ΤΟ ΠΡΙΑΡΙ "Ο ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ" |
ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΒΑΡΚΑΚΙ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ "ΠΡΙΑΡΙ" |
ΒΑΡΚΑΚΙ ΞΥΛΙΝΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΙΑΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΟ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΙΣΤΙΟΦΟΡΟΥ-ΦΛΟΚΟΣ-
ΜΗΚΟΣ 4,5 ΜΕΤΡΑ
ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΨΆΡΕΜΑ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΛΥ ΡΗΧΑ ΝΕΡΑ ΟΠΩΣ ΤΟΥ ΚΟΛΠΟΥ ΤΟΥ ΒΛΥΧΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ,ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ, ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ.
ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟ ΓΙΑ ΨΑΡΕΜΑ ΜΕ ΠΥΡΟΦΑΝΙ, ΠΑΡΑΓΑΔΙΑ, ΔΙΧΤΥΑ, ΠΑΓΙΔΕΣ, ΚΛΑΡΙΑ
ΚΑΤΑΣΚΕΥΉ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΒΑΔΑΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΑ 1974 ΣΤΟ ΒΛΥΧΟ
ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ: ΣΤΑΥΡΌΞΥΛΑ ΑΠΟ ΣΚΑΜΝΙΑ-ΜΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟ ΚΑΙ ΠΕΤΣΩΜΑ ΑΠΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ.
Ο καπετάν Μήτσος Καββαδάς Νικολής το έδωσε για την επαγγελματική άδεια αφού για 30 χρόνια ψάρεψε με όλους τους γνωστούς τρόπους πυροφάνι-Πρια-
[εξ ου και ΠΡΙΑΡΙ δηλαδή βάρκα για πριά]
παραγάδια, δίχτυα, κλαριά, βόλους με μένα και τη κυρά Ελένη.
Ο Νικολάκης το πριάρι μου μετά το καλαφάτισμα και το βάψιμο έγινε σαν καινούργιος.
Με αυτό το πριάρι ψάρευα με κάθε τύπου ψάρεμα, μαζί με τον πατέρα μου Δημήτρη Καββαδά Νικολή .Ο πατέρας μου βγήκε νωρίς στη σύνταξη, επειδή είχε από παιδάκι μέσα στη θάλασσα και έτσι στα 45 του ήταν ένας συνταξιούχος.
Όπως λέει: τότε ξεκίνησε να δουλεύει περισσότερο, αφού άρχισε να καλλιεργεί τα χωράφια, ελιές ,περιβόλι, κήπους, επιπλέον έφτιαξε μόνος του το βαρκάκι αυτό ξεκινώντας επαγγελματικά ψάρεμα μαζί με τη μάνα μου και μένα.
Αυτό το πριάρι αντικατέστησε ένα μικρότερο που είχε φτιάξει ο παππούς μου κατ εντολή του πατέρα μου στο καρνάγιο του Βλυχού πρίν να γεννηθώ εγώ. Το θυμάμαι κι εκείνο αν και πολύ μικρός θα ήμουνα 4-5 χρόνων όταν το έδωσε για να φτειάξει το νέο "Νικολάκη".
'Εζησα έτσι όλους τους τρόπους επαγγελματικού ψαρέματος και το έκανα σαν βοηθός επαγγελματία:
Δίχτυα σε αποστασιά και βόλους , παραγάδια, πριά: πυροφάνι με κουπί και μαύρισμα: πυροφάνι με μηχανή, κλαριά για γαρίδες και χέλια, παγίδες για προσφορίτους και καλικατζάρους, πινολόγο, και συλλογή για αχιβάδια, πετροκαβούρια, καβούρια, μουρμουράκια.
Έγινα ένας πιτσιρικάς αητός στο ρίξιμο διχτυού στο χέρι: σε μισή ώρα είχαμε ζώσει όλο το κόλπο του Βλυχού με τρια ή και τέσσερα δίχτυα κάθε μέρα το καθένα απο 500 έως 600 μέτρα με κάθε είδους καιρό.Ιδίως με κακό καιρό ήταν απόλαυση.
Όρθιος πάνω στη μύτη της πλώρης με κύμα και αέρα σαν ισορροπιστής να ξεμπλέκεις το δίχτυ ενόσσω πέφτει και να μη μπερδεύται ποτέ με ρυθμούς που ο πατέρας μου να βλαστημάει που δε με προλαβαίνει με το κουπί- λόγω του αέρα που είχε κόντρα ή ακόμα και ούριο- λέγοντας: Γαμώ τον αντίθεο σου μούλε με ξεχώνιασες.
Παρόλο που έχω βαπτιστεί στη θάλασσα δεν έχω μάθει στη πραγματικότητα να ψαρεύω επειδή -παρόλο που ξέρω τι και πως- δεν μου αρέσουν τα ψάρια.Σαν βοηθός όμως ήμουν καλός γιατί μου άρεσε η διαδικασία.
Το έκανα όσο χρειάστηκε για να βοηθάω τον πατέρα μου και την οικογένεια μου.
Μετά το σχολείο όμως ιδίως με τα πολλά διαβάσματα στο λύκειο άρχισα να κάνω απουσίες.
Η κυρά Ελένη του έπεφτε πια λίγη του καπετάνιου που είχε καλομάθει μαζί μου, οπότε την έλεγε κοροιδευτικά Μήτρο γιατί δεν είχε από παιδάκι ψηθεί στη θάλασσα και πήγαινε προσεκτικά και με φόβο σε μπουνάτσα μόνο, ούτε λόγος για παλιόκαιρο και κύμα.Όμως με το καιρό έστρωσε και της άρεσε και ήταν η απογευματινή τους βόλτα η βαρκάδα τους.
Θυμάμαι της έλεγε:
- πάμε να σε περπατήσω Μήτρο μου.
Η απάντηση ήτανε πάντα:
-πάμε αλλά άμα με ξαναπείς Μήτρο θα στο σπάσω το κεφάλι!
-Εντάξει Μήτρο μου, προχωράω εγώ να κάμω και μια τσιγάρα κι έλα...
Μην ακούτε εσείς, αυτές είναι "τρυφλότητες" έλεγε κοροιδευτικά φεύγοντας ο καπετάνιος γελώντας κάτω από τα μουστάκια του σα γνήσιο πειραχτήρι.
Δυο ζευγάρια θυμάμαι που έκαναν αυτή τη δουλειά κάθε απόγευμα ποστάρισμα και κάθε πρωί το σήκωμα και ξεψάρισμα των διχτυών, τους γονείς μου και τον μπάρμπα Κοτόζα με τη θεια Ευθυμία.
Μου έρχεται στο νού κι ο μπάρμπα Μαύρος με το μονόξυλο του, το πολύ μικρό πριαράκι ίσα με μια οριά πράμα , που το σπρώχνουν όρθιοι με ένα ραβδί από κυπαρίσσι.Είχε λοιπόν ένα πεζόβολο και πήγαινε εκεί που δεν μπορούσε κανένας άλλος έν τω μεταξύ ήταν τόσο επιδέξιος που δεν του ξέφευγε ούτε γαρίδα.
Τον λέγανε Μαύρο γιατί από τον ήλιο όλη μέρα μέσα στη θάλασσα ήταν πιο μαύρος από το πριαράκι του που το έβαφε με κατράμι. Τη σκυτάλη πήρε ο γιός του ο Αντρέας σκούρος κι εκείνος αλλά όχι απο τον ήλιο απο το σκαρί του.
Την αξία του κάθε πράγματος τη καταλαβαίνει κανείς όταν το στερηθεί. Ετσι και στη περίπτωση μου λυπήθηκα ιδιαίτερα όταν ο πατέρας μου το πούλησε το πριάρι μας το "Νικολάκη" για να πάρει τα χρήματα για την επαγγελματική άδεια-3000 ευρώ- που αλλοιώς θα την έχανε αφού είχε γεράσει και δεν είχε την απαιτούμενη ευλυγισία για τη χρήση του σκάφους οπότε μοιραία θα το άραζε.
Προσωπικά μου ήρθε ταμπλάς όταν έμαθα, όντας φαντάρος στα 29 μετά από πολύχρονες σπουδές σε Ελλάδα κι εξωτερικό, ότι το πούλησε και μάλιστα χωρίς να με ρωτήσει, θεωρώντας πια αυτονόητο ότι εγώ δεν θα θέλω να το χρησιμοποιήσω. Το ένιωσα σαν προδοσία και μου κακοφάνηκε.΄Ενιωσα σα να χάθηκε ένα μέλος της οικογένειας.
Βρήκα λοιπόν το ..Λόμπα που το είχε αγοράσει για την επαγγελματική του άδεια και το είχε αράξει το πριάρι έξω στο καρνάγιο δίπλα στο δρόμο να το σκοτώνει ο ήλιος και η αχρηστία για χρόνια.
Το έβλεπα εγώ όταν απολύθηκα απο φαντάρος και μου κακοφαίνοταν που είχαν ανοίξει τα πλευρά του οπότε κάποια στιγμή του λέω: Το θέλω να το φτιάξω μου το δίνεις; Πόσα θέλεις;
Μου λέει: χίλια πεντακόσια
Τελικά συμφώνησα στα οκατακόσια ευρώ παρόλο που το είχε πεταμένο και δεν άξιζε ούτε τριακόσια από τη ζημιά που είχε πάθει τόσα χρόνια, τέλος πάντων λέω έχω τετρακόσια τώρα και τα υπόλοιπα σιγά σιγά θέλεις;
-Θέλω μου λέει.
Παίρνω το Νικολάκη τον ξύνω, τον καίω με καμινέτο να φύγουν οι παλιές μπογιές, βάζω ντζίβα και μίνιο στους αρμούς, το καλαφατίζω,το περνάω με μίνιο, το βάφω , του βάζω μοράβια του φτιάχνω σιρίτια και κουπιά δίχρωμα κα μερακλίδικα και το ξαναρίχνω στη θάλασσα σαν καινούριο [μόνο τριάντα χρόνων σκάφος].
Όλα αυτά μόνος ενώ το σκάφος άν και ξεραμένο ζυγίζει κοντά μισό τόνο, εκεί η εμπειρία που είχα συσσωρεύσει από παιδάκι φάνηκε άμεσα, τα έκανα όλα με κλειστά μάτια με τη μία και εύκολα κυρίως δε σωστά κρίνοντας από το αποτέλεσμα.
Κάποιοι χωριανοί -κάτι σκαμπάβλια δηλαδή- που πέρναγαν και ήξεραν την ιστορία μου:[ χρόνια στα θρανία και μακριά] έλεγαν διάφορα περιπαικτικά και πείσμωνα εγώ, καλά τους έλεγα να δούμε ποιός θα γελάσει καλύτερα.
Περνώντας όμως οι μέρες ειδικά τα γεροντάκια που ψάρευαν και πέρναγαν κάθε μέρα με είχαν κατασυγκινήσει από την αρχή λέγοντας μου κουβέντες που δεν μου είχε ξανατύχει να ακούσω.
Μόνο Έλληνες ξέρουν να επαινούν με αυτό το τρόπο από καρδιάς και μάλιστα αγράμματοι.
Σε κανένα άλλο τόπο που ξέρω-Γερμανία Ιταλία Αγγλία Αμερική- και κανένας μορφωμένος άνθρωπος δεν είναι τόσο καλλιεργημένος ψυχικά όσο ο αγράμματος καλλιεργημένος Έλληνας: σπάνια περίπτωση ,αλλά τα διαμάντια δεν θα είχαν καμία αξία αν ήτανε σωρός.
Όσο για τους υπόλοιπους παραμένουν όπως είπα πρίν σκαμπάβλια!
Συνδυάζει τη λαϊκή σοφία και διάκριση με υπέροχη εξυπνάδα και ευστροφία ευρυμάθεια και το κυριώτερο καλοκαγαθία και ταπεινοφροσύνη.
Φούσκωνα κι εγώ σαν γαλοπούλα από περηφάνεια γιατί ο καλός ο λόγος είναι καλύτερος από άξιο άνθρωπο.
Το ετοίμασα λοιπόν το "σκάφος" και είχα πεί σε πέντε φίλους να έρθουν το πρωί να το ρίξουμε, αλλά άργησαν δεκαπέντε λεπτά, και από την ανυπομονησία μου δεν άντεξα άλλο, το έριξα μόνος μου μέσα στη θάλασσα κάνοντας μοχλό εναλάξ στα κυλινδρικά παλούκια.
Όταν ήρθαν δεν πίστευαν στα μάτια τους. Πως το έκανες ρε αυτό; Έλεγαν και ξανάλεγαν.
-Δε θέλει κόπο θέλει τρόπο τους έλεγα γελώντας.Τους άφησα στην απορία.
Η καζούρα τους δε απερρίγραπτη.
Αφού και ήρθατε πάμε να κεράσω στο πατρικό μου προτείνω,οπότε τα ουζάκια κατω από τη κληματαριά έρεαν άφθονα μέχρι να μην αντέχουμε τη ζέστη.
'Εκανα όλο το καλοκαίρι βόλτες και μπάνια, με τα κουπιά μόνο γιατί μηχανή δεν έβαλα μέχρι να στανιάρει το σκαρί, αλλά έκανα τόσο καλή δουλειά που ούτε δάκρυσε όπως λένε.
Έριχνα, στη ζούλα εννοείται, παραγαδάκια που είχα φτειάξει, δυο κατοστάρια που προέκυψαν όταν κάτι πολύ μεγάλο ή χέλι ή λαβράκι μου έκανε το τρακοσάρι κουβάρι.
Μόνος μου όμως δεν είναι εύκολο στο ψάρεμα-σήκωμα, καλά στο ρίξιμο αυτό με υπομονή και προσοχή αντέχεται αλλά όταν μου έφευγαν ψάρια στο ψάρεμα τσαντιζόμουνα κι έσκαγα ξεβαφτιζόμουνα στο βλαστήμι.Λέω δεν είναι δουλειά αυτή πιο πολύ κακό κάνω παρά καλό.
Τα αραίωσα λοιπόν τα ψαρέματα αφού στο τέλος κι ένα φίλο που έβαλα να τραβάει κουπί δεν ήξερε τη τύφλα του από θάλασσα και μου τα έκανε μαντάρα, αλλά το χειρότερο ήταν πως δεν είχε κι όρεξη να μάθει, ε και εκεί κοντέψαμε να σφαχτούμε όταν κορόιδευε ειρωνευόμενος απαξιώνοντας αυτό που δεν κάτεχε.
Του κακοφάνηκε που του είπα "έξω από δω άχρηστε κοπρίτη" και πολύ περισσότερο που το πίστευα γιατί δεν με είχε ξανακούσει να μιλάω έτσι σε άνθρωπο.
Μετά αναγκάστηκα να το αποχωριστώ. Όταν το χειμώνα έμαθα ότι ο ..Λόμπας κακοπήρε το πατέρα μου που πήγε να φροντίσει το πριαράκι- να δεί μήπως έχει νερά από τη βροχή κι άν είναι καλά δεμένο, του λέει: "το σκάφος είναι δικό μού ο γιός σου δεν το έχει ξεπληρώσει οπότε άστο όπως είναι".
Ξαφνιάστηκε ο πατέρας μου και προσβλήθηκε και δικαίως.Με πήρε τηλέφωνο και μου λέει Νίκο μου έτσι κι έτσι.
Αηδίασα από το ποιόν του ανθρώπου και για το τι είπε και κυρίως σε ποιόν το είπε.
Αν τον είχα μπροστά μου θα του πέταγα τα άντερα έξω.Το ίδιο βράδυ πάω στο χωριό μετά το τηλεφώνημα με το πατέρα μου βρίσκω το ..Λόμπα και του λέω
-δε το θέλω το πριάρι να το πάρεις πίσω.
Κάνει να μου ψελίσει πως έχασε από την υπόθεση αυτή και είχε αγοραστές και άλλες παπαριές, του λέω δεν φτάνει που μου έδωσες πέντε σανίδες ανοιχτές και ήθελες το βάρος τους σε χρυσάφι δεν φτάνει που πήρες το μισό , δεν φτάνει που στο δίνω πίσω καινούριο και χωρίς να σου ζητάω τα χρήματα μου, μου λές ανόητε άνθρωπε ότι έχασες;
Τα έχασε απο το μένος, και συνεχίζω
-Δεν έχασες κέρδισες του λέω, και να το πάρεις απο το μώλο γιατι χρειάζεται ένας φίλος μου τη θέση αύριο κιόλας.
Έπρεπε να του πώ και τα υπόλοιπα που σκεφτόμουν: - Η βλακεία σου και η κακότητα σου σε έκαναν να χάσεις κι αυτά που θα μπορούσα να σου δώσω ακόμα.
Ναι θα μπορούσα, όχι σαν ηλίθιος που προσπορίστηκε πως ήμουν "γιατί έχω για πέταμα τα χρήματα μου που με έπιασε κότσο και μου πούλησε το σκάφος ακριβά" όπως μάθαινα ότι έλεγε από καλοθελητές, αλλά η κακολογία -παρόλο που με πείραζε και γέμιζε το στομάχι- δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα είναι ίδιον των ηλιθίων και προφανώς έδειχνε το ποιόν του.
Η σταγόνα όμως που έκανε να ξεχειλίσει το ποτήρι ήταν η προσβολή μου, στο Γέροντα μου.
Δεν υπάρχει χειρότερο για άνθρωπο που έχει φιλότιμο να του προσβάλουν τα παιδιά.
Η αξία του Νικολάκη για μένα δεν ήταν θέμα χρημάτων.
Ναι μεν η αξία κάποιων πραγμάτων μπορεί να μη μετριέται αλλά υπάρχουν και όρια και πάνω από τα ξύλα είναι το φιλότιμο και οι άνθρωποι-.
Τα έχασε δεν ήξερε κι ούτε του είπα ποτέ τι και γιατί -τον είχα μισήσει δεν θα του έκανα τη χάρη να του πώ τι έκανε και πως είχε λάθος για να διορθωθεί άστον στην κακότητα του τον κακοήθη.
Ούτε και στο πατέρα μου το είπα, το έθαψα το θέμα ακόμα νομίζει πως απλά δεν μπορούσα να βγάλω άδεια και το έδωσα πίσω σαν άχρηστο κι ότι απλά ήταν μια επιπόλαια απόφαση και εν θερμώ δράση.
Όμως δεν το άφησα έτσι δεν ξεχνάω ούτε το καλό ούτε το κακό, καθοδήγησα το θείο μου το Ζώη και του το πήρε το σκάφος.Το πήρε από το ξυπνοπούλι για εκατό ευρώ.
Αφού είναι τέτοιος, το γουρούνι θέλει χτύπημα στη μουσούδα λέει ο σοφός λαός, τέτοια θέλει και τα τετρακόσια δεν τα πήρε και το σκάφος το έχασε.
Κράτησα και τη μηχανή με το τρόπο μου και τώρα όταν το βαρεθεί κι ο θείος μου γιατί θέλει συντήρηση και είναι μεγάλος θα περάσει στα χέρια μου με άδεια αυτή τη φορά.
'Οπως είπαμε γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.
Παλιοχαρακτήρας είπατε; όχι αντιτείνω απλά Λευκαδίτης!
Δεν ξεχνώ ούτε καλό ούτε κακό ούτε αφήνω να πέσει κάτω καμιά χαζοκουβέντα.
Πάντως βλέπω τελευταία ολοένα και περισσότερα ξύλινα να παροπλίζονται παρόλο που μπορούν να είναι αιώνια στην οικογένεια του ιδιοκτήτη αφού φτιάχνονται εύκολα σαν καινούρια με λίγη συντήρηση ξύσιμο και βάψιμο δηλαδή ακόμα κι από άσχετο, και επιπλέον είναι πολύ πιο αξιόπλοα και ασφαλή στη θάλασσα, ενώ από οικονομία ούτε κουβέντα η μέρα με τη νύχτα.
Αν του βάλεις και πανάκι γίνεται υπερθέαμα με μηδέν κόστος.
Το μόνο που χρειάζεται για να σε φροντίζει το ξύλινο είναι φροντίδα και στοργή αλλά στη δίνει πίσω πολλαπλάσια.
Τι κρίμα να μην αφήνουν οι κρατούντες τα ξύλινα βαρκάκια και καϊκια μετά την πώληση της επαγγελματικής άδειας να χρησιμοποιούνται σαν ερασιτεχνικά.
Γιατι να πάνε χαμένα όλα τα ξύλινα σκάφη για τη βλακεία που τους δέρνει και για τη τσίπα που δεν έχουν τα γομάρια που μας κυβερνάνε;