτική ρωμαλεότητα, έναν ασυγκράτητο πατριωτισμό και μια αχαλίνωτη φαντασία.
Η Κυρά Φροσύνη (1859)
Αθανάσιος Διάκος (1867)
Θανάσης Βάγιας (1867)
Αστραπόγιαννος (1867)
Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε (1872)
Ο Φωτεινός (ημιτελές)
Συλλογές
Στιχουργήματα (1847)
Μνημόσυνα (1857)
Διάφορα
Ποιήματα (δίτομο) (1891)
Εργα (1893)
Βίος και έργα (τρίτομο) (1907)
Ποιήματα ανέκδοτα (1937)
Τα άπαντα (δίτομο) (1968)