Βαλαωρίτης Αριστοτέλης | (39 Παραθέματα) | ||||
|
1. | Αι επαναστάσεις εν τω βίω των εθνών ομοιάζουσι κατά τι πρός τινας ασθενείας, αίτινες παρακολουθούσι την ανάπτυξιν του ανθρώπου. Ίσως αναγκαίαι, αλλά πάντοτε επικίνδυνοι, πρέπει να αναχαιτίζονται εγκαίρως, άλλως μεταβάλλονται εις χρόνια πάθη. |
Αγόρευση στην Β΄ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων, 22 Ιουλίου 1864. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Α΄. Ίκαρος, 1980. 396. | |
2. | ― Πνίγει το δέντρο κι ο κισσός με τ’ αγκαλιάσματά του. ― Κι όταν το δέντρο ξεραθεί και γείρει τ’ αντιστύλι, Θανάση Διάκε, κι ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει. |
«Αθανάσης Διάκος», άσμα πέμπτον: «Ομέρ Βριόνης», 73-75. 1867. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 143. | |
3. | Κόσμος μυρμήγκιαζε πολύς στα χείλη της αβύσσου. |
«Εις την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν στήλην του Ολυμπίου Διός», 44. Βίος και Έργα, Β΄. Βιβλιοθήκη Μαρασλή, 1907. 246. | |
4. | Παρά τοις μεγάλοις ποιηταίς και αυτά τα σφάλματα γίνονται κανόνες. |
Επιστολή προς τον Αιμίλιο Βαλαωρίτη, 9 Νοεμβρίου 1874. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 266. | |
5. | Το καλόν δύναταί τις πολλάκις να το αισθανθή χωρίς να το περιγράψη. |
Επιστολή προς τον Αιμίλιο Βαλαωρίτη, 9 Νοεμβρίου 1874. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 266. | |
6. | Καθώς δεν ηξεύρει τις διατί προτιμά την ξανθήν της μελαχροινής ή τας ευτραφείς των ισχνών γυναικών, ούτω και εν τη ποιήσει υπάρχουν κρίσεις ποιητών αλλόκοτοι περί των ιδίων έργων, καθώς και των αναγιγνωσκόντων αυτούς σκέψεις και συμπάθειαι όλως αντίθετοι. |
Επιστολή προς τον Εμμανουήλ Ροΐδη, 3 Νοεμβρίου 1877. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 271. | |
7. | Πάσα στιγμή εμπνεύσεως είναι στιγμή παραφροσύνης και [...] όλος ο οργανισμός πάσχει δεινώς εκ της πυρακτώσεως της φαντασίας. |
Επιστολή προς τον Εμμανουήλ Ροΐδη, 3 Νοεμβρίου 1877. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 273. | |
8. | Νόσος βαρυτάτη αλλόκοτος, επίσης αθεράπευτος, είναι αυτή καθ’ εαυτήν η ποιητική διάθεσις, ην εκ γενετής φέρει τις εν τω κόσμω τούτω. |
Επιστολή προς τον Εμμανουήλ Ροΐδη, 3 Νοεμβρίου 1877. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 273. | |
9. | Δεν εταρίχευσα λοιπόν τα λείψανα των κλεπτών διά ρομαντικών αρωμάτων, όπως σώσω αυτά εκ της σήψεως· τα εύρον ζώντα ή λαχταριστά, και επειδή δεν ήτο πλέον δυνατόν η νεωτέρα Ελληνική ποίησις να περιορισθή εις σύντομα ασμάτια, εν οις απλώς εξιστορούνται ατομικά ανδραγαθήματα, έκρινα αναγκαίον ουχί διά της νεκράς κόνεως των τεθνεώτων, αλλά διά της ψυχής και του αίματος γενεάς ζώσης εν τη καρδία όλου του έθνους να συντάξω τα «Μνημόσυνα», την «Φροσύνην», τον «Διάκον», τον «Αστραπόγιαννον», και όσα άλλα ανάγονται εις την ηρωικήν ιστορίαν της τουρκομάχου Ελλάδος. |
Επιστολή προς τον Εμμανουήλ Ροΐδη, 3 Νοεμβρίου 1877. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 273-274. | |
10. | Αν ο ιδανικός ούτος κόσμος δεν παρήγαγε μέχρι τούδε μεγάλους ποιητάς, ο λόγος έγκειται εις την νάρκην ην επέφερε ο αφόρητος ζυγός του Λογιωτατισμού, υπό την έποψιν ταύτην αφορητότερος και του τουρκικού, διότι υπό μεν την δουλείαν των Οθωμανών, η ποίησις η Ελληνική απέδωκεν άνθη αμάραντα, υπό δε την τυραννίαν του Λογιωτατισμού σχεδόν τίποτε· και το τίποτε τούτο οφείλεται πάλιν εις την δημοτικήν ποίησιν, είναι δηλαδή έργον ανταρσίας. |
Επιστολή προς τον Εμμανουήλ Ροΐδη, 3 Νοεμβρίου 1877. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 275. | |
11. | Έθνος άνευ εθνικής ποιήσεως δεν αναγεννάται. |
Επιστολή προς τον Εμμανουήλ Ροΐδη, 5 Ιανουαρίου 1878. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 280. | |
12. | Δεν είν’ ο τάφος χωρισμός, μόν’ είναι η ξενιτειά σου. |
«Επί του εν τω Αθηναϊκώ Νεκροταφείω μνήματος της Οικογενείας Βερέττα. Τη Κυρία Χρυσούλα Βερέττα Σπέιδ», 20. Βίος και Έργα, Β΄. Βιβλιοθήκη Μαρασλή, 1907. 151. | |
13. | Στον πολυτάραχο γιαλό του κόσμου μιαν ημέρα διαβάτης ανυπόμονος περνά σαν τον αγέρα. Το πάτημά του εφάνηκε στον άμμο μιαν αυγή· άγριο το κύμα πέρασε την νύκτα και το σβει... |
«Επί τω θανάτω της θυγατρός μου Ναθαλίας», 17-20. 1875. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 199. | |
14. | [...] ανοίγ’ ολόφωτο ουρανό κατάπλευρα στον Άδη. Αν είμαι Χάρος χαλαστής, είμαι και Χάρος πλάστης... |
«Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω της ανεψιάς μου Ιουλίας Ράλλη Βαλαωρίτου», 24-25. 1874. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 197. | |
15. | Επέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε, εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια. Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της, γιατ’ είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μην το χάσει. Τραγούδι δεν ακούεται, ψυχή δεν ανασαίνει. Ο ύπνος είναι θάνατος, και μνήμα το κρεβάτι κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι. |
Η Κυρά Φροσύνη, άσμα πρώτον: «Το Μυστήριον», 1-7. 1859. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 44. | |
16. | Το σάβανο είναι σπάργανο, το ξύλινο κιβούρι είναι κουνιά μικρού παιδιού, οπού ποτέ δεν κλαίει· χαρά σ’ εκείνον που μπορεί, άλλος Θεός πατέρας, αντί να φτεύει τη ζωή στης γυναικός τα σπλάχνα, για να γεννώνται δράκοντες και φίδια και λιοντάρια, βαθιά να σκάφτει μες στη γη και να καταβολιάζει τη σάρκα την ανθρώπινη, π’ όσο κακή κι αν είναι, θα δώσει ρόδα για καρπούς, λουλούδια και χορτάρια. |
Η Κυρά Φροσύνη, άσμα πρώτον: «Το Μυστήριον», 226-233. 1859. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 52. | |
17. | [...] Ύπνος, θάνατος, ζωή, μια στιγμή τα συνενώνει, τα χωρίζει μια στιγμή. |
Η Κυρά Φροσύνη, άσμα δεύτερον: «Η Μετάνοια», 239-240. 1859. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 69. | |
18. | Δεν είναι διαβατάρικο πουλί που για μια μέρα σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα, ούτε κισσός π’ αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ’ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι· δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό· νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό. |
«Η προς την Πατρίδα αγάπη μου». Ποιήματα, 1891. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 271. | |
19. | Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη, το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει. |
«Η Φυγή», 1-2. Μνημόσυνα, 1857. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 34. | |
20. | Μάνα, κι η φτώχεια είναι κακή γιατ’ έχει καταφρόνια. |
«Θανάσης Βάγιας», Ζ΄, 13. Μνημόσυνα, 1857. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 8. | |
21. | Κατάρ’ ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα να ’ν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, να ’ν’ η ζωή μας στείρα. |
«Κανάρης», 53-54. 1872. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 211. | |
22. | Όργωνε ο Χάρος, όργωνε τη γη που τονε τρέμει. Τ’ αυλάκια του είναι μνήματα, ο σπόρος του φαρμάκι... [...] Όθε περάσει το γενί, ξαναγυρίζει δέντρα, ξεθεμελιώνει ριζιμιά και συνεπαίρνει κόσμους. |
«Μνημόσυνον επί της νεκρικής κλίνης Στεφάνου Μεσσαλά, μόλις εφήβου»,1-2, 5-6. Ποιήματα, 1868. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 77. | |
23. | Δεν είν’ ο τάφος ερημιά, είναι ζωή κι αγάπη. |
«Μνημόσυνον επί της νεκρικής κλίνης Στεφάνου Μεσσαλά, μόλις εφήβου», 19. Ποιήματα, 1868. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 77. | |
24. | Την αυγή με τη δροσούλα εξεφύτρωσ’ ένα ρόδο· την αυγή με τη δροσούλα εμαράθηκε το ρόδο! |
«Νεκρική Ωδή», 1-2. 1852. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 13. | |
25. | Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου, τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί στο μέτωπό σου να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες, όσες μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;... |
«Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», 1-4. 1872. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 43. | |
26. | Πετούν οι ώρες άμετρες στου τάφου το λιμάνι... Για μας... και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνει... |
«Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», 33-34. 1872. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 43. | |
27. | «Μέριασε βράχε να διαβώ» το κύμ’ ανδρειωμένο λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο. |
«Ο βράχος και το κύμα», 1-2. 1863. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 81. | |
28. | Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστρέφεψ’ η καρδιά μου. Βρύση το αίμα το ’χυσα, σταλαματιά δε μένει. [...] Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου. Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε. Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη. |
«Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του», 1-4, 15-17. Μνημόσυνα, 1857. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 22. | |
29. | Ό,τι ο Έρως έχει δέσει, ποίος τολμά ποτέ να λύσει; |
«Ο κλέφτης», Χ, 18. Στιχουργήματα, 1847. Κλ. Παράσχος (επιμ.), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Βασική Βιβλιοθήκη, 16. «Αετός» Α.Ε., 1954. 253. | |
30. | Σβησμένο φως στον Άδη μου σ’ επήρα λυχνοστάτη. |
«Ο τυφλός Χορμοβίτης», 23. 1867. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 173. | |
31. | ― Πάρ’ ένα σβόλο, Μήτρο, και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά που μου χαλούν το φύτρο. |
«Φωτεινός», άσμα πρώτον, 1-2. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 219. | |
32. | Έμεν’ ο Γέροντας βουβός. Το φλογερό του μάτι έγινε μόνο της ψυχής απόκρυφο παλάτι, κι εκείθ’ αστράφτει όλ’ η φωτιά που καίει τα σωθικά του. Λες κι έβλεπες το Γένος του, μ’ όλη τη δυστυχιά του, τη φτώχεια, τα γεράματα, την καταφρόνεσή του, ολόρθο ν’ αντρειεύεται, και με τη δύναμή του τη μαγική, την άμετρη, γυμνό, κατακομμένο, να δείχνει πάντ’ ανίκητο το μέτωπο στον Ξένο. |
«Φωτεινός», άσμα πρώτον, 154-161. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 225. | |
33. | Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα. Και μένει πάντα ζωντανό, ή ρόδι φάγ’ ή βρίζα, αυτό το βόιδι το μανό, π’ όσο βαθιά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει, και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρύκι και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι. |
«Φωτεινός», άσμα πρώτον, 190-195. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 226-227. | |
34. | Εγώ... ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης, που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τονε πάρεις. Εγώ που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω για να τρώγει άλλος το ψωμί. Που τρέχω και κεντρώνω την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη. Εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω το λόγκο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίζω με κλήματα που δεν τρυγώ, και που ποτέ δεν έχω λίγο κρασί κεφαλιακό τη γλώσσα μου να βρέχω. Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη και παίρνω κέρδο, πλερωμή, προσφάγι την πασπάλη. Που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο, και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο. Αυτός, αυτός είν’ ο Λαός. Τ’ άψυχο το κουφάρι αυτό ’ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι... |
«Φωτεινός», άσμα πρώτον, 198-213. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 227. | |
35. | [...] Τ’ άρεσε πάντα εκείθε να χαίρεται τη θάλασσα, π’ όσο πλατύτερ’ είναι τόσο σου κλέφτει την καρδιά, τόσο το νου σού πνίγει. |
«Φωτεινός», άσμα δεύτερον, 10-12. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 231. | |
36. | [...] Είν’ ο πόλεμος του Χάρου το μεθύσι. Προβαίνει τότε ο θεριστής με το τυφλό δρεπάνι μες στην ανθρώπινη σπορά, κι όσα κι αν δράξει στάχυα είτε μεστά είτ’ άμεστα, τα κόβει για ν’ αρπάξει διπλό τριπλό το γήμορο που του χρωστάει ο κόσμος. |
«Φωτεινός», άσμα δεύτερον, 273-277. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 241-242. | |
37. | Βαθιά κοιμάται πάντα ο νιος, γιατί δεν τον τρομάζει του τάφου ο ύπνος ο στερνός που κάθε γέρο σκιάζει... |
«Φωτεινός», άσμα τρίτον, 291-292. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 263. | |
38. | Τάχα να μην τους έβλεπε κι η κόρη από το στρώμα;... |
«Φωτεινός», άσμα τρίτον, 366. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 266. | |
39. | [...] Έχει χιλιάδες μάτια ο ήλιος ο αδιάντροπος και τρέχει μονοπάτια π’ άλλος κανείς δεν έτρεξε... [...] |
«Φωτεινός», άσμα τρίτον, 373-375. 1879. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Β΄. Ίκαρος, 1981. 266. | |