της Κατερίνας Σχινά
Γιατί γράφω;
Είναι η πιο συχνή ερώτηση προς τους συγγραφείς.
Διαλέγω τις απαντήσεις του Ορχάν Παμούκ, γιατί με συγκινεί η προτελευταία. Και τις αντι-γράφω, γιατί τις συμμερίζομαι όλες:
“Γράφω γιατί νιώθω μια εσωτερική ανάγκη να γράψω. Γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω μια κανονική δουλειά, όπως οι άλλοι άνθρωποι. Γράφω γιατί θέλω να διαβάζω βιβλία σαν κι αυτά που γράφω. Γράφω γιατί είμαι θυμωμένος με όλους. Γράφω γιατί μ’ αρέσει να κάθομαι σ’ ένα δωμάτιο όλη μέρα γράφοντας. Γράφω γιατί μπορώ να συμμετέχω στην πραγματική ζωή, μονάχα αλλάζοντάς την. Γράφω γιατί θέλω οι άλλοι, ολόκληρος ο κόσμος, να μάθουν τι ζωή ζήσαμε, και εξακολουθούμε να ζούμε, στην Ινσταμπούλ, στην Τουρκία. Γράφω γιατί αγαπώ τη μυρωδιά του χαρτιού, της μελάνης. Γράφω γιατί πιστεύω στη λογοτεχνία, στην τέχνη του μυθιστορήματος, περισσότερο απ’ ότι πιστεύω σε οτιδήποτε άλλο. Γράφω γιατί μου έγινε συνήθεια, πάθος. Γράφω γιατί φοβάμαι μήπως ξεχαστώ. Γράφω γιατί μου αρέσει η φήμη και το ενδιαφέρον που φέρνει το γράψιμο. Γράφω για να είμαι μόνος. Ίσως γράφω επειδή ελπίζω να καταλάβω γιατί είμαι τόσο πολύ, πολύ θυμωμένος με όλους. Γράφω γιατί μου αρέσει να με διαβάζουν. Γράφω γιατί άπαξ και ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα, ένα δοκίμιο, μια παράγραφο, θέλω να την τελειώσω. Γράφω γιατί όλοι περιμένουν από μένα να γράφω. Γράφω γιατί έχω μια παιδιάστικη πίστη στην αθανασία των βιβλιοθηκών και κατά προέκταση των βιβλίων μου στο ράφι. Γράφω γιατί με ενθουσιάζει να μεταμορφώνω όλη την ομορφιά και τον πλούτο του κόσμου σε λέξεις. Γράφω, όχι για να πω μια ιστορία αλλά για να συνθέσω μια ιστορία. Γράφω γιατί θέλω να δραπετεύσω από το αίσθημα ότι υπάρχει ένας τόπος όπου πρέπει να πάω, αλλά – όπως σε όνειρο – δεν τα καταφέρνω. Γράφω γιατί ποτέ δεν κατάφερα να είμαι ευτυχισμένος. Γράφω για να είμαι ευτυχισμένος”.
Αναρωτιέμαι γιατί γράφει κανείς σε ένα blog.