Η μεταπολεμική γενιά των Ελληνικών νησιών και ειδικά των χωριών που πρόλαβε την κατοχή στη προσχολική και σχολική ηλικία, κατάφερε να ζήσει να δημιουργήσει οικογένεια κι ότι άλλο ασχολούμενη με τη ναυτιλία.
Το σύνολο των ανδρών που επί κατοχής ήταν έως έξη επτά χρονών και μικρότεροι όταν ήρθε η ώρα να μπουν στο στίβο της ζωής, που συνήθως γίνονταν μετά το δημοτικό ή και πριν να το τελειώσουν, κάπου στα δώδεκα με δεκαπέντε χρόνια, άρχιζαν να μπαρκάρουν σε μικρά καΐκια, που ήταν τα φορτηγά της εποχής, για να βγάλουν τα προς το ζην.
Η ζωή του αγρότη και του κτηνοτρόφου από τότε ήταν απλήρωτη και κακομοιριασμένη όπως και παραμένει, για τούτο κατέφευγαν στη θάλασσα και τις εργασίες της.
Το ξεκίνημα γίνονταν στα βαρκάκια για ψάρεμα, εκεί τα παιδιά αυτά μάθαιναν τη θάλασσα και τα εισοδήματα της.
Το εισόδημα από τα ψάρια που τότε αφθονούσαν τους έκανε να γλυκαθούν οικονομικά και τους άνοιγε νέους ορίζοντες.
Τους οδηγούσε στο να επιθυμούν να περάσουν σε ακόμη μεγαλύτερο εισόδημα οπότε το βλέμμα τους περνούσε άμεσα στα καΐκια που αποτελούσαν τα μεταφορικά μέσα της εποχής.
Επόμενο βήμα τους ήταν τα πιο μεγάλα φορτηγά πλοία τα έλεγαν μοτορσίπια -motor ship- όπου πλήρωναν καλύτερα και έκαναν καλύτερα ταξίδια πιο άνετα και ασφαλή αλλά απαιτούσαν ναυτικό φυλλάδιο και κατάλληλη ηλικία για να βγει αυτό.
Ωστόσο βλέποντας τη διαφορά στην πληρωμή και στα υπόλοιπα έκαναν τα αδύνατα δυνατά να πετύχουν σε αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο, να βγάλουν φυλλάδιο από το λιμενικό με υπογραφή του πατέρα τους ή κάποιου καλού θείου ή φίλου του πατέρα τους που θα την πλαστογραφούσε.
Το έλεγαν και νόμιζες πως θα έβγαζαν φτερά κι όχι ένα απλό φυλλάδιο ναυτικού ωστόσο είχαν δίκιο, τους έδωσε φτερά αυτό το φυλλάδιο.
Από τους πρώτους διδάξαντες ήταν κι ο καπετάν Μήτσος .
Ήδη από παιδάκι δεν του άρεσε το λεγόμενο τσαπί, δηλαδή το σκάψιμο με το τσαπί στις ελιές και στα χωράφια, κι έτσι ασχολήθηκε με το ψάρεμα.
Λίγο για να ξεφύγει από το τσαπί και τη σκληρή δουλειά του και περισσότερο ακόμη για να ξεφύγει από τα λάχανα που τα απεχθάνονταν.
Μάλιστα του πήγαινε το ψάρεμα, είχε ένστικτο, ευστροφία, είχε και παρέα τον ξάδερφο του τον Τόλια όπως και τον μεγαλύτερο αδερφό του τον Αποστόλη, επίσης είχε και τη βάρκα του Νικολή του πατέρα του.
Βρέφος ακόμη έπιανε γουβιούς με τα χέρια και κόντεψε να πνιγεί σε μια γούβα που τους παγίδευε όταν έγειρε μπροστά επειδή δεν έφτανε σαν μικρούλης που ήταν και φυτεύτηκε το κεφάλι του στη λάσπη. Είχε ευτυχώς κοντά του τον θείο Σταθάγγελο πραγματικό φύλακα άγγελο του, τον ψαρά της οικογένειας άτεκνο που του μάθαινε τα κόλπα. Ο αγαπημένος του θείος πέθανε νέος όταν μπήκε στη μέση να χωρίσει δυο γνωστούς του κι έφαγε μια μαχαιριά αδέσποτη. Είχε προλάβει όμως να του κολλήσει το μικρόβιο της αλμύρας.
Έφτιαξε ο Μητσάκος καλαμίδι με σπάγκο, μετά πετονιές, μετά παραγαδάκι πάντα από σπάγκο μάνα -το χοντρό- και παράμαλο -το λεπτό με το αγκίστρι- τρίχα αλογοουράς, είχε μαδήσει το άλογο του μπάρμπα Τζίλου. Μετά οργανώθηκε, έφτιαξε απόχη μικρή για τα μεγάλα ψάρια που δεν τα σήκωνε ο σπάγκος και μια μεγάλη για τα κλαριά, κι αργότερα αγόρασε δίχτυα επαγγελματικά, και καμάκια και λάμπα υγραερίου για πυροφάνι αλλά έμαθε και να τα επισκευάζει αλλά και να τα κατασκευάζει μόνος του.
και λοιπά κλαδιά που προέρχονταν από τις λεγόμενες μάζες, τους θάμνους δηλαδή που έκοβαν ρογκίζοντας καθαρίζοντας οι αγρότες για να μπορούν να μαζεύουν τις ελιές.
Τα δεματάκια αυτά τα έριχναν στα ρηχά της θάλασσας και τα παλούκωναν μέχρι ένα μέτρο βάθος στα φύκια κι εκεί φώλιαζαν κάθε λογής μικρά ψάρια, χέλια, καβούρια και πάρα πολλές γαρίδες μικρές ότι πιο νόστιμο σε γαρίδα.
Σε ένα από αυτά όταν ήταν συνταξιούχος έπιασε ένα χταπόδι δεκατέσσερα κιλά όχι λόγια, ήταν όσο ένα μεγάλο δοχείο ναυτικής μπογιάς που χρησιμοποιούσε για τα ψάρια του γεμάτο.
Το ξέρω γιατί είδα το κτήνος ζωντανό και μετά το χτύπησα και το ζούληξα ο ίδιος αποκλαμό- αποκλαμό στο κοτρόνι να φύγει η γλίτσα. Ο κάθε αγοραστής πήρε από έναν αποκλαμό και έμεινε για την οικογένεια ένας αποκλαμός και η κουκούλα που ήταν σαν μεγάλη τσάντα.
Με τα κλαριά αυτά μάζευαν δόλωμα για τα παραγάδια, ζωντανή γαρίδα αλλά και γαρίδα για το σπίτι. Ειδικά τη μεγάλη σαρακοστή πούλαγε ένα σωρό γαρίδα.
Μάλιστα τα τηγανιτά γαριδάκια ήταν η λιχουδιά της εποχής για μικρούς και μεγάλους που πουλούσαν σε χωνάκια χαρτιού, εξάλλου τα καινούρια απομίμηση αυτής της λιχουδιάς είναι.
Την εποχή της νιότης του καπετάν Μήτσου μου ομολόγησε πως η αφθονία στη θάλασσα ήταν τεράστια, υπήρχαν ψάρια πολλά, μεγάλα και εξαιρετικά αθώα απονήρευτα, που πιάνονταν εύκολα. Καμιά σχέση με σήμερα που είναι λίγα δυσεύρετα και παμπόνηρα από το πολύ ψάρεμα.
Έτσι και φαγητό ποιοτικό έπιανε για όλη την πολυμελή οικογένεια, αλλά και δεκαρούλες μάζευε, γιατί απέκτησε πελατεία και η πραμάτεια ήταν άριστη και μεγάλη η ψαριά συνήθως.
Πονήρεψε λοιπόν ο μικρός ψαράς κι έγινε και έμπορος για τα ψάρια του οπότε δεν ήθελε με τίποτε να πάει στο χωράφι να πιάσει το τσαπί.
Ο πατέρας του ο Νικολής θύμωνε αλλά του άρεσε και η ψαριά που έμπαινε στη φαμίλια να θρέψει το ασκέρι οπότε υποχώρησε στο τέλος.
Ο Μήτσος μαζί με τον Τόλια πρώτο ξάδερφο του, που ήταν συνομήλικοι κι έκαναν πολλή παρέα γλυκάθηκαν με το ψάρεμα και άρχισαν να κάνουν γνωριμίες με τους έμπορους της περιοχής που αγόραζαν τα ψάρια όπως και με τους εφοπλιστές καϊκιών και καπεταναίους που επίσης είχαν χρήμα να αγοράζουν τα ψάρια τους.
Πάνω στη συζήτηση έπεσε κάποια φορά και η ιδέα αφού ξέρουν από θάλασσα να μπούνε πλήρωμα στα καΐκια να βγάζουν λεφτά όχι πενταροδεκάρες όπως με τα ψάρια.
Τους άρεσε η ιδέα και αποφάσισαν να μπούνε στα καΐκια από του χρόνου κιόλας, ήταν δεν ήταν δεκατριών χρόνων.
Τα καΐκια δεν ήταν δα και ξένοι αυτοί που τα είχαν, ήταν συχωριανοί, οι περισσότεροι ήταν φίλοι και συγγενείς του πατέρα τους, οπότε όχι μόνο έπιασαν δουλειά αλλά άρχισαν να ζητάνε και καλύτερο μεροκάματο και να το παίρνουν από τον ένα εργοδότη στον άλλο.
Ο καπετάνιος μου διηγήθηκε πως έπιασε δουλειά με μια κουρελού για να κοιμάται και να σκεπάζεται στο κατάστρωμα του καϊκιού και γύρισε ντυμένος με παπούτσια και πουκάμισο μέσα σε μια ιδιότυπη ξύλινη βαλίτσα που έφτιαξε από ένα ρεγγοκούτι.
Αυτό το ρεγγοκούτι και το κομπόδεμα, οι οικονομίες από το ψάρεμα, του επέτρεψαν να πάει στη Κέρκυρα να βγάλει φυλλάδιο ναυτικού όταν ήρθε η κατάλληλη ηλικία με την υπογραφή ενός φίλου του πατέρα του, του Αλέξη που τον είχε σαν παιδί του και συζητούσανε τα σχέδια του.
Ήξερε εκείνος πως είχε τσαντιστεί ο πατέρας του ο Νικολής επειδή δεν πήγαινε στο χωράφι το ένιωθε σαν προσβολή και του έλεγε κοροϊδευτικά πως δεν θα υπογράψει για φυλλάδιο και πως έτσι για καπρίτσιο θα τον κάνει αγρότη.
Λέγε λέγε όμως ο Νικολής και κόντρα στη κόντρα με το γιο του θύμωσε τόσο που δεν ήθελε με τίποτε να υπογράψει. Έτσι ο μικρός ψαράς πήγε στο μπάρμπα Αλέξη με τη παράκληση να υπογράψει εκείνος, έτσι κι έγινε τελικά. Μάλλον σε γνώση του Νικολή όμως που ήθελε να δοκιμάσει την αποφασιστικότητα του για ένα από τα πιο επικίνδυνα και προσοδοφόρα επαγγέλματα του κόσμου.
Έτσι το πήρε απόφαση ο μικρός Μήτσος ψημένος στα καΐκια πια, να γίνει ναυτικάρα.
Θα πήγαινε στο Πειραιά να πιάσει κανονικό μπάρκο αλλά δεν έφταναν τα λεφτά για ναύλα οπότε μπάρκαρε για Πειραιά σαν πλήρωμα με συμφωνία να φύγει εκεί.
Όταν έφτασε στον Πειραιά είδε τη δυσκολία του εγχειρήματος: χωρίς λεφτά σε μια πόλη γεμάτη με ναυτικούς που ψάχνουν για δουλειά.
Που να μείνει και πως, που δεν είχε λεφτά παρά μόνο για φαγητό;
Πήγε λοιπόν σε ένα αραγμένο παλιό καΐκι όπου βρήκαν καταφύγιο κι άλλα πατριωτάκια, που του το σφύριξαν.
Εκεί κοιμότανε για κανένα δεκαήμερο και τη μέρα αλώνιζε στα ναυτιλιακά γραφεία στο Πειραιά να βρει το πολυπόθητο μπάρκο.
Πραγματικά ήρθε το πολυπόθητο μπάρκο και έπαιρνε πια τα τριπλάσια από τα καΐκια με κουκέτα και καλό φαγητό και τουαλέτα και κόσμο καλό για εργοδότες κάτι ωραίους τύπους μικρασιάτες ναυτικάρες νοικοκύρηδες και ξηγημένους.
Πέρασε πολύ καλά στο πρώτο μεγάλο του μπάρκο πήρε και βαλίτσα και κουστούμι.
Στη συνέχεια όμως έμαθε πως μεγαλύτερα πλοία έδιναν σχεδόν τα διπλάσια, έμαθε τα κόλπα ρωτώντας και μπήκε σε ένα μεγαλύτερο πλοίο φορτηγό, όπου κι έπεσε στη πρώτη αβαρία κακοκαιρίας. Κόντεψε να τους βουλιάξει η καταιγίδα, αφήσανε λοιπόν στη θάλασσα μέρος του φορτίου για να γλυτώσουν και άραξαν σε ένα όρμο απάνεμο να περάσει το κακό.
Το λιμενικό ειδοποιήθηκε για το φορτίο που έπλεξε μετά τη καταιγίδα και τους ψάχνανε ως αγνοούμενους, ο ασύρματος είχε χαλάσει από τη καταιγίδα και για καμιά εβδομάδα στο χωριό τους κλαίγανε για πνιγμένους.
Όλοι εκτός από το Νικολή που δεν πίστευε πως πνίγηκε ο Μήτσος του, κι ολοένα έλεγε στη Ζαχαρένια τη γυναίκα του "Μη κλαίς μαρή χαμένη δεν έπαθε τίποτε θανέρτει σε λίγο κουνιστός και λυγιστός με το ρεγγοκούτι και το πουκάμισο του".
Πραγματικά μετά την ταλαιπωρία ξεμπάρκαρε για λίγο και δικαιώθηκε έτσι ο Νικολής.
Η ανοδική πορεία όμως δεν σταμάτησε σαν μούτσος στα φορτηγά, άρχισε να παίρνει βαθμό ο Μήτσος, ήταν έξυπνο παιδί είχε ψηθεί στη θάλασσα από μικρός στα καΐκια και στα βαποράκια και έγινε ναυτικάρα και λοστρόμος ξηγημένος, γιατί κατείχε όλα τα πόστα και είχε και το τρόπο να κουμαντάρει όμορφα τους ανθρώπους τους καραβιού από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο.
Ξυπνάει ο άνθρωπος άμα διαθέτει μυαλό και όρεξη κι ο Μητσάκος τα είχε και τα δύο και ήτανε κι ομορφόπαιδο: μελαχροινός πρασινογάλανο μάτι σαν στάρ του σινεμά.
Ο μισθός πια ήτανε σε λιρίτσες γιατί του είπανε οι μικρασιάτες καλή τους ώρα να μαζεύει το μισθό του και να τον κάνει χρυσό κι αν μπορεί να τον αξιοποιεί και τους άκουσε, τις έστελνε λοιπόν τις λίρες στο Νικολή να φτιάξει τα προικιά για τις τρεις αδερφάδες του, το ίδιο έκανε κι ο μεγάλος του αδερφός ο Αποστόλης.
Ο Νικολής έτσι αξιώθηκε κι αγόραζε και από καμιά άκρη με ελιές ή αμπέλια γιατί από τέτοια μόνο γνώριζε, με τις λιρίτσες των παιδιών, αλλά δυστυχώς τα έγραφε στο όνομα του. Έτσι στο τέλος ο κόπος των δυο μεγάλων αδερφών μοιράστηκε κληρονομιά και στα μικρότερα χωρίς ωστόσο οι μεγάλοι να πουν τίποτε γι'αυτό, εξάλλου τόσες λίρες έδωσαν για τις τρεις αδερφές, αν έδιναν και δυο άκρες γη και στα μικρά που τα μεγάλωσαν εκείνοι τι θα πάθαιναν;
'Εφτασε όμως η ώρα για το στρατιωτικό, στο ναυτικό λοιπόν και μάλιστα στα υποβρύχια ο Μήτσος.
Ναυτάκι πρώτο, από την εκπαίδευση τον κάνανε τσακωτό για την εμπειρία του σε ιστιοφόρα καΐκια και πλοία φορτηγά και μάλιστα λοστρόμος τόσο μικρός, ώστε να μπει καπετάνιος σε ρυμουλκό του ναυτικού στο πέραμα.
Εκεί έδειξε την αξία του κι όταν ήρθε η ώρα τον πήρε ο διοικητής καπετάνιο για το κότερο του μαζί με το πλήρωμα του.
Από τα ρυμουλκά και τη μουντζούρα τους στη πολυτέλεια και την υψηλή κοινωνία ο Μήτσος μέσα στα υπέροχα καλομαθημένα θηλυκά έκανε μπαμ ο νεότατος καπετάνιος που δεν ήξεραν ότι ήταν στρατευμένος.
Αλλά ο Μήτσος αν και καρδιοκατακτητής στάθηκε κύριος, και πολύ τον εκτίμησε το διοικητής του για τη συμπεριφορά του, το ίδιο και οι όμορφες δεσποινίδες και κυρίες.
Ακόμα δείχνει τα ωραία δώρα που τους έδωσαν όταν τελείωσε η κρουαζιέρα κάτι σουγιάδες πανάκριβους ελβετικούς κάτι χρυσά ρολόγια και ταμπακιέρες μάλιστα μόλις έμαθαν πως ήταν στρατευμένα τα παιδιά του πληρώματος μάζεψαν μεταξύ τους ένα μεγάλο ποσό για φιλοδώρημα ώστε στο τέλος έφυγε από το κότερο με χρήμα.
Κοντά στο τέλος της θητείας ο καπετάν Μήτσος του σκάφους του Διοικητού με το όνομα στο στρατόπεδο επιστρέφει στη θέση του στο πόστο του κυβερνήτη ρυμουλκού.
Εκεί κάποιος ξιπασμένος καινούριος αξιωματικός που όλο για το Μήτσο άκουγε και δεν τον έβλεπε ποτέ είχε τη φαεινή ιδέα να τον στείλει στη "Καλλιόπη"... να παλέψει με το θηρίο! να καθαρίσει τις τουαλέτες.
Εκεί βρήκε το ξάδερφο του και σειρούλα το Νίκο που έκανε τσιγάρο και του λέει τα καθέκαστα.
Χωρίς να του πει τίποτε εκείνος κινάει και πάει κατευθείαν στο διοικητή, ο οποίος έξω φρενών φωνάζει τον αξιωματικό και τον έβρισε κανονικά. Τον άκουσε όλο το στρατόπεδο να τον λούζει με κοσμητικά επίθετα.
Έρχεται τότε εκείνος σαν γάτος μπανιάδος στις τουαλέτες με κάτι καινούρια ναυτάκια και του λέει τάχα πως αστειεύτηκε και είναι ελεύθερος για έξοδο.
Έτσι η καπετάν Μήτσος τελείωσε τη θητεία του στα υποβρύχια τα ρυμουλκά και τα κότερα επεισοδιακά.
Αφού απολύθηκε λοιπόν πήγε να δει τους δικούς του στη ξερόραχη, με το γυαλί του το τσίλικο και το κουστούμι το γαμπριάτικο.
Τον βλέπει η Τασούλα η μεγάλη αδερφή του που μάζευε ελιές εκείνη τη στιγμή απότομα που πλησίαζε αεράτος και... τον πιάνει στα λιθαροκότρωνα!
Αφού δεν τον αναγνώρισε και νόμισε πως είναι κανένας κορτάκιας τουρίστας.Όταν βγάζει λοιπόν τα μαύρα γυαλιά για να τον γνωρίσει σκασμένος στα γέλια πέφτει στην αγκαλιά του και του λέει: "Ω λαλάκη μου κόντεψα να σε τελέψω η συφοριασμένη! συμπάθα με τη στραβή" κι ακόμα γελάμε όποτε μας το λέει παραστατικότατα η θεία μου.
Τα μπάρκα μετά τη θητεία ήταν πιο καλοπληρωμένα, και κάποια στιγμή σε γκαζάδικα που έκαναν το γύρο της υφηλίου και που ήταν τα μεγαλύτερα βαπόρια της εποχής επιπλέον δε τα πιο καλοπληρωμένα, προφανώς και λόγω επικινδυνότητας.Έτσι σιγά σιγά και αγορές κτημάτων έγιναν από τον Νικολή για τα παιδιά και προίκα για τα κορίτσια.
Έτσι το είχαν τότε:
-πόσα παιδιά έχεις;
-τέσσερα παιδιά και δυο κορίτσια...!Έλεγε ο Νικολής και η Ζαχαρένια.
Τα δυο παιδιά ο Μήτσος κι ο Αποστόλης προικιόσανε τις αδερφάδες κι έτσι παντρευτήκανε κι εκείνες οι δόλιες να κάνουν οικογένεια και μπόλικα ανηψάκια.
Έιχαμε λοιπόν γάμους και πανηγύρια με τις δυο μεγάλες,αλλά κι ο Αποστόλης σαν πρώτος βρήκε τη θεια Νίκη και ήθελε να φτιάξει σπίτι οπότε κανόνισε με το πατέρα μου να φτιάξουνε ένα με αδερφομοίρια δηλαδή ένα μεγάλο που θα μοιραστεί στη μέση.
Έτσι κι έγινε όσο για το πατρικό στη ξερόραχη το άφησαν για στάβλο όπως του ταίριαζε, ενώ το πατρικό στο κατωχώρι το πούλησε ο Νικολής και έφτιαξε το πέτρινο στο Βλυχό.
Αφού κι έφτιαχνε σπίτι ο Μήτσος κι ο Αποστόλης ήτανε σχεδόν έτοιμος λέει δε μπορεί τι θα μείνω στο ράφι εγώ πρέπει να βρώ μια καλή κοπέλα να παντρευτώ και θυμάται πως ο Κοντογιωργης γνωρίζει μια κοπέλα που του άρεσε τη Λενίτσα του Βασίλη από τη Νικιάνα, ανηψιά του Κωστόπουλου με το καφενείο στο χωριό, φίλου και συγγενή οπου ρώτησε κι έμαθε τι και πως.
Βάζει λοιπόν το μπάρμπα Γιάννη μπροστά που ήτανε ξηγημένος και του έκοβε για τέτοια να πάνε για το προξενιό της Ελενίτσας.
Έντεκα χρόνια μικρότερη η Ελενίτσα και μινιόν φιλέτ από καλή οικογένεια με το κάτι τις της και νοικοκυρούλα ομορφαίλω και μικροκαμωμένη δε σα μπιμπελό.
Πραγματικά της άρεσε ο γαμπρός και είπε το ναί η Ελενίτσα του Δαμιανή έμαθε πως είναι και καλό παιδί από το συγγένειο στο χωριό του και έτσι στήθηκε το σπιτικό...
Το σπίτι έτοιμο το κορίτσι έτοιμο νερό ναι ρεύμα και τηλέφωνο γιοκ. Η Δεη και ο Οτες δεν είχαν επισκεφτεί ακόμη το χωριό του Μήτσου και η Ελενίτσα ένοιωσε πως γύρισε στο μεσαίωνα με τη λάμπα πετρελαίου το μαστέλο στη φωτιά και το σίδερο με τα κάρβουνα ενώ στη Νικιάνα πιο κοντά στη πρωτεύουσα του νησιού είχε φτάσει πρόπερσι κι ο Οτές και η Δεή.
Τέλος πάντων λέει ο Μήτσος κάμε υπομονή Ελενίτσα και μέχρι να έρθει ο Νικολάκης θα έχουμε και τηλέφωνο και ρεύμα στη φωλίτσα μας, Α και το σπίτι μόνοι μας αφού ο αδερφός μου ο Τζέλης θα έχει ετοιμάσει το δικό του και αυτός.
Έτσι κι έγινε...
Ο Νικολής παραξένεψε με τα χρόνια από την υγρασία και τη κακουχία έσπασε το στομάχι του και υπέφερε είχε λοιπόν συνέχεια νεύρα και τη μέρα που πήγε η Λενίτσα να γεννήσει την αφεντομουτσουνάρα μου με το Μήτσο στο νοσοκομείο είχε προαίσθημα και ξύπνησε το απόγευμα και λέει στη Ζαχαρένια:
-Ε Μαρή άκουσες; ο Μήτσος έκαμε γιό!
-Ε Μαρέ που το ξέρεις, αφού δε προλάβανε να πάνε στο νοσοκομείο, πότε πρόλαβε και γέννησε και το έμαθες κιόλας;
-Τ'ακούς τι σου λέω, όταν εκοιμόμουνα ήτανε δυο κυράδες εδώ έξω και το λέγανε, πως ο Μήτσος έκαμε αγοράκι.
-Ωστόσο ο παππούς Νικολής ξεψύχαγε το βράδυ την ώρα που γεννήθηκα. Έτσι πήρα και το όνομα του και τις παραξενιές του.
Ενώ οι γονείς μου μέσα στη χαρά τους για τον πρωτότοκο έμαθαν το λυπητερό νέο για τον παππού Νικολή.
Έτσι το ζεύγος βρισκότανε ανάμεσα στα μπάρκα που γινότανε όλο και πιο αραιά όλο και πιο μικρά όλο και πιο δυσεύρετα το τελευταίο καιρό που θα πήγαινα στο δημοτικό μάλιστα ο πατέρας μου έπιασε δουλειά στο φέρυ του Σκορπιού του Ωνάση.Σε όλο το δημοτικό έκανε ακόμη μερικά μπάρκα και το ογδόντα δύο με το Παπανδρέου που πήγε να φορολογήσει μέχρι και τις κουτσουπιές του Σκορπιού η Αθηνά έκλεισε φέρυ κι έστειλε άπαντες σπίτια τους.
Όταν ο καπετάν Μήτσος φτασμένος πρακτικός καπετάνιος στην εταιρία πήγε για μπάρκο του λένε καπεταν Μήτσο ατύχησες δεν έχει δουλειά καθόλου, κοίτα μήπως σε βγάζει για τη σύνταξη να μη σου λείψει το ψωμί κι άμα κυλήσουνε δουλειές εδώ είμαστε το δίπλωμα δεν σου το παίρνουνε.
Έκαμε λοιπόν τα χαρτιά του ο καπετάν Μήτσος για σύνταξη και στα 45 του να σου ένας συνταξιούχος καπετάνιος κυνηγός ψαράς σκαφτιάς που δούλευε περισσότερο από ότι νέος όπως κορόιδευε.
'Εφτασαν με τη μάνα μου να κάνουν ένα τόνο λάδι,να ρίχνουμε κάθε βράδυ εγώ κι ο πατέρας μου με το πριάρι που είχε φτιάξει ο ίδιος το λεγόμενο "Νικολάκη"τα δίχτυα και τα παραγάδια, κάθε δεύτερο ή τρίτο, ενδιάμεσα να κάνουμε βόλους: ρίξιμο ράβδισμα στο νερό και σήκωμα το δίχτυ ή να πηγαίνουμε πρια -πυροφάνι-
και με την Ελένη να τα σηκώνει το πρωί που εγώ ήμουν στο σχολείο μαζί με τις αδερφές μου,μετά εκείνη να μαγειρεύει να πλένει και να ετοιμάζεται να πάνε για τις ελιές και τα υπόλοιπα κατσίκια κότες.
Όταν δεν είχε ελιές είχε κυνήγι είχε πατάτα σκόρδα κρεμμύδια...
Ήρωες γοργόνια στη δουλειά όλα τα έφερναν βόλτα.
Όσο δεν το ήθελε ο καπετάνιος το τσαπί τόσο του έδωσε και κατάλαβε από τα σαρανταπέντε και μετά μέχρι τα εξήντα πέντε περίπου, που σταμάτησαν να ασχολούνται με τα χωράφια εντατικά κι έμεινε μόνο το πριαράκι και τα ψάρια του για έσοδα μαζί με τη μικρή σύνταξη.
Στο μεταξύ σπούδασαν ένα παιδί και δυο... κορίτσια.
Έφτιαξαν δυο διαμερίσματα για να έχουν όλα τα παιδιά κεραμύδι.
Άλλαξαν τον ένα μαντρακά -αυτοκίνητο- με έναν άλλο πιο καινούριο και πιο μεγάλο.
Όσο εγώ έτρεχα με τα κομάντο στις βουνοκορφές ο καπετάνιος πούλησε την άδεια του ψαρέματος την επαγγελματική και πήρε τόσα λεφτά όσα έβγαζε όλη του τη ζωή σε ψάρια.
Το πριάρι το "Νικολάκη" τον πήρα στα χέρια μου για κάνα δυο χρόνια αλλά το επαγγελματικό σκάφος δεν επιτρέπουνε τα τέρατα να χρησιμοποιηθεί για ψάρεμα ερασιτεχνικό, παρά μόνο για βαρκάδες, σιχάθηκα λοιπόν τις βαρκάδες και παράτησα το πριάρι σοιχτιρίζοντας το τέτοιο που τους πέταγε.
Πρόλαβε ο καπεταν Μήτσος αρχοντόγερος ογδονταρης πια και είδε τρία εγγονάκια και μια μέρα σε ένα ιατρείο που πήγε για γενικές εξετάσεις έσβησε σαν το κεράκι της λαμπρής και μας άφησε όλους σύξυλους.